18 Ιουλίου 2017

Το παιχνίδι με τις τιμές των φαρμάκων-Η ανατιμολόγηση Πολάκη έφερε κέρδη 7,7 εκ στην Pfizer μόνο από ένα φάρμακο

Ο τρόπος με τον οποίον το κράτος αποφασίζει τις τιμές για τα φάρμακα δεν εξυπηρετεί κανέναν από τους στόχους που θα έπρεπε να έχει μία σωστή πολιτική φαρμάκου: η περίπτωση του πιο δημοφιλούς σκευάσματος για την “κακή” χοληστερόλη «Lipitor», το επιβεβαιώνει.
Τα φάρμακα στην Ελλάδα τιμολογούνται δύο φορές τον χρόνο, με έναν μηχανισμό αρκετά πολύπλοκο. Η τελευταία τιμολόγηση, που έγινε τον Μάιο-Ιούνιο του 2017, όχι μόνο σημείωσε ρεκόρ πολυπλοκότητας, αλλά δεν είχε και καμία λογική για χώρα που βρίσκεται σε βαθιά κρίση.

Εκπρόσωποι πολυεθνικών, ελληνικών εταιρειών αλλά και του ΕΟΦ συμφωνούν ότι ο στόχος ήταν «να μην καταρρεύσουν οι τιμές των γενοσήμων που παράγουν ελληνικές κυρίως επιχειρήσεις».

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής ήταν ένα χάπι που γνωρίζουν (σχεδόν) οι πάντες: το Lipitor.

Η παλιά τιμολόγηση
Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 2009, στην τιμολόγηση των φαρμάκων ίσχυαν τα εξής: Τα πρωτότυπα φάρμακα που ήταν ακόμα προστατευμένα από την πατέντα της εταιρείας που τα είχε αναπτύξει (που ισχύει για δέκα χρόνια από την άδεια κυκλοφορίας στη χώρα), είχαν συνήθως πολύ υψηλές τιμές.

Τι γινόταν όταν ένα φάρμακο έχανε την πατέντα του; Ας ξεκινήσουμε από το ποια θα ήταν μία φυσιολογική πορεία: οι εταιρείες αντιγράφων (όπως είναι οι περισσότερες ελληνικές φαρμακευτικές) παίρνουν τον φάκελο του προϊόντος και με τη δραστική ουσία του παράγουν το αντίγραφό του (γενόσημο). Αυτό, προκειμένου να έχει διείσδυση στην αγορά και στα ασφαλιστικά ταμεία, στις περισσότερες χώρες έχει πολύ χαμηλότερη τιμή από αυτήν που είχε το πρωτότυπο.

Όσον αφορά τα ίδια τα πρωτότυπα, όταν χάσουν την πατέντα τους εξακολουθούν να έχουν υψηλή τιμή, με τη διαφορά ότι σε 2-3 χρόνια το πολύ εξαφανίζονται από την αγορά, η οποία στρέφεται εξ ολοκλήρου στα αντίγραφα (ή σε καινούριες θεραπείες που έχουν εντωμεταξύ αναπτυχθεί).

Μερικά δημοφιλή φάρμακα που έχασαν ή θα χάσουν την πατέντα τους στα επόμενα χρόνια.

Το περίεργο στην ελληνική αγορά ήταν ότι τα αντίγραφα (γενόσημα), είχαν τιμή που έφτανε στο 80% της τιμής των φαρμάκων που είχαν χάσει την πατέντα τους, δεν ήταν δηλαδή καθόλου ελκυστικά από άποψη τιμής. Οι ασθενείς έτσι κι αλλιώς προτιμούσαν τα πρωτότυπα, ακόμα και όταν έχαναν την πατέντα τους, επειδή τα θεωρούσαν καλύτερα. Και από τη στιγμή που η τιμή τους δεν είχε μεγάλη διαφορά από αυτήν των αντιγράφων, τα δεύτερα δεν είχαν καμία ελπίδα στην αγορά.

