09 Δεκεμβρίου 2017

Ανάλυση: Γιατί η επίσκεψη Ερντογάν ήταν διπλωματικό πλήγμα για την Ελλάδα

Του Ζήνωνα Τζιάρρα*

Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα είναι τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Αθήνα. Πέρα από την ενίσχυση των οικονομικών, εμπορικών και τουριστικών δεσμών που αποτελούν τομείς χαμηλής πολιτικής, στα εθνικά θέματα υψηλής πολιτικής όχι απλά δεν σημειώθηκε κάποια πρόοδος αλλά επιβεβαιώθηκε η ένταση μεταξύ των δύο μερών. Από αυτή την άποψη ο στόχος της συνάντησης, για εποικοδομητική επικοινωνία και τη δημιουργία ενός θετικού κλίματος, δεν επετεύχθη. Αντιθέτως η επικοινωνιακή πολεμική ήταν εμφανής σε όλα τα επίπεδα και στις ουσιαστικές διαφορές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


Όπως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο, ο πρόεδρος Ερντογάν άδραξε κάθε δυνατή ευκαιρία –ακόμα και εν μέσω μιας μίνι διάλεξης Διεθνούς Δικαίου από τον Έλληνα πρόεδρο– για να εκφράσει τις τουρκικές θέσεις και να διευρύνει την ατζέντα των διμερών θεμάτων κάνοντας λόγο –μεταξύ άλλων– για επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Οι απόψεις του Τούρκου προέδρου για το εν λόγω θέμα δεν αποτελούν είδηση αλλά αυτή τη φορά εκφράστηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο εντός Ελλάδας και, σε συνάρτηση με τη στάση του ιδιαίτερα στο θέμα της δυτικής Θράκης, περιπλέκουν τη σχέση των δύο χωρών και τη δυναμική των όποιων προσπαθειών επίλυσης των διμερών προβλημάτων.

Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα κατά τη κοινή διάσκεψη τύπου ήταν ομολογουμένως καίριες και ορθές τόσο για το ζήτημα του Κυπριακού όσο και για τις θρησκευτικές μειονότητες, όπως εξ άλλου θα ανέμενε κανείς. Βεβαίως και ο Ερντογάν πρόβαλλε σταθερά και αμετάκλητα την τουρκική γραμμή για όλα τα ζητήματα επιρρίπτοντας ξανά ευθύνες στους Ελληνοκύπριους για το αδιέξοδο στο Κυπριακό αλλά και την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004. Επικοινωνιακά, πέρα από την εμφανή κόπωση και ενίοτε τον εκνευρισμό, η γλώσσα του σώματος του Ερντογάν χαρακτηριζόταν από μια αυτοαντίληψη εξουσίας, κάποτε αδιαφορία και απαξίωση μπροστά στις Ελληνικές θέσεις.

Πάντως κοιτάζοντας τα πράγματα εντελώς ψυχρά, η κατ’ επανάληψη πρόσκληση του Ερντογάν σε διάλογο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών που περιλαμβάνουν και τα θέματα της Συνθήκης της Λωζάνης λειτουργεί εν μέρει υπέρ του. Στο βαθμό που δημιουργεί την εντύπωση ότι η Τουρκία είναι ανοικτή στο διάλογο και διατηρεί μια διαλλακτική στάση. Ωστόσο πολλά από τα θέματα για τα οποία ο Ερντογάν προτείνει διάλογο και διαπραγμάτευση είναι για την ίδια την Ελλάδα μη διαπραγματεύσιμα και δεν αποτελούν μέρος της διμερούς ατζέντας, γι’ αυτό και ο διάλογος σε αυτή την περίπτωση θα σήμαινε τη δημιουργία νέων προβλημάτων και όχι την επίλυση παλιών. Οι δηλώσεις όμως του Ερντογάν αποτελούν πλέον γεγονός και διπλωματικό πλήγμα στην Ελλάδα.

Επιπλέον η κατά τα άλλα διαχρονική τουρκική προσέγγιση δείχνει ακόμα μια φορά ότι η Άγκυρα προκρίνει έναν διάλογο που έχει βάση πολιτική και όχι νομική. Με άλλα λόγια, μπορεί η Συνθήκη της Λωζάνης ως τέτοια να μην γίνεται να αναθεωρηθεί ή να επικαιροποιηθεί «στα χαρτιά», εντούτοις, κάποιες από τις πτυχές τις θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν εκ των πραγμάτων εάν μεταβληθούν τα επί του εδάφους δεδομένα ή εάν προκύψει διμερής συμφωνία για συγκεκριμένα θέματα. Κάπου εδώ διαφαίνεται και η αδυναμία της ελληνικής πλευράς η οποία εξ ανάγκης προβάλλει το Διεθνές Δίκαιο με κάθε ευκαιρία αδυνατώντας να προσμετρήσει πως η πολιτική και η εθνική ισχύς παρεμβάλλεται στην ερμηνεία και διαμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου. Άρα ποια μαθήματα είναι πιο σημαντικά, αυτά του Δικαίου που κάνει η Ελλάδα στην Τουρκία ή αυτά της πολιτικής που κάνει η Τουρκία στην Ελλάδα;

Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα λειτουργεί για την Τουρκία ως πλατφόρμα και πύλη προς τη «Δύση» –τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το «δυτικό» αυτό βήμα χρησιμοποίησε ο Ερντογάν για να μιλήσει για τη Λωζάνη χτυπώντας «μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια»: αφενός την Ελλάδα και τα μεταξύ τους ζητήματα, αφετέρου τους άλλους δυτικούς της εταίρους και τα ανοιχτά-φλέγοντα ζητήματα της Μέσης Ανατολής (βλ. Συρία, Ιράκ, Κουρδικό) που σχετίζονται επίσης με τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη γεωπολιτική της ευρύτερης περιοχής.
Το ερώτημα είναι, πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τον ρόλο και τη σημασία που εκ των πραγμάτων απέκτησε τόσο για την Δύση όσο και για την Τουρκία διευρύνοντας και ξεπερνώντας τη συνηθισμένη της ρητορική και πολιτική που παραμένει σχεδόν εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και τις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις;


*O Ζήνωνας Τζιάρρας ειναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήματος Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστημίου Κύπρου

http://www.onalert.gr/stories/ma8hmata-dikaou-politikhs-episkepsh-erdogan/61355