Σελίδες

08 Δεκεμβρίου 2025

Η μάχη της Χωροφυλακής με τον ΕΛΑΣ στου Μακρυγιάννη (6-18 Δεκεμβρίου 1944)


Μια μάχη που έκρινε πολλά, όπως την περιγράφουν ο Διοικητής του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, Γεώργιος Σαμουήλ, ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, ο ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας Ιωάννης Μπουγάς και άλλοι

Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των «Δεκεμβριανών» του 1944 στην Αθήνα ήταν η επίθεση ισχυρών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών, το οποίο στεγαζόταν στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη, κάτω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Μελετώντας διάφορες πηγές για το σημερινό άρθρο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε μια όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική εξιστόρηση των γεγονότων.

Τα στοιχεία για τη λεγόμενη «μάχη του Μακρυγιάννη» είναι αντικρουόμενα. Ένα από τα βασικά στοιχεία που έχει περάσει στην κοινή γνώμη είναι ότι η μάχη άρχισε και τελείωσε στις 6 Δεκεμβρίου 1944. Αυτό όμως δεν ισχύει. Η μάχη, με αυξομειούμενη ένταση έληξε στις 18/12/1944, όταν οι Ελασίτες έλυσαν την πολιορκία. Επίσης, αν και ο αριθμός των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη είναι γνωστός, από την αναφορά του Διοικητή του Συντάγματος Γεωργίου Σαμουήλ, ο ακριβής αριθμός των ανδρών του ΕΛΑΣ που επιτέθηκαν στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη παραμένει ασαφής. Το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκανδρος Κεπέσης κάνει μνεία για 10.000 άνδρες στο βιβλίο του «Ο Δεκέμβρης του 1944». Πρόκειται για εξωφρενικό αριθμό. Σίγουρα οι Ελασίτες ήταν πολλαπλάσιοι από τους Χωροφύλακες, σε καμία περίπτωση όμως 10.000. Ούτε οι 5.000 που αναφέρει ο Σαμουήλ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ας δούμε όμως περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορικής σημασίας «μάχη του Μακρυγιάννη».


Το στρατόπεδο Μακρυγιάννη

Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη και οι υπερασπιστές του

Οι στρατώνες του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη αποτελούνταν από ένα συγκρότημα παλαιών κτιρίων, κάτω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, στη συνοικία Μακρυγιάννη, όπου έμενε ο θρυλικός αγωνιστής του 1821. Το κτιριακό συγκρότημα χτίστηκε το 1836 σε σχέδια του Βαυαρού Υπολοχαγού Βάιλερ και χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Το 1890 ανακαινίστηκε από τη Βασίλισσα Σοφία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 τα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν για τον στρατωνισμό διαφόρων μονάδων του Στρατού. Από το 1936 χρησιμοποιήθηκε οριστικά για τη στέγαση Μονάδων και Τμημάτων της Χωροφυλακής. Εκτός από το κεντρικό κτίριο, το Διοικητήριο, όπου βρίσκονταν οι περισσότεροι θάλαμοι των ανδρών, τα άλλα κτίρια δεν παρείχαν καμία ασφάλεια για σοβαρή αντίσταση και άμυνα. Στο ιστορικό αυτό κτίριο στεγαζόταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών, Διοικητής του οποίου είχε αναλάβει από τις 24 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Σαμουήλ (1894-1965), από την Ιεράπετρα, Συνταγματάρχης Χωροφυλακής, τότε.


Προσαγωγές και συλλήψεις από τους Βρετανούς

Είναι χαρακτηριστικό ότι πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τη μικρασιατική εκστρατεία, καταπολέμησε λήσταρχους στη Βόρεια Ελλάδα και την Κρήτη, εξόντωσε Βούλγαρους κομιτατζήδες, ως Διοικητής Μονάδων Χωροφυλακής βέβαια, ενώ και στον εμφύλιο, ως Ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής Δυτικής Μακεδονίας πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στον Γράμμο, το Βίτσι και το Βέρμιο. Αργότερα διετέλεσε Αρχηγός της Χωροφυλακής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αριστεροί συγγραφείς τον χαρακτηρίζουν «δεξιό», αλλά «ικανό στρατιωτικό αντίπαλο», ενώ κεντρώοι και συντηρητικοί πολιτικοί μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τις ικανότητές του. Υποδιοικητής του Συντάγματος Μακρυγιάννη ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Σοφράς.