Η μόνη περίπτωση να πουληθούν τα γενόσημα ήταν όταν αυτά “σπρώχνονταν” από τους συνταγογραφούντες γιατρούς που είχαν στενές σχέσεις με τις ελληνικές φαρμακευτικές, και που μετά το 2006 είδαν τα “κονδύλια” από τις πολυεθνικές να κόβονται, καθώς αυτές σταδιακά δεν επιθυμούσαν να πληρώνουν όλους τους γιατρούς για να συνταγογραφούν, αλλά μόνο την ελίτ τους.

Το νέο σύστημα τιμολόγησης
Σταδιακά μέχρι το 2012 εισήχθη ένα νέο σύστημα τιμολόγησης των φαρμάκων, σε μία προσπάθεια των κυβερνήσεων να περιορίσουν αφενός την φαρμακευτική δαπάνη, και αφετέρου να μεγαλώσει η διείσδυση των γενοσήμων στην αγορά και τα ταμεία. Το σύστημα αυτό όμως, που ισχύει μέχρι σήμερα, έχει πολλές αδυναμίες.

Ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) Διονύσης Φιλιώτης (2006-2012) γράφει στο βιβλίο του «Θέσεις πολιτικής για το φάρμακο» (Αθήνα 2015): «...για πολλοστή φορά έχουμε ένα “σύστημα” το οποίο κανείς δεν μπορεί να επαληθεύσει ή να προσδιορίσει. Δεκάδες δελτία τιμών έχουν εκδοθεί μόνο τα τελευταία 2-3 χρόνια. Όλα γεμάτα λάθη και αυθαιρεσίες, τα οποία η Πολιτεία αρνείται η δυσκολεύεται πολύ να διορθώσει...».

Μετά την είσοδο της χώρας στα μνημόνια, αυτό που αρχικά άλλαξε ήταν ότι καθορίσθηκε πως οι τιμές των νέων φαρμάκων (πρωτοκυκλοφορούντων, με πατέντα) θα ορίζονταν από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των χωρών-μελών της ΕΕ. Αυτά, λοιπόν, έγιναν αρκετά φθηνότερα.

Όμως για εκείνα που είχαν χάσει την πατέντα τους δεν άλλαξε το παραμικρό· συνέχισαν δηλαδή να παίρνουν πολύ υψηλές τιμές. Έτσι λοιπόν κατέληξαν να είναι ο τρόπος με τον οποίον οι πολυεθνικές έβγαζαν τα περισσότερα από τα χρήματά τους, αφού οι τιμές των νέων είχαν πέσει.
Όταν ένα φάρμακο χάνει την πατέντα του, όπως το Lipitor στις ΗΠΑ το 2011, σταδιακά αντικαθίσταται από γενόσημα.Και αφού τα πρωτοτύπα που είχαν χάσει την πατέντα τους είχαν υψηλές τιμές, το ίδιο ίσχυε για τα γενόσημα, που όπως είπαμε ακολουθούσαν, στο 80% της τιμής. H σύνδεση των πρωτότυπων παλαιών φαρμάκων με τα γενόσημα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας ήταν μία εμμονή του γράφοντος από το 2008. Όταν τότε είχα ρωτήσει έναν υπουργό της κυβέρνησης Καραμανλή γιατί δεν αποσυνέδεαν τις τιμές, μου είχε πει επί λέξει: «Διότι θα μας ρίξει ο…(όνομα μεγάλου Έλληνα φαρμακοβιομηχάνου)».

Εδώ έμπαινε στην εξίσωση και ένας ακόμα παράγοντας: ο Έλληνας φαρμακοβιομήχανος που φοβόταν ο υπουργός ότι θα τους έριχνε, δεν παράγει μόνο γενόσημα αλλά, όπως πολλές ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, αναλαμβάνει για λογαριασμό πολυεθνικών να παράγει πρωτότυπα φάρμακα (των οποίων έχει λήξει η πατέντα). Τον συνέφερε δηλαδή, όπως και άλλους, να αγοράζονται τα πρωτότυπα και όχι τα γενόσημα.

Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, με εξαίρεση 4-5 επιχειρήσεων, έχει έναν υπεργολαβικό ρόλο σε σχέση με την ξένη βιομηχανία. Το 60% των εν Ελλάδι παραγόμενων φαρμάκων είναι φασόν για μεγάλες ξένες πολυεθνικές.

