05 Ιανουαρίου 2018

Κασιμάτης: Το κουβάρι με τους «οκτώ»

[ΦΩΤΟ-Βρείτε τον Λαφαζάνη. Κάπου εκεί θα είναι οπωσδήποτε…]

Ο​​πως σε κάθε άλλη περιπέτεια στην οποία μπλέκει κατά καιρούς η κυβέρνηση, έτσι και στην υπόθεση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, η ευθύνη για την επικίνδυνη τροπή είναι πρωτίστως δική της – και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι του πρωθυπουργού προσωπικώς, για όσα τον έκανε η επιπολαιότητά του να υποσχεθεί στον Ερντογάν. Με τις διαστάσεις που έχει πάρει, το ζήτημα δεν απειλεί μόνον τις ελληνοτουρκικές σχέσεις· επηρεάζει και τις σχέσεις της χώρας με την Ευρώπη, ενδεχομένως και τις εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο της κυβέρνησης για τον έλεγχο της Δικαιοσύνης.
Εν τέλει, από την έκβαση της υπόθεσης κρίνεται το είδος της δημοκρατίας που έχουμε στη χώρα. Είναι η γνωστή φιλελεύθερη δημοκρατία, του τύπου που αναπτύχθηκε στη Δύση, ή συγγενεύει περισσότερο με το είδος της δημοκρατίας που προσφάτως μας παρουσίασε από την Αθήνα ο Ερντογάν; (Ειδικά, όταν με απαράμιλλη γλαφυρότητα μας εξήγησε –για να καταλάβουμε, επειδή δεν ξέρουμε– γιατί μια πολιτικά ελεγχόμενη αστυνομία αρκεί για την απόδοση δικαιοσύνης...)

Δεν κινδυνεύουμε μόνον από τον ανισόρροπο γείτονα, για τον οποίο η υπόθεση έχει γίνει εμμονή. Οι ομαλές διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία είναι προϋπόθεση για να λειτουργήσει η συμφωνία της Ευρώπης με την Τουρκία για τον έλεγχο του μεταναστευτικού. Η τήρηση αυτής της συμφωνίας είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία, ακριβώς επειδή η εσωτερική πολιτική της Ενωσης για την αναλογική κατανομή προσφύγων στις χώρες-μέλη απέτυχε παταγωδώς. Ολοι το ξέρουν· απλώς, παριστάνουν ότι δεν συμβαίνει. Περνούν μπροστά από το πτώμα της κοινής πολιτικής, του λένε καλημέρα και συνεχίζουν σαν να είναι όλα φυσιολογικά.

Αν όμως, εξαιτίας μιας σοβαρής επιδείνωσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι γείτονες ανοίξουν τον δρόμο των προσφύγων, η αναγνώριση της αποτυχίας για την Ευρώπη θα είναι αναπόφευκτη. Πέραν των άλλων και επειδή θα είναι αδύνατο για τις ελληνικές αρχές να ελέγξουν το πλήθος των προσφύγων, οι οποίοι πολύ γρήγορα θα βρουν τους δρόμους προς την Ευρώπη. Σήμερα, έχουμε περί τις 15.000 στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και βλέπουμε τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου για τις άθλιες συνθήκες που τους προσφέρει το ελληνικό κράτος. Ας φαντασθούμε τι θα γίνει εάν ξαφνικά αρχίσουν πάλι να έρχονται κατά εκατοντάδες καθημερινά. (Προσωπικώς, με την όποια γνώση έχω αποκτήσει περί των δυνατοτήτων του ελληνικού κράτους, δεν θα απέκλεια ακόμη και να το καταλάβουν! Οχι, βέβαια, επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν τέτοιους σκοπούς, αλλά επειδή αμφιβάλλω αν θα βρεθεί κανείς να τους εμποδίσει...)

Επειτα, είναι το θέμα της Δικαιοσύνης, η οποία δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει τη χάρη στην κυβέρνηση. Οταν το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής εκδόθηκε η θετική απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασύλου (αυτή για την οποία η κυβέρνηση κατέθεσε αίτηση ακύρωσης), οι δικηγόροι των Τούρκων φυγάδων δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Η χαρά τους ήταν ανέλπιστη, διότι περίμεναν αρνητική απόφαση, καθώς η σύνθεση της συγκεκριμένης επιτροπής, η οποία θα κρίνει και τις αιτήσεις των άλλων επτά, ήταν από δικαστές «πολύ δύσκολους».