Το μεσημέρι της 5/12/1944 έφτασε στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη και ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κ. Κωστόπουλος, καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, που είπε στους Σαμουήλ και Σοφρά: «Η πατρίς κινδυνεύει συνάδελφοι. Ήρθα να πολεμήσω μαζί σας σαν απλούς στρατιώτης. Με δέχεσθε;». Ο Ιωάννης Μπουγάς, γράφει για τον Κωστόπουλο:" Ο Κωστόπουλος ήταν πρώην μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας, και προσήλθε εθελοντικά στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Με τις γνώσεις του, ως απόφοιτος της Σχολής Πολέμου, καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων και υπηρετήσας στον πόλεμο στα Οχυρά Μεταξά, προετοίμασε την άμυνα του Συντάγματος".

Φυσικά, ο Κωστόπουλος έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα και ανέλαβε επιτελικό ρόλο. Συμμετείχε στον καταρτισμό του σχεδίου άμυνας της Χωροφυλακής και θεωρείται μαζί με τους Σαμουήλ και Σοφρά, ως βασικός παράγοντας της νίκης επί του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με το σχέδιο άμυνας που καταστρώθηκε δημιουργήθηκαν επτά εξωτερικά φυλάκια, που είχαν ως σκοπό την καθυστέρηση της επιθετικής επιχείρησης και τη φθορά του εχθρού πριν αυτός φτάσει στον μαντρότοιχο των στρατώνων (δεύτερη γραμμή άμυνας). Τρίτη γραμμή άμυνας ήταν τα εσωτερικά κτίρια του στρατοπέδου.


Άνδρες της Ορεινής Ταξιαρχίας Ρίμινι, σε μπλόκο κατά τα Δεκεμβριανά

Τα εφτά φυλάκια ήταν: το 1ο, στη στέγη πολυκατοικίας επί των οδών Βύρωνος και Δ. Αρεοπαγίτου (στελεχωνόταν από 3 αξιωματικούς και 22 οπλίτες), το 2ο, στη στέγη της απέναντι πολυκατοικίας (3 αξιωματικοί, 22 οπλίτες), το 3ο, στη στέγη της πολυκατοικίας Πολυμεροπούλου επί της οδού Δ. Αρεοπαγίτου (3 αξιωματικοί, 18 οπλίτες), τα υποφυλάκια 3Α και 3Β, εκατέρωθεν του 3ου (1 αξιωματικός, 4 οπλίτες και 1 αξιωματικός, 10 οπλίτες, αντίστοιχα), το 4ο, στο μέσο της οδού Μητσαίων (1 αξιωματικός, 5 οπλίτες), το 5ο και το 6ο σε σπίτια της οδού Χατζηχρήστου (4 αξιωματικοί και 17 οπλίτες) και το 7ο στη συμβολή των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου (2 αξιωματικοί, 17 οπλίτες) (ΔΙΣ, «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος», σ. 125-127). Όσοι επάνδρωναν τα φυλάκια αυτά γνώριζαν ότι συμμετείχαν σε αποστολή αυτοκτονίας, όπως αποδείχθηκε και στην πράξη. Η σφοδρότητα των επιθέσεων του ΕΛΑΣ είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληψη και καταστροφή των φυλακίων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον Γ. Σαμουήλ, στις 5/12/1944 η δύναμη του Συντάγματος Μακρυγιάννη ήταν: 100 αξιωματικοί και Ανθυπασπιστές και 429 οπλίτες. Ανάμεσά τους ήταν 14 Υπολοχαγοί, Ανθυπολοχαγοί, Ανθυπασπιστές και Λοχίες του Πεζικού και ένας στρατιώτης ολμιστής, ο Αλέξανδρος Σουπιώνης. Αυτοί είχαν σταλεί από τη Σχολή Ευελπίδων, μαζί με δύο πυροβόλα των 37mm ευθυτενούς τροχιάς. Για όλους αυτούς, υπήρχαν μόνο 165 ιταλικά τυφέκια και 24 τυφέκια Μάνλιχερ Σερνάουερ, με 10.500 φυσίγγια για τα ιταλικά όπλα και 700 για τα Μάνλιχερ, 11 αυτόματα Στεν με 150 φυσίγγια για το καθένα, ένα πολυβόλο Μπρέντα με 600 φυσίγγια και 3 ατομικοί όλμοι με 20 βλήματα.

