[Τι έχουμε εδώ; Ο Μαρής με το ΣΔΟΕ Τσίπρα προσπαθεί να εξοντώσει τους ανταγωνιστές του;]
Υπολογισμένο με εντελώς λάθος τρόπο και κατ’ επέκταση μη εισπράξιμο είναι το υπέρογκο πρόστιμο των 186,7 εκατ. ευρώ το οποίο και επιβλήθηκε σε θυγατρική εταιρεία του ομίλου GVC η οποία δραστηριοποιείται στην Ελλάδα μέσω της Sportingbet.
Το πρόστιμο αφορά οφειλές που αφορούν τα έτη 2010 και 2011 και όπως εξηγούν στο insider.gr έμπειροι φοροτεχνικοί, όχι μόνο είναι αδικαιολόγητα υψηλό αλλά και αναμένεται να καταπέσει στα δικαστήρια, στα οποία ήδη έχει προσφύγει η εταιρεία.
Μάλιστα, την ίδια εκτίμηση συμμερίζονται και οι Times του Λονδίνου, οι οποίοι σε δημοσίευμα τους επικαλούνται αναλυτές της Berenberg που τονίζουν ότι η έφεση που άσκησε η GVC κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει δεκτή και πως «οι ελληνικές αρχές υπερβάλλουν κατά πολύ στο ποσό που φέρεται να οφείλει η εταιρεία σε φόρους».
Επιπλέον, η βρετανική επενδυτική εταιρεία Peel Hunt, στο ίδιο δημοσίευμα, δεν διστάζει να λοιδορήσει τις ελληνικές αρχές για το υπέρογκο ύψος του προστίμου, αναφέροντας στους πελάτες της ότι η υπόθεση «δεν βγάζει νόημα, αλλά αναδεικνύει ότι η οικονομική κατάσταση της GVC είναι καλύτερη από αυτή του ελληνικού κράτους».
Και αυτό γιατί, ενώ η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι οι στοιχηματικές εταιρείες οφείλουν να παρακρατούν φόρο 10% επί των κερδών που δίνουν στους παίκτες, το εν λόγω πρόστιμο υπολογίστηκε επί του συνολικού τζίρου, ο οποίος περιλαμβάνει και το ποσό που πόνταρε ο παίχτης.
Έτσι, όπως εξηγούν, η εταιρεία βρέθηκε μεν αντιμέτωπη με ένα υπέρογκο πρόστιμο, το οποίο και προκάλεσε εντυπώσεις, η πραγματικότητα όμως απέχει παρασάγγας από τα νούμερα αυτά.
Φορολογικοί αλλά και νομικοί κύκλοι τονίζουν στο insider.gr ότι το εν λόγω πρόστιμο όχι μόνο είναι μαχητό, αλλά και αν προκύψει οφειλή, αυτή δεν θα έχει καμία σχέση με την τρέχουσα. Ενδεικτικό είναι ότι το εν λόγω πρόστιμο, σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας GVC είναι «σημαντικά υψηλότερο τα συνολικά έσοδα της θυγατρικής της στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της περιόδου».
Για να εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, φέρνουν το παράδειγμα ενός παίκτη, ο οποίος πόνταρε 100 ευρώ σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, με απόδοση 1,10. Εφόσον κερδίσει, θα πιστωθούν στο λογαριασμό του 110 ευρώ, από τα οποία όμως μόνο τα 10 ευρώ είναι κέρδος, καθώς τα υπόλοιπα 100 είναι το αρχικό κεφάλαιο που στοιχημάτισε. Έτσι, με βάση την κείμενη νομοθεσία, η εταιρεία οφείλει να παρακρατήσει το 10% επί των κερδών, δηλαδή στο συγκεκριμένο παράδειγμα 1 ευρώ.
Εντούτοις, και παρά τα όσα αναφέρονται ρητώς και σε κείμενο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι η βάση υπολογισμού του προστίμου είναι το σύνολο του ποσού, δηλαδή στο παραπάνω παράδειγμα τα 120 ευρώ. Έτσι, υποστηρίζουν η εταιρεία έπρεπε να καταβάλει σε φόρους 11 ευρώ και άρα υπολόγισαν το πρόστιμο με βάση αυτό. Κάτι όμως που αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία αλλά και δεν βγάζει νόημα, καθώς ο παίκτης, παρόλο που πέτυχε στην πρόβλεψή του, βγαίνει χαμένος, καθώς κέρδισε 10 ευρώ αλλά θα πρέπει να πληρώσει 11 σε φόρο!
Μάλιστα, κύκλοι της αγοράς ανέφεραν ότι η πρακτική αυτή μόνο εντυπώσεις δημιουργεί και εν τέλει λειτουργεί ως «μπούμερανγκ» για τις φορολογικές αρχές. Και αυτό γιατί τα εν γνώσει τους υπέρογκα πρόστιμα εγγράφονται ως έσοδα, όμως ποτέ δεν εισπράττονται, καθώς καταπίπτουν στο δικαστήριο, δημιουργώντας εν τέλει στρεβλή εικόνα για τα φορολογικά έσοδα και την εισπραξιμότητά τους.