Έτσι π.χ. η ΦΑΜΑΡ παράγει για λογαριασμό της αμερικανικής Pfizer το Πονστάν και πολλά άλλα φάρμακα, μέχρι του σημείου να μπορεί να πει κανείς ότι η ΦΑΜΑΡ ζούσε (έχει περάσει πλέον στον έλεγχο των τραπεζών) από την αμερικανική εταιρεία.

Η κυρία Κατσέλη, ως υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου που ακολούθησε, χρησιμοποιούσε και αυτή ως επιχείρημα τους «4.000 εργαζόμενους τους οποίους απασχολεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία» και την ανάγκη διατήρησης των θέσεων εργασίας τους.

Ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης έκανε το 2014 ένα βήμα στη θετική κατεύθυνση: αποσύνδεσε την τιμή των πρωτοτύπων από εκείνη των γενοσήμων, ώστε να κάνει τα γενόσημα μία πραγματικά ελκυστική εναλλακτική λύση για τους ασφαλισμένους και τα ταμεία. Επίσης ο Γεωργιάδης καθόρισε έναν νέο τρόπο τιμολόγησης για τα πρωτότυπα που είχαν χάσει την πατέντα τους, που προέκυπτε και αυτός από τις τρεις φθηνότερες χώρες της ΕΕ.

Κι ενώ φαινόταν ότι σταδιακά οι τιμές θα εξορθολογίζονταν, δηλαδή τα φάρμακα που έχαναν την πατέντα τους θα γίνονταν όλο και φθηνότερα και σταδιακά θα αντικαθίσταντο από ακόμα φθηνότερα γενόσημα, κάνοντάς τα προσβάσιμα και δημιουργώντας έτσι χώρο στο σύστημα υγείας για να μπουν (και να πληρωθούν) νέα καινοτόμα σκευάσματα, τα πράγματα δεν κυλάνε ακριβώς έτσι.

Η πιο πρόσφατη τιμολόγηση σε ένα φάρμακο της Pfizer, το Lipitor, είναι μια ενδεικτική περίπτωση. 

Ένα πολύ δημοφιλές φάρμακο
To Lipitor είναι ένας σταρ στον χώρο των φαρμάκων, από εκείνα τα μπλοκμπάστερς που έχουν κάνει την εταιρεία που τα βγάζει πλούσια. Έχοντας κυκλοφορήσει πριν είκοσι χρόνια και έχοντας χάσει την πατέντα του στην Ελλάδα πριν από επτά, συνταγογραφείται στις ΗΠΑ για 29 εκατομμύρια ασθενείς. Αυτό που κάνει είναι να μειώνει την “κακή” χοληστερόλη στο αίμα, χάρη στη δραστική του ουσία, την ατορβαστατίνη. Στην πραγματικότητα η ουσία αυτή βοηθάει στο να αποφεύγονται εγκεφαλικά και καρδιοαγγειακά επεισόδια, που προκαλούνται από την απόφραξη των αρτηριών.

Στις ΗΠΑ το Lipitor είναι τόσο δημοφιλές, που η εταιρεία έχει καθιερώσει την Lipitor Savings Card, καθώς όσοι το παίρνουν, το παίρνουν για μεγάλο διάστημα ως θεραπεία.

Οι παγκόσμιες πωλήσεις του Lipitor. Το 2010 έληξε η πατέντα στην Ευρώπη και το 2011 στις ΗΠΑ.

Το 2010 το Lipitor έχασε την πατέντα του στην Ελλάδα. Μετά το 2014 και την εισαγωγή των οδηγιών Γεωργιάδη, η τιμολόγηση ακολουθεί τους κανόνες που ισχύουν για όλα τα πρωτότυπα που έχασαν την πατέντα τους: προβλέπεται μία σταδιακή μείωση των τιμών μέχρι το 2017, ώσπου να φτάσουν τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων χωρών.

Σε πρώτη φάση και προκειμένου η αλλαγή στην τιμή να γίνει σταδιακά, τέθηκε κατώτατο πλαφόν για τη μείωση στα 9 ευρώ λιανική τιμή. Δηλαδή, η τιμή όλων των εκτός πατέντας φαρμάκων δεν μπορούσε να μειωθεί κάτω από 9 ευρώ.