Στον λόγο του προς τους αξιωματικούς το απόγευμα της 5/12, ο Σαμουήλ κατέληγε με τη φράση: «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ». Οι αξιωματικοί επανέλαβαν τα λόγια αυτά και το «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ» έγινε σύνθημα στα χείλη όλων στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη.

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ

Σε μια αναφορά του ο Σαμουήλ, στο βιβλίο του «1944: Η ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ», κάνει μνεία για δύο Συντάγματα του ΕΛΑΣ που επιτέθηκαν στου Μακρυγιάννη. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ», περιγράφει αναλυτικά αυτές τις δυνάμεις. Επρόκειτο για μαχητές και μαχήτριες από τα: 1/1 Τάγμα (Νέα Σμύρνη, Φάληρο, Αγία Βαρβάρα, Γλυφάδα, Βούλα και Βουλιαγμένη), 2/1 Τάγμα (Καλλιθέα, Αγία Ελεούσα, Τζιτζιφιές, Χαροκόπου, Παλαιά Σφαγεία, Κουκάκι και Πλάκα), 1/2 Τάγμα (Νέος Κόσμος, γνωστός και ως Δουργούτι τότε, Κατσιπόδι, η σημερινή Δάφνη, Άγιος Ιωάννης Βουλιαγμένης) και 2/2 Τάγμα (Βύρωνας, Νέα Ελβετία, Παγκράτι, Υμηττός).


Σχεδιάγραμμα της μάχης του Μακρυγιάννη

Γιατί όμως είχε τόσο μεγάλη σημασία η κατάληψη του Στρατοπέδου Μακρυγιάννη; Γράφει ο Γ. Σαμουήλ: «Ο φράχτης του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, πρέπει με κάθε θυσία να σαρωθεί». Αυτή ήταν η εντολή προς όλα τα μάχιμα Συντάγματα του ΕΛΑΣ. Αν αυτό γινόταν, οι Ελασίτες θα κινούνταν ελεύθερα πλέον προς το Ζάππειο και στη συνέχεια τον Βασιλικό (σήμερα Εθνικό) Κήπο, τη Βουλή, την Πλατεία Συντάγματος, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» και το Κολωνάκι. Άλλωστε, στις 6 Δεκεμβρίου 1944, όταν ξεκίνησε η επίθεση του ΕΛΑΣ, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε υπό τον έλεγχό της κάποιες «νησίδες» μόνο στο κέντρο της Αθήνας. Πιθανή κατάληψη του Στρατοπέδου Μακρυγιάννη θα σήμαινε μάλλον το τέλος της και την ανάληψη της εξουσίας από το ΚΚΕ και τους συνοδοιπόρους του…

Λίγο πριν τη μάχη: μια συγκλονιστική περιγραφή του Γεώργιου Σαμουήλ

Το απόγευμα της 5/12 ο Σαμουήλ συνοδευόμενος από τον Διοικητή Εσωτερικής Αμύνης Ταγματάρχη Μπατσαλιά επιθεώρησαν τα φυλάκια. Ακολούθησε νέα επιθεώρηση από τον Κ. Κωστόπουλο που είχε αναλάβει Διοικητής Αμύνης και τον Διοικητή Εξωτερικής Αμύνης, Ταγματάρχη Ν. Συμινελάκη. «Το Σύνταγμα αγρυπνεί και περιμένει», γράφει ο Σαμουήλ και συνεχίζει: «Μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό. Από τις πρώτες νυχτερινές ώρες οι δρόμοι ερήμωναν. Οι Αθηναίοι πανικόβλητοι κλείνονταν στα σπίτια τους. Το κρύο ήταν δριμύ και η αγωνία πίεζε τα στήθη των κατοίκων. Αραιά και πού έφτανε ο αντίλαλος από ορυμαγδό όπλων και κροταλισμό πολυβόλων. Η μάχη του Δεκεμβρίου είχε βέβαια ήδη αρχίσει στις απομακρυσμένες συνοικίες και στρεφόταν εναντίον των Αστυνομικών Τμημάτων και των Υπηρεσιών Χωροφυλακής. Η τραγωδία του αναρχικού κινήματος έγραφε τον πρόλογό της, κατά τον τραγικό αυτό μήνα του αίματος και της σφαγής. Η μέρα της 5ης Δεκεμβρίου πέρασε με την ίδια εκνευριστική αναμονή και αγωνία. Αραιοί διαβάτες, ύποπτοι τύποι, που εξέταζαν τα γειτονικά σπίτια και μερικοί οπλοφόροι Ελασίτες κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Μόλις όμως νύχτωσε και το παγερό σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα, άρχισαν να ακούγονται διάφοροι θόρυβοι. Από μακριά η ηχώ μας έφερε συγκεχυμένες κινήσεις τροχοφόρων και βαδίσματα πολυάριθμων ανδρών. Οι χωροφύλακες τυλιγμένοι στους μανδύες τους περίμεναν με τα όπλα στα χέρια. Η μοιραία ώρα διαρκώς πλησίαζε. Είμαστε βέβαιοι πλέον ότι στις παρόδους των οδών Μακρυγιάννη και Μητσαίων συγκεντρώνονταν Ελασίτες».