Φυσικά, με όσα συνέβησαν έκτοτε, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι η πρώτη απόφαση προδικάζει τις επόμενες; Πάντως, είναι μια σαφής ένδειξη ότι οι δικαστές δεν θα επιτρέψουν να αμφισβητηθεί η ανεξαρτησία της κρίσης τους από την κοινή γνώμη. Θα την υπερασπισθούν έναντι των κυβερνητικών επιθυμιών, ακριβώς επειδή έχουν προηγηθεί οι άκομψες (έως και χυδαίες, όπου εμπλέκεται ο Πολάκης) προσπάθειες της κυβέρνησης να τη θέσει υπό τον έλεγχό της. Στο κάτω κάτω, μετά το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο περνάει πλέον η υπόθεση του πρώτου από τους οκτώ μετά την αίτηση ακύρωσης, ποιος περιμένει την κυβέρνηση στο βάθος; Ο καλύτερός της φίλος! Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με το οποίο ο πόλεμος είναι ανοικτός...

Είτε μας αρέσει είτε όχι, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή στο θέμα παρά να εξαντλήσει τα ένδικα μέσα, εφόσον ο Τσίπρας έκανε τη μέγιστη ανοησία να δεσμευθεί προσωπικώς στον Ερντογάν – κάτι που ο Τούρκος πρόεδρος το αναφέρει επανειλημμένα, χωρίς ποτέ να έχει ακουσθεί ούτε κιχ από ελληνικής πλευράς. Η αιτιολόγηση, όμως, των ενεργειών της είναι επιεικώς άστοχη – ίσως επειδή, κατά κύριο λόγο, έχει αφεθεί στις ικανότητες του κυβερνητικού εκπροσώπου Δ. Τζανακόπουλου. Αυτός πρέπει να ήταν, αν θυμάμαι καλά, που απέδωσε την αίτηση ακύρωσης που κατέθεσε η κυβέρνηση, στην «πάγια πολιτική μας» να μη συμπαθούμε «πραξικοπηματίες».

Κατ’ αρχάς, πώς ξέρει η κυβέρνηση ότι αυτοί οι οκτώ φυγάδες είναι πραξικοπηματίες; Επειδή το λέει ο Ερντογάν, φαντάζομαι· άλλη απάντηση δεν υπάρχει. Είναι βέβαιο –πάντα συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις και ειδικά σε χώρες με ιδιόρρυθμη δημοκρατία– ότι οι μαζικές συλλήψεις που ακολούθησαν την καταστολή του πραξικοπήματος έδωσαν την ευκαιρία στο καθεστώς Ερντογάν να καθαρίσει και διάφορους άλλους πολιτικά ανεπιθύμητους. Είναι βέβαιο, δηλαδή, ότι με το πρόσχημα του πραξικοπήματος διώκονται και αθώοι άνθρωποι. Η κυβέρνηση, όμως, εμπιστεύεται τον Ερντογάν.

Γιατί όχι, αφού το είπε ο ίδιος στον Τσίπρα;

Μια ιδέα σχετικώς, την οποία άκουσα μόλις προχθές από έγκυρο και διεθνώς διακεκριμένο νομικό, είναι ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να επικαλεσθεί κάποια ηθική υποχρέωση έναντι της Τουρκίας, λόγω της συμμετοχής και των δύο χωρών στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου εντάχθηκαν το 1949 ταυτοχρόνως. Ακούγεται ωραίο – σχεδόν συναρπαστικό. Αλλά πώς να κρίνω; Αφενός, δεν έχω νομική κατάρτιση και, αφετέρου, την ώρα που ο φίλος ανέπτυσσε την ιδέα καταβρόχθιζε φετούλες μπριός, με λίγη μαρμελάδα σύκο (από τη Νίσυρο) και από πάνω γαλλικό φουαγκρά. Σε τέτοιες στιγμές απόλαυσης, οι άνθρωποι λένε διάφορα...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