01 Φεβρουαρίου 2017

Ο φόβος μιας 4ης ανακεφαλαιοποίησης επιστρέφει

Του Βασίλη Γεώργα

Αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος «κρυφός» κίνδυνος από την μεγάλη καθυστέρηση της αξιολόγησης δεν είναι ούτε η χαμένη ανάπτυξη και τα πρόσθετα μέτρα που δεν λαμβάνονται, ούτε το σενάριο μιας επαπειλούμενης χρεοκοπίας τον Ιούλιο. Είναι η εύλογη ανησυχία για ένα τραπεζικό «ατύχημα» και το ενδεχόμενο οι τράπεζες να βρεθούν μπροστά σε ανάγκες πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης που αναπόφευκτα θα περάσει μέσα από το κούρεμα των καταθέσεων και τους κανόνες του bail in.

Ο χρόνος, η απραξία και οι λάθος επιλογές, έχουν λειτουργήσει ήδη τρεις φορές αμείλικτα για το τραπεζικό σύστημα με το βάρος να πέφτει στις πλάτες των φορολογούμενων. Και αν δεν  υπάρξει εγκαίρως μέσα στο 2017 ένα καταλυτικό σήμα για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση στην οικονομία, πολύ σύντομα θα κολυμπάμε εκ νέου σε αχαρτογράφητα νερά.

Στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην Τράπεζα της Ελλάδας επικρατεί ήδη έκδηλος προβληματισμός και έχουν τεθεί υπογείως σε κίνηση διεργασίες για την προετοιμασία του «επόμενου Plan B». Η πρώτη κίνηση που θα γίνει αν αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας συνεχιστεί για λίγο καιρό ακόμη, είναι να πιεστεί η κυβέρνηση να επαναφέρει αυστηρότερους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων. Η δεύτερη, από τη στιγμή που στον ορίζοντα θα διαφανεί το σενάριο κατάρρευσης του προγράμματος θα είναι η άρση της κατ’ εξαίρεση επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων (waiver) μέσω των οποίων οι τράπεζες τροφοδοτούνται με ρευστότητα παρέχοντας ως εγγύηση ελληνικά ομόλογα.

Η επιφυλακτικότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να επιστρέψουν λεφτά «από το στρώμα» στις τράπεζες είναι έκδηλη όλους αυτούς τους μήνες και αποτυπώνει ακριβώς την αποτυχία του πολιτικού συστήματος και των ίδιων των τραπεζών να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους μικρούς και στους μεγάλους καταθέτες. Ο φόβος του «κουρέματος» συνεχίζει να παραμένει στο τραπέζι δίπλα στα σενάρια του Grexit, και όσο αυτά τα δύο συνυπάρχουν, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη.

Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών βρίσκονται οριακά πάνω από τα 100 δισ. ευρώ, λιγότερες κατά περίπου 2 δισ. ευρώ από όσο ήταν τον Ιούλιο του 2015. Οι επιχειρήσεις με τις καταθέσεις των 17,8 δις. ευρώ που στην πλειονότητα αποτελούν αναγκαία κεφάλαια κίνησης, είναι θα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος ενός μελλοντικού κουρέματος. Απέχουμε πλέον ελάχιστα από το σημείο όπου θα αρχίσουν να διαμορφώνονται εκ νέου προϋποθέσεις ικανές να πυροδοτήσουν αχρείαστες νέες εκροές μέσα στους σφιχτούς περιορισμούς των capital controls, τα οποία ήταν εκείνα που κράτησαν «όρθιο» το σύστημα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Για όσους πιστεύουν ότι το πρόβλημα με τις τράπεζες δεν τους αφορά, μπορούν να είναι βέβαιοι από τώρα πως ένα κούρεμα των καταθέσεων «αλά Κυπριακά» για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ισοδυναμεί με πλήρη κατάρρευση της οικονομίας μας, από την οποία η Ελλάδα δεν θα μπορέσει συνέλθει πριν περάσουν 15-20 χρόνια. Επί της ουσίας μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των 8-10 δισ. ευρώ στην οποία επιμόνως αναφέρεται το ΔΝΤ, είναι το άλλο πρόσωπο του 4ου μνημονίου και της δραχμής. Είναι μια απευκταία προοπτική που δεν συνιστά απειλή επειδή το Grexit συζητείται στο περιστύλιο της Βουλής ή έξω από το γερμανικό κοινοβούλιο, αλλά επειδή οι ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία έχει και την απόλυτη ευθύνη των αποφάσεων, οδηγούν και πάλι την κατάσταση όλο και πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού.

Δεν είναι μόνο ο  χείμαρρος μιας νέας  επιδείνωσης των δεδομένων στην πραγματική οικονομία που θα ξεσπάσει με ισχύ στο τραπεζικό σύστημα. Είναι και το παράθυρο ευκαιρίας που κλείνει με ταχύτητα πλέον, για την άντληση πολύτιμης ρευστότητας από τις αγορές από τη στιγμή που θα  χαθεί το τραίνο της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Είναι επίσης και η προσθήκη μιας ακόμη χαμένης χρονιάς στην αλυσίδα των καθυστερήσεων για να ξεκινήσει η απασφάλιση της βόμβας των κόκκινων δανείων.