Γεώργιος Σαμουήλ

Η μάχη αρχίζει…

Στις 5 π.μ. της 6ης Δεκεμβρίου 1944, ο Διοικητής της εξωτερικής άμυνας Ταγματάρχης Συμινελάκης, συνοδευόμενος από τον Μοίραρχο Κρέτσα και χωροφύλακες επιθεώρησε τα εξωτερικά φυλάκια και έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Ο Συμινελάκης χρειάστηκε 45’ για να κάνει αυτή τη διαδρομή. Ακριβώς στις 5.45 π.μ. ρίχτηκαν 6 πυροβολισμοί από περίστροφο, προερχόμενοι από γειτονικό σπίτι. Επρόκειτο προφανώς για το σύνθημα που περίμεναν οι Ελασίτες για να επιτεθούν. Επικεφαλής τους ήταν ο Συνταγματάρχης Τάσος Λάμπρου, ο Αντισυνταγματάρχης Μαρκάκης και ο Ταγματάρχης Γιάννης Κιλισμανής, γνωστός ως «Γύλος» (ο γύλος είναι είδος ψαριού, ο ρόλος του «Γύλου» που ερμήνευσε μοναδικά στην ταινία «Η Σωφερίνα» του 1964 ο αξέχαστος Βασίλης Αυλωνίτης, δημιουργήθηκε μεταπολεμικά). Ο αριθμός των Ελασιτών σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή ήταν την πρώτη μέρα της επίθεσης, 1.500-2.000. Ο Σαμουήλ αναφέρει τη λυσσαλέα επίθεση των Ελασιτών που φώναζαν «Επάνω τους και μην τους λογαριάζετε! Θα παραδοθούν μέχρι το μεσημέρι τα παλιόσκυλα». Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι χωροφύλακες αντεπιτέθηκαν ανοίγοντας κι αυτοί πυρ. Ωστόσο τα εξωτερικά φυλάκια του στρατοπέδου αποτέλεσαν εύκολη λεία για τους Ελασίτες. Πρώτο καταλήφθηκε το 7ο φυλάκιο, το μεσημέρι της ίδιας μέρας. 2 χωροφύλακες σκοτώθηκαν, 7 διέφυγαν, ενώ οι υπόλοιποι 2 αξιωματικοί και 8 χωροφύλακες καθώς και ο Ταγματάρχης (ΠΖ) Σ. Ντούνης αιχμαλωτίστηκαν από τον ΕΛΑΣ. Μεταφέρθηκαν στο Κατσιπόδι (Δάφνη) στα γραφεία της Εθνικής Πολιτοφυλακής Κατσιποδίου όπου ανακρίθηκαν.


