23 Απριλίου 2014

Πετάχτηκε πάλι η πορ@ή της «γαλλικής φιλολογίας»... ο «Τσουκαλάς» της Ιστορίας... η Ρεπούση μωρέ...

Για να ξηγιόμαστε: Η Ρεπούση ΔΕΝ είναι ιστορικός. Πτυχιούχος γαλλικής φιλολογίας είναι η κακομοίρα, που πήρε διδακτορικό στην διδακτική της ιστορίας.. και νομίζει ότι έγινε ιστορικός. Δηλαδή έκανε ένα άσχετο μεταπτυχιακό του κ@λου (όταν καθηγητής γαλλικών κάνει μεταπτυχιακό σε άλλη σχολή σημαίνει ότι το μεταπτυχιακό είναι της πούτσ@ς, καθώς δεν απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις για να το ξεκινήσεις και ουσιαστικά δεν εμβαθύνεις σε ένα γνωστικό αντικείμενο που ήδη κατέχεις) το οποίο έστω ότι της δίνει το δικαίωμα να μας λέει τον τρόπο που πρέπει να διδάξουμε ιστορία στα παιδάκια...
αυτή βέβαια μπέρδεψε τη βούρτσα με την πούτ@α και κάνει την καθηγήτρια ιστορίας. Ενώ ο ρόλος της είναι να πει πως πρέπει να περάσουμε το μήνυμα αυτή νομίζει ότι πρέπει να μας πει ποιο είναι το μήνυμα. Είναι σαν να συγκρίνουμε τους αθλητικογράφους με τους ποδοσφαιριστές. Είτε Καρπετόπουλος είσαι, είτε Τσουκαλάς (πιο κοντινός παραλληλισμός στην Ρεπούση), ποδοσφαιριστής δεν είσαι και δεν μπορείς να γίνεις.

Ο ιστορικός έχει ματώσει στα αρχεία. Ο "διδακτικός της ιστορίας" συζητάει το πώς να περάσει μηνύματα.

Ιστορικός λ.χ. με αρχίδ@α είναι αυτή εδώ



Απλώς, η κ. Μαρία Ευθυμίου, επειδή δεν είναι ψώνιο, δηλώνει "όχι ιστορικός, αλλά ότι ασχολείται με την ιστορία", σε αντίθεση με την Ρεπούση που ουσιαστικά κάνει στην ιστορία ό,τι ο Αλή Πασάς στην κυρά Φροσύνη....

Διαβάστε και το νέο της άρθρο με αφορμή τις παπαριές του Δήμου για το Άγιο Φως και ας την ενημερώσει κάποιος ότι δεν την κατηγορούν όλοι ότι είναι πράκτορας του Σόρος... υπάρχουν και μερικοί που την κατηγορούν με σοβαρά επιχειρήματα ότι είναι ΆΣΧΕΤΗ με το αντικείμενο της Ιστορίας σε όποια καρέκλα κι αν έκατσε στο Παν/μιο αφού ξέρουμε πως μπορούν οι φελλοί να κάτσουν σε καρέκλες Παν/μίου  

Nέο "χτύπημα" από τη Μαρία Ρεπούση

"Αιρετικό το αυτονόητο;" διερωτάται η Μαρία Ρεπούση σε άρθρο της στη lifo με τίτλο "Για το φως και το σκοτάδι" στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων στις απόψεις που έχει διατυπώσει κατά καιρούς για τις γενοκτονίες, τα αρχαία ελληνικά και το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας.

Αναρωτιέμαι γιατί σ’ αυτή τη χώρα, η μάχη ανάμεσα στο φως –όχι το άγιο, το άλλο- και στο σκοτάδι χάνεται. Και όχι μόνον χάνεται αλλά κάθε φορά που ανοίγει ένα παράθυρο για να μπει φως κλείνει με τέτοιο πάταγο που ενδέχεται να περάσουν χρόνια για να ξανανοίξει. Μήπως τελικά οι σκοταδιστές είναι περισσότεροι από τους φωτισμένους; Μήπως οι σκοταδιστές είναι πιο δικτυωμένοι, είναι καλύτερα τοποθετημένοι στα κέντρα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και στα αντίστοιχα λήψης των αποφάσεων;

Τι στο καλό συμβαίνει και χάνεται η μάχη του ορθού λόγου; Τι συμβαίνει και το σκοτάδι διεισδύει στο φως και το διαλύει αντί να διαλύεται; Και δεν μιλάω για τα διφορούμενα, αυτά που τέμνουν τα πράγματα σε πολλά πεδία. Αναφέρομαι στα απολύτως στοιχειώδη, στο δικαίωμα έκφρασης γνώμης λόγω χάρη.

