08 Δεκεμβρίου 2017

Κασιμάτης: Η γοητεία της ματαιότητας

[ΦΩΤΟ-Σχετικά με την εικονιζόμενη περίπτωση, δεν ξέρω ποιος είναι ο αυτοκράτωρ Αύγουστος· ξέρω, όμως, ότι αυτή είναι η Ρώμη. Πλινθόκτιστη την παρέλαβε, μαρμαρόκτιστη την παρέδωσε. Εύγε!]

Η ματαίωση είχε ανακοινωθεί από την προηγουμένη. Ολοι το γνώριζαν ότι οι πλειστηριασμοί της Τετάρτης και των δύο επομένων ημερών είχαν αναβληθεί, επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει η επαρκής αστυνομική προστασία. Συνεπώς, χθες, ο αγώνας του «κινήματος» κατά των πλειστηριασμών δεν είχε αντικείμενο.


Η απουσία αντικειμένου δεν ήταν όμως ικανός λόγος, ώστε να αναβάλουν τον αγώνα που είχαν προγραμματίσει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και οι λιγοστοί φίλοι του. Για την Αριστερά –το καταλάβαμε πια– η ιδέα είναι πάντα ανώτερη της πραγματικότητας. Ετσι, η ΛΑΕ αποφάσισε και ανακοίνωσε το εξής: «Παρά το γεγονός ότι πλειστηριασμοί σήμερα κατ’ εξαίρεση έχουν ανασταλεί, στελέχη και μέλη της ΛΑΕ θα δηλώσουν, συμβολικά και αγωνιστικά, “παρών” στο Ειρηνοδικείο Αθηνών (οδός Λουκάρεως 14) και σε όλα τα Ειρηνοδικεία». Με απλά λόγια, το πνεύμα της απόφασης διατυπώνεται και ως εξής: Δεν έχουμε σήμερα εχθρούς να τους πολεμήσουμε; Δεν πειράζει· πάμε να βαρέσουμε τα κεφάλια μας στον τοίχο. (Ούτως ή άλλως, δεν παθαίνουν τίποτε και δεν καταλαβαίνουν τίποτε…).

Τίποτε άλλο δεν εκφράζει καλύτερα από αυτή την απόφαση της ΛΑΕ τη βαθιά γοητεία που ασκεί η ματαιότητα στην Αριστερά. Ειδικά, σε εκείνη την Αριστερά που διεκδικεί τα χαρακτηριστικά θρησκείας, την Αριστερά που επιλέγει την άρνηση του κόσμου και της πραγματικότητας, στο όνομα της ανωτερότητας αφηρημένων εννοιών. Μια τέτοια αφηρημένη έννοια πρέπει να είναι και ο αγώνας, έστω και αν γίνεται άνευ αντικειμένου, όπως στην περίπτωση του συμπαθούς Παναγιώτη, του πρώην υπουργού.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο αγώνας, ακόμη και χωρίς εχθρό απέναντι, ανάγεται σε αξία ύψιστη και υπερβατική. (Κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει με τους Κρητικούς και τη μανία τους να συνοδεύουν την έκφραση των συναισθημάτων με άσκοπες πιστολιές στον αέρα;). Οπως ο μοναχός που περνά χρόνια σκαρφαλωμένος στην κορυφή μιας κολώνας στην έρημο, για να πλησιάσει τον Θεό, κάπως έτσι και ο Λαφαζάνης έξω από το κλειστό Ειρηνοδικείο προσεγγίζει την επανάσταση. (Για τη σκηνή αυτή θα ήθελα να βρέχει λίγο, τόσο ώστε να θυμίζει Αγγελόπουλο...). Δεν μπορώ, όμως, να προχωρήσω παραπέρα. Μπαίνω σε βαθιά νερά. Μπαίνω σε πεδία της σκέψης και της θεωρίας, που μόνο μια Νατάσσα Μποφίλιου θα μπορούσε ίσως να τα χειριστεί...