Μάχη χωροφυλάκων και ελασιτών στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη, σε πίνακα που φιλοτέχνησαν οι αδελφοί Παπανελόπουλοι

Εκεί, σύμφωνα με τον Σαμουήλ, ανακρίθηκαν με βάρβαρες μεθόδους. Μεταφέρουμε κάποια απ’ όσα γράφει και προέρχονται από όσους δεν εκτελέστηκαν, με επιφύλαξη. Αφού τους αφαίρεσαν τις στολές και τα υποδήματα, τους περιέφεραν ημίγυμνους από ανακριτή σε ανακριτή κι από φυλακή σε φυλακή. Υπέστησαν ακρωτηριασμούς και στη συνέχεια εκτελέστηκαν. Από το 7ο φυλάκιο, σύμφωνα με τον Σαμουήλ, οι εκτελεσθέντες ήταν οι: Ταγματάρχης (ΠΖ) Ντούνης, Μοίραρχος Παπακώστας, Ανθυπασπιστής Βισβίκης και Ενωμοτάρχης Ζαμπός. Σύμφωνα με τον Μ. Χαραλαμπίδη, σε εκταφές που έγιναν στη Δάφνη το 1945 εντοπίστηκαν τα πτώματα του Ταγματάρχη Ντούνη και 6 χωροφυλάκων. Στο μεταξύ, η επίθεση του ΕΛΑΣ συνεχιζόταν. Μετά το 7ο φυλάκιο καταλήφθηκαν το 3 Α υποφυλάκιο και το 4ο φυλάκιο της οδού Μητσαίων, στα οποία σκοτώθηκαν 8 οπλίτες της Χωροφυλακής και ο επικεφαλής τους. Όσοι επέζησαν, συμπτύχθηκαν στο 5ο και το 6ο φυλάκιο, τα οποία «έπεσαν» με τη σειρά τους με απώλειες 3 αξιωματικούς και 5 οπλίτες. Οι δραματικές αυτές εξελίξεις ανάγκασαν τους επιζώντες να καταφύγουν στον περίβολο των στρατώνων. Ο ΕΛΑΣ επιχείρησε να δημιουργήσει ρήγμα στον μαντρότοιχο των στρατώνων στις συμβολές Χατζηχρήστου με τις οδούς Μητσαίων και Βεΐκου. Οι απώλειες των χωροφυλάκων ήταν μεγάλες, ωστόσο ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι απώλειες των Ελασιτών. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης αναφέρεται στο απίστευτο μίσος που υπήρχε μεταξύ των δύο πλευρών.

Οι μεν Ελασίτες θεωρούσαν τους Χωροφύλακες ως συνεργάτες των Γερμανών που είχαν την κύρια ευθύνη για τις εκτελέσεις συναγωνιστών και συγγενών τους, ενώ οι Χωροφύλακες έβλεπαν τους Ελασίτες ως αδίστακτους κομμουνιστές που τυφλωμένοι από το πάθος τους, δεν θα έδειχναν κανένα έλεος απέναντί τους. Μόνο το 1ο, το 2ο και το 3ο φυλάκιο παρέμεναν αλώβητα παρά τις συνεχείς επιθέσεις που δέχονταν. Το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου, ένα Τάγμα Ελασιτών κατέβαινε από τον λόφο του Φιλοπάππου με κατεύθυνση το θέατρο Ηρώδου Αττικού. Σκοπός του ήταν να αποκόψει τα νώτα του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, για να αποκαταστήσει τον σύνδεσμο με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν καταλάβει την ίδια μέρα το Αστυνομικό Τμήμα Πλάκας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η κατάσταση για τους αμυνόμενους στο Στρατόπεδο Μακρυγιάννη θα ήταν τραγική. Τότε ανέλαβε δράση ο Ανθυπασπιστής Φ. Σακελλάρης, δεινός σκοπευτής, που με την Μπρέντα του και με τα πολυβόλα και τα αυτόματα των υπολοίπων γάζωσαν τους Ελασίτες, δεκάδες από τους οποίους έπεσαν νεκροί.