Το 2014, ο μέσος όρος της λιανικής τιμής των τριών φθηνότερων χωρών για το Lipitor ήταν 3,55 ευρώ. Με βάση όμως την παραπάνω ρύθμιση, το Lipitor των 20 mg έλαβε αρχικά λιανική τιμή 9 ευρώ και το γενόσημό του 6,63 ευρώ. Η συμμετοχή του ΕΟΠΥΥ και στις δύο περιπτώσεις ήταν η ίδια, 3,56 ευρώ, οπότε εάν ο ασθενής διάλεγε να αγοράσει το πρωτότυπο θα πλήρωνε από την τσέπη του τη διαφορά, δηλαδή 5,44 ευρώ, ενώ για το γενόσημο θα έδινε 3,07 ευρώ.

Δηλαδή, λόγω του πλαφόν των 9 ευρώ, στην Ελλάδα οι ασθενείς πλήρωναν από την τσέπη τους το 150% της λιανικής τιμής που είχε το φάρμακο στις τρεις φθηνότερες χώρες της ΕΕ. Και την ίδια στιγμή, η τιμή που πλήρωνε ΕΟΠΥΥ ήταν κατά 0,01 ευρώ υψηλότερη από την τιμή λιανικής των τριών φθηνότερων χωρών.

Το κράτος επέλεξε τη σταδιακή αποκλιμάκωση των ελληνικών τιμών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, για να μην συντρίψει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, που σήμερα έχει έναν τζίρο 400 εκατομμυρίων και είναι εν πολλοίς ακόμα “προστατευόμενο είδος“ (από την εκάστοτε κυβέρνηση). Έτσι όμως επιβαρύνθηκαν (και επιβαρύνονται) τα ταμεία και οι ασθενείς.

Η περιπέτεια της πιο πρόσφατης ανατιμολόγησης
Φέτος, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του 2014, θα καταργείτο η σταδιακή αποκλιμάκωση των εκτός πατέντας φαρμάκων και θα ίσχυε ο κανόνας των τριών χαμηλότερων τιμών.

Όταν όμως τον περασμένο Μάιο ο ΕΟΦ ξεκίνησε να κάνει την ανατιμολόγηση του Lipitor, οι αντιδράσεις ήταν μεγάλες. Ο λόγος ήταν πως η πρώτη ανάρτηση τιμής έθιγε όχι τόσο τον παραγωγό του πρωτοτύπου, την Pfizer, αλλά τις 57 ελληνικές εταιρείες που “όρμηξαν” στην εκμετάλλευση της ουσίας όταν τελείωνε η πατέντα της για να φτιάξουν γενόσημα (τα οποία όπως αναφέραμε επηρεάζονται από την τιμή που λαμβάνει το πρωτότυπο).

Όταν λέμε “όρμηξαν” το εννοούμε κυριολεκτικά. Η ουσία ήταν τόσο δημοφιλής, που ήδη πριν από την εκπνοή της πατέντας πολλοί αντέγραφαν το φάρμακο παράνομα. Με αποτέλεσμα οι πωλήσεις του πρωτοτύπου να πέφτουν ήδη από το 2008.

Πωλήσεις του Lipitor (με μπλε) και των αντιγράφων του (με κόκκινο) στην Ελλάδα.

«Στην Ελλάδα όσοι βγάζουν αντίγραφα “ορμούν” σε 5-6 δημοφιλείς κωδικούς, αγοράζοντας τον “φάκελο” μόλις τελειώσει η προστασία του φαρμάκου και αρχίζουν και το παράγουν ονειρευόμενοι μεγάλα κέρδη…», λέει κρατικός αξιωματούχος που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του στο inside story.