Εν πάση περιπτώσει, η αυθόρμητη, εντελώς απροσποίητη και ειλικρινής απορία μου μόλις διάβασα την ανακοίνωση της ΛΑΕ ήταν αν αυτοί οι άνθρωποι βαριούνται τόσο πολύ τη ζωή τους. Δεν αποκλείεται. Ισως πάλι να είναι η νοσηρή καχυποψία του μπολσεβίκου, σε συνδυασμό με τον ναρκισσισμό του. Μπορεί, δηλαδή, να σκέφθηκαν ως εξής: Βρε, μπας και το κάνουν επίτηδες για να μας ξεγελάσουν; Ας πάμε εμείς καλού κακού – σάμπως έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε; Ούτε αυτό το αποκλείω. Αρκεί να δεις τον Παναγιώτη στα μάτια και καταλαβαίνεις ότι είναι ικανός και για χειρότερα. Η ματαιοπονία είναι το νόημα της πολιτικής ύπαρξής του.

Ομως, γιατί ασχολούμαι με κάτι τόσο δυσάρεστο, μίζερο και, εν τέλει, ασήμαντο; Αισθάνομαι την υποχρέωση να δώσω την απάντηση, αφού μοιράστηκα μαζί σας ένα ερώτημα προς τον εαυτό μου. Γιατί κάθε φορά που επιχειρώ μια καταβύθιση στη σκέψη του Παναγιώτη και των φίλων του, καταλήγω να σκέπτομαι ότι οι ναρκομανείς, αυτοί τους οποίους βλέπω στον δρόμο και τους λυπάμαι, είναι τυχεροί, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι υπάρχουν και χειρότερα...

Από μικρός

Στους κυριακάτικους Times και συγκεκριμένα στο πολιτιστικό ένθετο Culture, υπάρχει κάθε εβδομάδα μια στήλη στην οποία κάποιος διάσημος περιγράφει μια τυπική ημέρα του. Στις 26 Νοεμβρίου, η συγκεκριμένη στήλη φιλοξένησε τον Yanis Varoufakis.

Ναρκισσισμός στα όρια του αυτοερωτισμού. Αυτός είναι ο κυρίαρχος τόνος μιας αφήγησης στην οποία ουσιαστικά παρουσιάζεται η καθημερινότητα ενός υπερανθρώπου. Φέρ’ ειπείν, κοιμάται λίγο (έχει τόσα πολλά να κάνει!) και ξυπνά πάντα στις 5.30 ή, πάλι, μέσα σε τρεις ώρες, όταν γράφει το πρωί, παράγει «το ισοδύναμο μιας ολόκληρης μέρας δουλειάς». (Μιας μέρας δουλειάς, για τα μέτρα κάποιου ο οποίος δεν είναι το ίδιο προικισμένος με εκείνον...).

Η αφήγηση περιέχει και το απαραίτητο kink. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα στα αγγλικά, διότι στο πρωτότυπο έχει άλλη χάρη: «Before I get to my desk, my Labrador, Mowgli, and I have a big hug. I bite him, he bites me». Φανταστείτε την ωραία σκηνή: Με φόντο την αυγή, ένας μυώδης άνδρας με ξυρισμένο κρανίο και ένας σκύλος, αγκαλιασμένοι στο χαλί, μουγκρίζουν και δαγκώνονται. (Μια παραλλαγή της ιδιάζουσας σχέσης του Κλουζό με τον Ιάπωνα μπάτλερ του Κέιτο...).

Το καλύτερο, όμως, το φύλαξα ως συνήθως για το τέλος. Ο λόγος στον ίδιο τον Yanis, παρακαλώ: «Ξυπνώ στις 5.30 π.μ. και βάζω μπροστά τη μηχανή του καφέ. Μέχρι να ετοιμαστεί, έχω τελειώσει τα πουσάπ μου: τρία σετ των 80. Τα κάνω επί πενήντα χρόνια». Δεδομένου ότι είναι 56 ετών, ξεκίνησε στα 6 του. Δεν το λέει, αλλά φαντάζομαι ότι στην ηλικία αυτή έπινε ήδη καφέ, γνώριζε λατινικά, μετέφραζε Ομηρο, μιλούσε ήδη δύο ξένες γλώσσες και, βεβαίως, όλα τα κοριτσάκια στο σχολείο ήσαν ξελιγωμένα μαζί του. Αλλά αυτά δεν τα λέει από σεμνότητα...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