20 Δεκεμβρίου 2017

Το ράλι των ομολόγων: Αλήθειες και ψέμματα

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Δεν έχουν τέλος οι πανηγυρισμοί κυβερνητικών στελεχών για τη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, τονίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι επιστρέψαμε σε προ κρίσης επίπεδα. Είναι πολύ λογικό η κυβέρνηση να υπερτονίζει τη μείωση των επιτοκίων. Ποιος, άλλωστε, δεν θέλει να υποχωρήσει το κόστος δανεισμού της χώρας σε φυσιολογικά επίπεδα και να επανέλθουμε στην κανονικότητα;


Χθες στη Βουλή, ο υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, κατέθεσε ένα γράφημα που δείχνει ότι η απόδοση των δεκαετών ομολόγων υποχώρησε κάτω από το 4%, φτάνοντας σε επίπεδο που είχε να καταγραφεί από το 2006. Την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, ο Αλέξης Τσίπρας... ενημέρωνε τους τραπεζίτες για την πολύ σημαντική αυτή εξέλιξη, υπογραμμίζοντας την επιστροφή του κόστους δανεισμού σε προ κρίσης επίπεδα. Δεν ισχύει, βέβαια, το ίδιο και για τις τράπεζες. Είχε, μάλιστα, προλάβει να ενημερώσει τον ελληνικό λαό, από τις Βρυξέλλες, για την έξοδο από την κρίση την περασμένη Παρασκευή.

Είναι όμως φυσιολογικό το επίπεδο του 3,9%-4%, που έφτασαν χθες τα 10ετή ομόλογα, για πόσο θα μείνουν εκεί και ποιος ορίζει την κανονικότητα;

Μια γρήγορη ματιά στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης και η σύγκρισή τους με τις αποδόσεις του 2006, αρκούν για να κατανοήσουμε την τεράστια διαφορά μεταξύ της σημερινής πραγματικότητας και της εποχής πριν από περίπου 11 χρόνια. Είναι θέμα, λοιπόν, πραγματικότητας.

Έχουμε και λέμε: Αυστρία, Ιρλανδία, Γερμανία, Φινλανδία, Γαλλία και η πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης πλήρωναν το 2006 μεταξύ 3,7%-4% για να δανειστούν για 10 χρόνια, όσο δηλαδή πλήρωνε και η Ελλάδα. Σήμερα, όλες αυτές οι χώρες πληρώνουν επιτόκια κοντά στο 0,5%, με τη Γερμανία να εμφανίζει το χαμηλότερο επιτόκιο (0,358%) και τη Γαλλία το υψηλότερο (0,69%). Επιτόκια που αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό είναι αρνητικά.

Το spread μεταξύ των ελληνικών ομολόγων και των αντίστοιχων άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ δεν ξεπερνούσε τις 30-40 μονάδες βάσης το 2006, σήμερα κυμαίνεται μεταξύ 320-370μ.β. Είναι δηλαδή έως και 3,7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο, που σημαίνει ότι πληρώνουμε πάνω από 8 φορές μεγαλύτερα επιτόκια. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η χώρα μας σήμερα βρίσκεται αρκετές ταχύτητες πίσω από το «άρμα» της Ευρωζώνης που τρέχει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα προς την ανάπτυξη. Άρα, δεν επιστρέψαμε στην προ κρίσης πραγματικότητα, αλλά μόνο στο ίδιο επιτόκιο, αφού σήμερα η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική για όλους.

Παρόμοιες διαφορές έχουμε και σε σύγκριση με τα ομόλογα της περιφέρειας και κυρίως της Κύπρου και της Πορτογαλίας, καθώς η Ιρλανδία έχει κάνει μεγάλα άλματα. Λίγο πάνω από το 1,5% διαμορφώνεται το δεκαετές της Κύπρου, ελαφρώς χαμηλότερα το αντίστοιχο επιτόκιο για την Πορτογαλία.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε επίπεδο πιστοληπτικής ικανότητας, όπως αυτή αξιολογείται από τους τρεις μεγάλους οίκους, Moody' s, Standard & Poor's και Fitch. Η αξιολόγηση της Ελλάδας το 2006, όταν το επιτόκιο δανεισμού ήταν κοντά στο 3,9%, διαμορφωνόταν σε «Α» από την S&P και την Fitch και μία βαθμίδα υψηλότερα σε «Α1» από τη Moody's (δείτε στο τέλος του κειμένου τον πίνακα με τις βαθμίδες). Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θεωρούνταν μεσαίας επενδυτικής βαθμίδας. Σήμερα η Moody's μας βαθμολογεί 13 βαθμίδες χαμηλότερα και οι S&P και Fitch 10 βαθμίδες χαμηλότερα, με τη χώρα μας να έχει παρόμοια πιστοληπτική ικανότητα με χώρες όπως... το Ιράκ.