Στην πρώτη λοιπόν ανάρτησή του, ο ΕΟΦ προσδιόρισε τη χονδρική τιμή του Lipitor στα 3,27 ευρώ από 5,08 που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο, για τη συσκευασία των 20mg. Πώς προέκυπτε αυτή; Aπό τις τρεις χαμηλότερες τιμές, ήτοι της Κροατίας, του Λουξεμβούργου και του Βελγίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες του inside story, όταν ο ΕΟΦ αποφάσισε να τιμολογήσει το Lipitor με αναγωγή από τις τρεις χαμηλότερες τιμές, η τιμή του σκευάσματος έβγαινε τόσο χαμηλή με βάση τον τύπο, ώστε οι αρμόδιοι της τιμολόγησης να τρομάξουν. «Αν ίσχυε (σ.σ. η ανατιμολόγηση) θα έριχνε τα γενόσημα στα Τάρταρα, καθώς θα έπρεπε να πάνε στο 65% του φαρμάκου αναφοράς, δηλαδή στη χονδρική θα κόστιζαν όσο μία τσίχλα…», λέει στέλεχος ευρωπαϊκής φαρμακευτικής εταιρείας.

Και γιατί να ενδιαφέρεται ο ΕΟΦ αν ένα φάρμακο κάνει όσο μία τσίχλα; Είναι η δουλειά του; Δεν είναι η δουλειά του να ελέγχει και να μειώνει τη φαρμακευτική δαπάνη; Στον οργανισμό λένε ότι εάν η τιμή ενός φαρμάκου μειωθεί δραματικά, τότε αυτό εξαφανίζεται από την αγορά. Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι αυτό θα συνέβαινε με τις ατορβαστατίνες, «απλά μερικές [σ.σ. ελληνικές] εταιρείες θα εξαφανίζονταν από την αγορά», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια μέτοχος μιας τέτοιας εταιρείας, με έδρα στα νότια προάστια της Αθήνας.

Ένας ακόμα λόγος που ενδιαφέρθηκε ο ΕΟΦ, σύμφωνα με πηγές, είναι ότι η πολύ χαμηλή τιμή που προέκυψε στην αρχική ανατιμολόγηση δεν ήταν δίκαιη, καθώς στην Ελλάδα κυκλοφορεί μόνο η συσκευασία των 14 χαπιών, ενώ στις συσκευασίες που πρότεινε η Pfizer (των τριών φθηνότερων χωρών της ΕΕ) υπήρχε η νοσοκομειακή των 100 χαπιών, η οποία είναι σαφώς οικονομικότερη ανά χάπι. Κατά συνέπεια, ισχυρίζονται κάποιοι, η ελληνική τιμή που προέκυπτε με αναγωγή στα 14 χάπια, ήταν άδικη.

Τα αντανακλαστικά κάποιων αρμοδίων για την τιμολόγηση τους οδήγησαν προφανώς στο συμπέρασμα ότι η αμερικανική Pfizer επιχειρούσε με αυτόν τον τρόπο να “πετάξει” όλους τους άλλους εμπόρους της ατορβαστατίνης, κάνοντας χώρο μόνο για το Lipitor.


Μετά από τις αντιδράσεις, η τιμή άλλαξε: αυτή τη φορά, η χονδρική για τη συσκευασία των 20mg προέκυψε μόλις από μία χώρα, την Κύπρο, όπου στοιχίζει 9,96 ευρώ (χονδρική). Μετά τις αναγωγές (που λαμβάνουν υπόψη την περιεκτικότητα στη δραστική ουσία, των αριθμό των χαπιών κ.λπ.), η ελληνική τιμή διαμορφώθηκε ξανά στα 5,08 ευρώ –όσο ήταν και στην προηγούμενη τιμολόγηση.

Οι μεγάλοι κερδισμένοι από την νέα τιμολόγηση ήταν η Pfizer και οι ελληνικές εταιρείες των γενοσήμων. Η Pfizer πουλάει 1.785.566 συσκευασίες του φαρμάκου σε αυτήν τη συσκευασία. Η διαφορά του 1,81 ευρώ (5,08-3,27) της απέφερε συνολικά 3.231.873,95 ευρώ, εκ των οποίων τα 3.822.475,14 στη συσκευασία των 10mg και τα 730.000 σε αυτή των 40mg. Από την αλλαγή του τρόπου τιμολόγησης δηλαδή κέρδισε 7,7 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά οι ελληνικές εταιρείες που εμπορεύονται την ίδια ουσία με διαφορετικά ονόματα κέρδισαν 16,1 εκατομμύρια.

Ο χαμένος είναι όπως πάντα ο ασφαλισμένος. 


Τάσος Τέλλογλου
https://insidestory.gr/article/lipitor?token=LXOSX06C27