22 Ιουλίου 2012

Δεν υπάρχουν κλειστά επαγγέλματα αλλά φόροι υπέρ τρίτων που πρέπει να καταργηθούν

Του Κωστα Μαρκαζου*

Οι φόροι υπέρ τρίτων αποτελούν τη δίδυμη αδελφή των κλειστών επαγγελμάτων, με τα οποία συνδέονται και αποτελούν προϋπόθεση επιβίωσής τους. Τα δύο θέματα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα για να υπάρξει οποιαδήποτε πρόοδος. Πρέπει δηλαδή να διατυπωθεί σωστά το πρόβλημα, κάτι που ούτε η τρόικα δεν κάνει, με συνέπεια να έχουμε παγιδευτεί σε προσχηματικές συζητήσεις εκτός θέματος.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κλειστά επαγγέλματα (ίσως με την εξαίρεση των συμβολαιογράφων). Για αυτό και ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης, στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, χαρακτήρισε «δοξασίες» τα περί κλειστού επαγγέλματος του δικηγόρου. Υπάρχουν προστατευμένα επαγγέλματα που χρηματοδοτούνται συνήθως με φόρους υπέρ τρίτων, συντηρώντας προνόμια με ισχυρούς νομοθετικούς περιορισμούς ή εξαιρέσεις όπως η «ανεξαρτησία» των (ευγενών) συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών ταμείων από τους υπόλοιπους.

Το κύριο χαρακτηριστικό ενός φόρου υπέρ τρίτου είναι ότι αντί να εξυπηρετεί το σύνολο, όπως εκ κατασκευής οφείλει να κάνει ο κάθε φόρος, χρηματοδοτεί κάποια συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα. Για αυτό, εναλλακτικά της λέξης φόρος, χρησιμοποιούνται οι όροι εισφορά, τέλος, πόρος, δικαίωμα, κράτηση, πάντα υπέρ κάποιου οργανισμού, νομικού προσώπου, ασφαλιστικού ή επικουρικού ταμείου κ.ο.κ.

Τα προστατευόμενα επαγγέλματα στην Ελλάδα αποτελούν σημαντικό μέρος του κοινωνικού ιστού, ιδιαίτερα στο ειδικό βάρος τους και στη σχέση τους με την κεντρική εξουσία, ενώ έχουν δημιουργηθεί σταδιακά, σε μια περίοδο πολλών δεκαετιών. Το μοντέλο βάσει του οποίου αναπτύχθηκε η χώρα προέβλεπε την επαγγελματική (ορθότερα οικονομική) προστασία και ενίσχυση κάποιων ομάδων σε βάρος του συνόλου. Οι φόροι υπέρ των τρίτων συνήθως εισπράττονται επιβαρύνοντας διάφορες συναλλαγές, ειδικά όταν αυτές είναι αναπόφευκτες (π.χ. αγορά φαρμάκων, μεταβιβάσεις ακινήτων, συμβολαιογραφικές πράξεις, παραστάσεις σε δικαστήρια, αγγελιόσημο κ.ο.κ.).

Η ανάλυση του φαινομένου της ύπαρξης κλειστών επαγγελμάτων και των φόρων υπέρ τρίτων συχνά επικεντρώνεται στο πολιτικό κόστος που είχαν οι αναγκαίες αλλαγές. Ομως οι προστατευόμενες ομάδες ήταν, και εξακολουθούν να είναι, αριθμητικά ελάχιστες, ακόμα και αν αθροιστούν όλες σε σχέση με το σύνολο. Αυτό που αναφέρεται ως πολιτικό κόστος ήταν σχεδόν πάντα η εφαρμογή ενός άρρητου συμβολαίου της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας με τις συντεχνιακές ηγεσίες, που προέβλεπε την εξής ρήτρα: «Θα διατηρώ ρυθμίσεις προστασίας και εσύ θα με αφήνεις ήσυχο στο υπόλοιπο έργο μου». Κανένας υπουργός δεν ήθελε να απολογείται στα τηλεοπτικά κανάλια για τα προβλήματα που δημιούργησε κάποια επαγγελματική συντεχνία. Οταν αναγκάστηκαν να το κάνουν κάτω από την πίεση του Μνημονίου, το συμβόλαιο έσπασε και το σύστημα παρουσίασε ρωγμές.

Λόγω της ελκυστικής οικονομικής προστασίας, όλα τα χαρακτηριζόμενα κλειστά επαγγέλματα εμφανίζουν υπεράριθμες αναλογίες σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες χώρες. Αυτός ο υπερπληθυσμός μάλιστα, ενώ είναι αποτέλεσμα των προνομίων, χρησιμοποιείται (και λογικά) σαν απόδειξη ότι δεν υφίστανται κλειστά επαγγέλματα. Για να λύσουν αυτή την εξίσωση οι ξένοι δανειστές μας, και αφού εξαντλήθηκαν σε μάχες νομοθετημάτων που ψηφίζονταν και μετά ξαναδιορθώνονταν, φαίνεται να έχουν υιοθετήσει και την τραγική τακτική της βίαιης απομείωσης των υπεράριθμων επαγγελματιών μέσω της οικονομικής τους χρεοκοπίας.