Με βάση το σενάριο ομαλότητας που υπήρχε μέχρι πρότινος στο τραπέζι, θα έπρεπε ήδη τα ελληνικά ομόλογα του Δημοσίου να είχαν γίνει αποδεκτά στο QE της ΕΚΤ. Οι τράπεζες θα μπορούσαν έτσι να καρπωθούν το όφελος από την άνοδο των τιμών των ομολόγων, να αποκτήσουν πρόσβαση σε φτηνότερη ρευστότητα, να προχωρήσουν σε νέες δικές τους εκδόσεις με χαμηλότερα επιτόκια, και να μειώσουν ακόμη περισσότερο την εξάρτησή τους από τον ELA, που έχει ήδη υποχωρήσει αισθητά στα 46,5 δισ. ευρώ.

Το σενάριο αυτό, αποδοχής των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου από την ΕΚΤ, όχι μόνο έχει πλέον απομακρυνθεί λόγω της καθυστέρησης στην επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις ξένων οίκων όπως της HSBC κ.α, υπάρχει πλέον περίπτωση να μην ενεργοποιηθεί ποτέ, ή για τόσο μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ 2ης και 3ης αξιολόγησης, που δεν θα έχει παρά ελάχιστη επίπτωση για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες.

Αρκεί να δει κανείς που διαμορφώνονται και πάλι τις τελευταίες ημέρες οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων (ξεπέρασαν χθες το 8%) και με τι ρυθμούς υποχωρούν οι μετοχές των τραπεζών (απώλειες 18% σε τέσσερις συνεδριάσεις) για να πάρει μια γεύση από το πόσο ανήσυχες είναι και πάλι αυτή την περίοδο οι αγορές.

Η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων θα έχει ακόμη πιο επώδυνες συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα που αν δεν μπορέσει να δρομολογήσει εγκαίρως λύσεις, δεν πρόκειται να πάψει να βρίσκεται σε περιδίνηση.

Ήδη έχει σημειωθεί πολύ μεγάλη καθυστέρηση από τότε που συμφωνήθηκε το πλαίσιο ενεργητικής διαχείρισης δανείων με τους δανειστές και άνοιξε η αγορά σε funds και εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης. Παραμένουν ωστόσο ακόμη σοβαρά κενά στο θεσμικό πλαίσιο (εξωδικαστικός συμβιβασμός, αναβαλλόμενη φορολογία, «ακαταδίωκτο» στελεχών κλπ), πολλά από τα οποία αποτελούν αντικείμενο της τρέχουσας αξιολόγησης.

Το χειρότερο είναι πως ενώ το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη αγορά υφίσταται, οι διεργασίες παραμένουν παγωμένες και η κυβέρνηση εξακολουθεί να πριονίζει το πλαίσιο που η ίδια ψήφισε, παρότι γνωρίζει πως από τη στιγμή που θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται θέλει τουλάχιστον 12 με 18 μήνες για να αρχίσει να αποδίδει τα πρώτα ορατά αποτελέσματα. Υπό κανονικές συνθήκες τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών θα πρέπει να μειωθούν φέτος κατά τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ, κατά 16 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 19 δισ. ευρώ το 2019 ώστε να υποχωρήσει το συνολικό απόθεμα των NPE’s στο 30%. Ο στόχος είναι πολύ φιλόδοξος, όμως η κρίσιμη χρονιά είναι η φετινή, από τις επιδόσεις της οποίας θα κριθεί τι θα συμβεί την επόμενη που έχουν προγραμματιστεί τα επόμενα stress tests.

Οι ίδιες οι τράπεζες επίσης, έχουν επιλέξει να τηρήσουν στάση αναμονής επενδύοντας στην προσδοκία ότι η βελτίωση των συνθηκών στην οικονομία και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, θα μπορούσε να μειώσει τη δημιουργία νέων επισφαλειών και να διαμορφώσει ασφαλέστερο πλαίσιο για να διαχειριστούν το πρόβλημα. Στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τα κεφάλαιά τους, κινδυνεύουν να για μια ακόμη φορά να πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους και τελικά να σκάψουν οι ίδιες τον λάκκο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης.

 Ο συνδυασμός όλων αυτών των κινδύνων που εκπορεύονται από την καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και τους πολιτικούς και οικονομικούς πειραματισμούς, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται εκρηκτικός. Αν δεν δοθεί πολύ σύντομα ένα τέλος την επόμενη φορά τα θύματα θα είναι πολύ περισσότερα από κάθε προηγούμενη.

http://www.liberal.gr/arthro/111790/oikonomia/2017/o-fobos-mias-4is-anakefalaiopoiisis-epistrefei-.html