Ο απρόσμενος αντιπερισπασμός που άλλαξε τελείως την κατάσταση

Κι ενώ οι επιτελείς του ΕΛΑΣ ετοιμάζονταν να καταστρώσουν τα σχέδια για την τελική επίθεση, κάτω από τις εντολές του «Γύλου» (περίπου στις 7 μ.μ. της 6/12) πληροφορήθηκαν τα δυσάρεστα νέα. Η θρυλική Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι έκανε θεαματική κίνηση αντιπερισπασμού και κινήθηκε προς την Καισαριανή, που αποτελούσε προπύργιο του ΕΑΜ και σύμβολο της αντίστασης. Αφού εξόντωσε τις ομάδες του ΕΛΑΣ γύρω απ’ αυτή βρέθηκε στα όρια της Καισαριανής. Το Τάγμα του Γιώργη (Μουστάκια) εγκατέλειψε τις θέσεις του στου Μακρυγιάννη και κινήθηκε προς τις ανατολικές συνοικίες. Το ακολούθησαν και οι μαχητές του Πειραιά. Αυτοί όμως έψαχναν μάταια να βρουν την Καισαριανή. Επέστρεψαν στον Πειραιά και το επόμενο πρωί πήγαν πάλι στου Μακρυγιάννη! Δεν πρόκειται για δικά μας αυθαίρετα γραφόμενα. Τα αναφέρει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης και οι πληροφορίες για την αποχώρηση των Ταγμάτων αναφέρονται στο βιβλίο του του Ορέστη Μακρή, καπετάνιου του 1ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας», σελ. 224. Ο Μακρής, με κεφαλαία γράμματα, χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτή «ΜΕΓΑΛΗ ΚΕΡΑΜΙΔΑ». Έτσι, ουσιαστικά, η μεγάλη ευκαιρία του ΕΛΑΣ να καταλάβει το Στρατόπεδο Μακρυγιάννη από την πρώτη μέρα (6/12) χάθηκε.


Άνδρες της Χωροφυλακής

Οι εκατέρωθεν απώλειες της 6/12

Σύμφωνα με τον Γ. Σαμουήλ, οι νεκροί του Συντάγματος την 6/12 ήταν 14:4 Ενωμοτάρχες, 1 Υπενωμοτάρχης και 9 χωροφύλακες. 8 αξιωματικοί τραυματίστηκαν (ένας Μοίραρχος σοβαρά). Επίσης 25 υπαξιωματικοί και χωροφύλακες τραυματίστηκαν (τρεις από τους οποίους σοβαρά). 5 αξιωματικοί, 16 οπλίτες και ο Ταγματάρχης(ΠΖ) Ντούνης αιχμαλωτίστηκαν. Ο Σαμουήλ αναφέρει ότι οι Ελασίτες είχαν 500 νεκρούς. Ο αριθμός είναι ίσως λίγο υπερβολικός.



Γιατί απέτυχε η επίθεση του ΕΛΑΣ;

Πέρα από τη γενναία αντίσταση των Χωροφυλάκων και την καθοριστική επίθεση, στα ανατολικά της Ορεινής Ταξιαρχίας υπήρχαν μερικοί ακόμα λόγοι για την αποτυχία του ΕΛΑΣ. Οι δυνάμεις του στις πόλεις δεν είχαν την ίδια μαχητική ικανότητα με τις δυνάμεις στην ύπαιθρο. Επίσης, ο ΕΛΑΣ ακόμα κι αν καταλάμβανε π.χ. ένα Αστυνομικό Τμήμα δεν είχε τη δυνατότητα να το κρατήσει. Έτσι το 2ο Αστυνομικό Τμήμα ανακαταλήφθηκε λίγο μετά την κατάληψή του από Ελασίτες. Τέλος, σύμφωνα με τον Μ. Χαραλαμπίδη δεν υπήρχε συντονισμός των ενεργειών, κάτι που φάνηκε στις επιθέσεις στου Μακρυγιάννη. Θα προσθέταμε και κάτι ακόμα: την ανοργανωσιά. Η εικόνα των μαχητών του Πειραιά, να φεύγουν από του Μακρυγιάννη, για να πάνε, χωρίς να ξέρουν πώς, στην Καισαριανή, να επιστρέφουν στον Πειραιά για να κοιμηθούν και να επιστρέψουν την επομένη μέρα για να πολεμήσουν, παραπέμπουν σε κωμωδία… Να σημειώσουμε ότι εκτός από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη μάχη του Μακρυγιάννη συμμετείχε και ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ που είχε στις τάξεις του νεαρούς και άπειρους μαχητές.


Μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παραδίδονται σε κυβερνητικές δυνάμεις και τους Βρετανούς

Αυτά ήταν τα γεγονότα της πρώτης και καθοριστικής μέρας της μάχης του Μακρυγιάννη. Θα επανέλθουμε με όσα έγιναν από 7/12 ως 18/12, αναφέροντας εκτενέστερα και τις πηγές του άρθρου.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