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η μάχη του φωτός χάνεται στο γήπεδό του. Κάθε φορά που κάποιος εκφράζει μια άποψη που δεν εντάσσεται στην εθνική και θρησκευτική καμιά φορά και έμφυλη ορθότητα, αρχίζει μια περίεργη αναζήτηση. Σχεδόν ποτέ γι’ αυτό που ειπώθηκε. Σπάνια αναζητείται το ακριβές περιεχόμενο. Αρκεί η φήμη του. Και αυτή διαμορφώνεται από τον αντίπαλο λόγο. Αντίθετα, εδώ στο γήπεδο του φωτός, η αναζήτηση κατευθύνεται στην προσωπικότητα, στις τροπικότητες, στις προθέσεις. Ειδικά για τις προθέσεις παρατηρώ ότι εμπεδώνεται, πάντα στο γήπεδο του φωτός, μια ακραία επικίνδυνη αντίληψη και συμπεριφορά.

Είναι η ψευδής αναζήτηση της πρόθεσης κάποιου όχι για την κατανόηση της άποψης αλλά για την αποδόμησή της. Λέω ψευδής διότι δεν πρόκειται για πραγματική αναζήτηση αλλά για απόδοση. Αυθαίρετη και αρνητικά προσημειωμένη. Συμφωνώ ενδεχομένως με όσα λες, αλλά εσύ τα λες για λάθος λόγους ή είσαι το λάθος πρόσωπο. Γι’ αυτό καλύτερα να σιωπήσεις. Οι λάθος λόγοι συνδέονται συνήθως με προσωπικά κίνητρα και σκοπιμότητες. Εδώ, στο στρατόπεδο του φωτός, δεν παίζει το σενάριο «σε πλήρωσε ο Σόρος» ή «είσαι πράκτορας της παγκοσμιοποίησης» αλλά η ηθελημένη πρόκληση του δημόσιου αισθήματος με στόχο το προσωπικό πολιτικό όφελος.

Μα γιατί αναρωτιέμαι να πρέπει να σωπάσει κάποιος που όλη του τη ζωή υποστηρίζει σταθερά τις ίδιες αξίες αν γίνει ή διεκδικεί να γίνει πολιτικός; Και ποιο είναι το προσωπικό όφελος που έχει αν, όντας πολιτικός, επιλέξει να τοποθετηθεί κόντρα στο ρεύμα όταν η συνταγή για να είναι κανείς πετυχημένος είναι ο ποικιλόχρωμος λαϊκισμός; Και αυτό ισχύει –με διαβαθμίσεις είναι αλήθεια- για όλους τους πολιτικούς χώρους. Αν θέλεις να επιζήσεις μην θίγεις το εθνικό και θρησκευτικό κατεστημένο.

Τελευταία επίσης ένα νέο αμείλικτο ερώτημα πλανάται στο γήπεδο του φωτός. Γιατί τώρα; Δεν υποστηρίζω ότι όλες αυτές οι αγωνίες είναι αμελητέες. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να είναι αρκετές για να περνάει κανείς από την άλλη όχθη του ποταμού. Δεν μπορεί να γίνονται άλλοθι. Η αναφορά στη συγκυρία, στο timing, είναι εδώ το άλλοθι. Σωστά είναι ενδεχομένως όσα λες αλλά γιατί τα είπες τώρα; Γιατί έγραψες για την επανάσταση του 1821; Μα ήταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Δεν έπρεπε. Γιατί μίλησες για τη μεταφορά του Φωτός; Μα είναι παραμονές του Πάσχα και έχουμε κρίση. Δεν έπρεπε. Και ούτω καθεξής.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, αρκετά και αυτοαναφορικά. Γενικά, δεν πρέπει να μιλάς για τις γενοκτονίες ακόμα και όταν επίκειται η ποινικοποίηση της αντίθετης ιστορικής άποψης, με την οποία είσαι αντίθετος. Δεν πρέπει να θέτεις ζήτημα για τα θρησκευτικά ή τα αρχαία ελληνικά που διδάσκονται στο σχολείο ακόμα και όταν καλείσαι ν’ αποφασίσεις γι’ αυτό. Δεν πρέπει να επαναφέρεις το ζήτημα του χωρισμού της εκκλησίας με το κράτος ή της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας ακόμα κι αν συζητείται το φορολογικό νομοσχέδιο. Οι καιροί δεν το επιτρέπουν. Ήταν εξάλλου πάντα δύσπιστοι στα αουτσάιντερ. Αναρωτιέμαι αν όσοι διαμορφώνουν την κεντρική ατζέντα και τις πολιτικές προτεραιότητες σκέφθηκαν ποτέ ότι η Ελλάδα είναι εκεί που είναι και γιατί οι ίδιοι οι ορθολογιστές είτε σιώπησαν είτε με τον τρόπο τους απαίτησαν τη σιωπή των άλλων .

Μήπως τελικά οι καιροί ου μενετοί; Αναρωτιέμαι ακόμα γιατί κατάντησε αιρετικό το αυτονόητο.