Για να έχει αιτιολογική βάση ο οποιοσδήποτε φόρος υπέρ τρίτου, πρέπει υποχρεωτικά να υπάρχουν (ή απλά να ανακαλύπτονται) κοινωνικοί λόγοι επιβολής του. Κατά κανόνα οι σκοποί είναι ανώτεροι, όπως ανταμοιβή κοινωνικού ρόλου, κατοχύρωση επαγγελματικής ανεξαρτησίας, απαγόρευση αθέμιτου ανταγωνισμού και άλλα σημαντικά ή απλώς βαρύγδουπα. Ετσι κατά κανόνα τα προστατευόμενα επαγγέλματα χαρακτηρίζονται λειτουργήματα. Αυτός και μόνο ο χαρακτηρισμός είναι αρκετός για να υπάρχουν κατώτατες (ή νόμιμες ή όπως αλλιώς θέλετε) αδιαπραγμάτευτες αμοιβές σε καθεστώς κατά τα λοιπά καπιταλιστικής ανοιχτής αγοράς. Η απαγόρευση διαπραγμάτευσης της αμοιβής και το αναπόφευκτο πληρωμής του υπέρ τρίτου φόρου αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του όλου συστήματος, που συνοδεύονται από φληναφήματα του τύπου «ο ανταγωνισμός δεν συνεπάγεται αυτοδίκαια την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας παροχής υπηρεσιών και προϊόντων» ή «με το άνοιγμα των επαγγελμάτων ο κοινωνικός ρόλος των επαγγελματιών φαλκιδεύεται όταν δεν διασφαλίζονται οι ελάχιστες αμοιβές τους». Οπως και το αμίμητο «το Ταμείο/οργανισμός/επιμελητήριό μας δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό», και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ο φόρος έχει εισπραχθεί κατευθείαν από την πηγή. Επίσης γίνεται επίκληση στο δίκαιο και τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που δήθεν θεωρεί θεμιτούς τους κρατικούς περιορισμούς που επιβάλλονται για την άσκηση επαγγελμάτων χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Φυσικά αυτό αποτελεί παράδοξο όταν έχουμε καταδικαστεί επανειλημμένα για μη συμμόρφωση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης στην ομιλία του για τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης ανέφερε ότι «δεν θέλει νεόπτωχους τους δικηγόρους». Πόσες πιθανότητες θα δίνατε να αλλάξει κάτι στο θέμα του επαγγέλματος ή των φόρων που το συνοδεύουν; Δυστυχώς, επειδή η θεμελιώδης λογική είναι ίδια, για να υπάρχει η προστασία σε έναν κλάδο, αναγκαστικά πρέπει να προστατεύονται όλοι. Αυτός είναι και ο συνεκτικός δεσμός πίσω από συνασπισμούς ετερόκλητων επαγγελμάτων όπως γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί μαζί με ταξιτζήδες και μεταφορείς, σε έναν αγώνα ξεχωριστών συμφερόντων αλλά κοινής λογικής. Προς επίρρωση των παραπάνω, αναφέρεται ότι όταν ανακαλύφθηκε κάποιος επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής να έχει αμοιβές ανώτερες από δικαστικούς, τότε όλος ο κλάδος δικαιούνταν αναδρομικά τη διαφορά. Με τη σειρά τους, καμιά πεντακοσαριά πρώην πατέρες του έθνους διεκδίκησαν και αυτοί δικαστικά την εξίσωση της διαφοράς, σε μια χώρα που τρεκλίζει στον γκρεμό της χρεοκοπίας. Κατά συνέπεια είτε το θέμα θα λυθεί ολοκληρωτικά είτε θα παραμείνει ολόκληρο άλυτο, αλλιώς θα πυροδοτηθούν συμπεριφορές «γιατί εμείς και όχι οι άλλοι». Οι φόροι υπέρ τρίτων θα πρέπει να καταργηθούν με ένα μόνο άρθρο.

Είναι σοβαρό λάθος να ζητάμε από ανθρώπους που είχαν συνδικαλιστικό παρελθόν σε έναν επαγγελματικό κλάδο ή μέσα από την κλασική δημοσιοϋπαλληλία να ηγηθούν αλλαγών που θα περιορίσουν προνόμια και να διαχειριστούν θέματα που απέτυχαν στο παρελθόν, όσο ορθολογικές ή δίκαιες μπορεί να είναι οι αλλαγές. Αντιθέτως, οι προσαρμογές πρέπει υποχρεωτικά να προταθούν από ανεξάρτητες αρχές και επιτροπές, αν θέλουμε να υπάρχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.

*Ο κ. Κ. Μαρκάζος είναι οικονομικός διευθυντής της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων Pasal Development.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