Άρα, πως γίνεται να επιστρέψαμε στα προ κρίσης επίπεδα; Επίσης, σήμερα, η ελληνική είναι η οικονομία με τον μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και σαφέστατα η χώρα με τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, διαθέτει την υψηλότερη ανεργία, το μεγαλύτερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων και καταγράφει πολλές άλλες θλιβερές πρωτιές, όπως ότι πέφτει έξω σε όλους τους στόχους.

Τι λένε οι αναλυτές για το ράλι

Η γρήγορη εξέλιξη των συζητήσεων για την τρίτη αξιολόγηση, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη πρόθεση του πρωθυπουργού να συμφωνήσει σε όλα έχουν αρχίσει να δημιουργούν προσδοκίες. Αναλυτές εκτιμούν ότι η επιτυχημένη ανταλλαγή των 20 ομολόγων του PSI από τον ΟΔΔΗΧ, ενίσχυσε το υφιστάμενο κλίμα και οδηγεί το ελληνικό δημόσιο σε νέα έξοδο στις αγορές με επταετές ομόλογο τον ερχόμενο Ιανουάριο. Μάλιστα, οι πληροφορίες θέλουν τον στόχο της κυβέρνησης να είναι για επιτόκιο της τάξης του 3,5%, στόχος που δεν θεωρείται ανέφικτος. Οι ίδιοι σημειώνουν ότι η πιο ασφαλής επιλογή για τον ΟΔΔΗΧ, όταν αποφασίσει να βγει στις αγορές για 10ετή δανεισμό είναι να κάνει «συμπληρωματική» έκδοση, πάνω δηλαδή σε υφιστάμενο ομόλογο.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Από τη μία πλευρά, αναλυτές ομολόγων σημειώνουν ότι μπαίνει νέο χρήμα στα ελληνικά ομόλογα, αυξάνεται το βάθος και η εμπορευσιμότητα και αυτό είναι γεγονός ιδιαίτερα θετικό. Στον αντίποδα, ωστόσο, προειδοποιούν ότι στις προσδοκίες των επενδυτών συνυπολογίζονται οι εκτιμήσεις για μία νέα πιστοληπτική γραμμή στήριξης προς την Ελλάδα, έστω προληπτική μετά τον Αύγουστο. Αυτό σημαίνει ότι τα σημερινά επιτόκια θα ήταν πολύ πιο χαμηλά αν οι επενδυτές γνώριζαν ότι θα προχωρούσαν οι μεταρρυθμίσεις και μετά το μνημόνιο. Ή, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «αν εδώ και δύο χρόνια είχαν εφαρμοστεί χωρίς πολύμηνες καθυστερήσεις και παλινωδίες όλα αυτά που τελικά εφαρμόστηκαν».

«Η Ελλάδα θα μπορούσε να δανείζεται σήμερα χαμηλότερα ακόμη και από την Ιταλία που δανείζεται στη δεκαετία με 1,9%. Αρκεί να είχε ολοκληρώσει με τη σημερινή ταχύτητα τη δεύτερη – ούτε καν την πρώτη – αξιολόγηση και οι ελληνικοί τίτλοι είχαν συμπεριληφθεί στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ», σημειώνει αναλυτής μεγάλου επενδυτικού οίκου από το City του Λονδίνου. «Τα οφέλη για την ελληνική οικονομία σε ένα περιβάλλον ευρωπαϊκής ανάκαμψης θα ήταν μεγάλα, ενώ οι τράπεζες θα ξεκινούσαν από εντελώς διαφορετική αφετηρία τα stress tests. Ίσως το διάστημα που διανύουμε, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για να καταλάβει η ελληνική κυβέρνηση τι έχασε με τις αχρείαστες καθυστερήσεις», προσθέτει.

Όσο για την αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου, υποστηρίζουν ότι τα σημερινά επιτόκια και δεδομένα δεν ταιριάζουν με την αξιολόγηση. Έτσι είναι πολύ πιθανό να δούμε μέσα στους επόμενους μήνες αναβαθμίσεις, αλλά και κάτι παράδοξο, όπως νέα άνοδο της απόδοσης, σε δεύτερο χρόνο, πάνω από το 4,5%. Καταλήγουν, λέγοντας, ότι όλα θα κριθούν από τη σχέση μεταξύ Ελλάδας-δανειστών που θα συμφωνηθεί για τη μεταμνημονιακή περίοδο και από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, καθώς η λύση για το χρέος καθυστερεί.


http://www.liberal.gr/arthro/182336/oikonomia/2017/to-rali-ton-omologon-alitheies-kai-psemmata.html