Το Ρέθυμνο γιορτάζει τις δικές του Θερμοπύλες.
«Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως υφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικότερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερα» . [Ανταπόκριση του Βίκτωρος Ουγκώ για το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου σε Γαλλική Εφημερίδα της εποχής, «V. HUGO, Correspondance», t. 3, 1867]
Οι ήρωες δεν γεννιούνται, τους γεννούν οι εποχές στις οποίες ζουν, με αυτήν την φράση μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς ο Ανθυπολοχαγός (ΠΖ) Ιωάννης Δημακόπουλος πήρε την απόφαση να μείνει στο Αρκάδι και να το υπερασπιστεί ως Φρούραρχος του.
Αν και λίγο πιο πριν ο Κορωναίος το είχε αποκαλέσει «χαμένο αγώνα». Λίγες μέρες νωρίτερα με απόβαση στην παραλία του Μπαλί είχε καταφθάσει στο Μοναστήρι εθελοντικό εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη (ΠΒ) Π. Κορωναίο. Σκοπός του σώματος αυτού ήταν η ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης του 1866, της 6ης κατά σειρά συνεχιζόμενης Επανάστασης μέσα στην 250χρονη Τουρκική Κατοχή του νησιού.
Η Επαναστατική Επιτροπή Κρήτης η οποία είχε την έδρα της στο Αρκάδι ανέθεσε στον Κορωναίο ως Γενικό Αρχηγό του Ρεθύμνου, την αμυντική προπαρασκευή του «φρουρίου». Διαλύθηκαν οι στάβλοι έξωθεν του κτιριακού συγκροτήματος για να μην χρησιμοποιηθούν ως ορμητήριο του εχθρού, χρησιμοποιήθηκαν μέλισσες του μοναστηρίου για να παρενοχλήσουν τα τούρκικα στρατεύματα και οργανώθηκαν οι ζώνες άμυνας. Ο Συνταγματάρχης Κορωναίος αποχωρών του Αρκαδίου λόγω της ακαταλληλότητας της θέσης και των αμυντικών μέσων, ανέθεσε τη διοίκηση του φρουρίου στο Ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο από την Βυτίνη Αρκαδίας, ο οποίος εθελοντικά είχε επιλέξει να παραμείνει με τους Κρήτες υπερασπιστές του μοναστηριού.
Θα σκέφτηκε και αυτός όπως και οι 964 Κρήτες υπερασπιστές της ηρωικής αυτής μονής, πέρα από τα δεσμά του χώρου και του τόπου, πέρα από τα κελεύσματα της λογικής και για αυτήν τους την επιλογή, τους έμελλε να ανυψωθούν στο πεδίο της ηρωικής καταξίωσης, ως νομοτελειακή μάλλον επιταγή του ελληνικού γένους. Η κατάληξη και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετέπειτα είναι πια γνωστά, έγιναν ριζίτικα τραγούδια, και τα τραγούδια έγιναν θρύλος, και ο θρύλος έγινε «Ιστορία». Μερικές από τις μαρτυρίες της εποχής που μας κάνουν εντύπωση είναι η αναφορά πως στους γύρω από τη μονή λόφους ήσαν Κόπτες Αιγύπτιοι οι οποίοι έβγαζαν τις σφαίρες από τα φυσίγγια και πυροβολούσαν άσφαιρα, γιατί ως Χριστιανοί οι Κόπτες δεν ήθελαν να χτυπήσουν ένα Μοναστήρι. Ως εκ τούτου μετά τη μάχη βρέθηκαν σωροί από σφαίρες στις θέσεις τους.
Εντύπωση μας κάνει επίσης η επιβεβαιωμένη-από μάρτυρες της εποχής-παραμονή μέχρι τέλους του φρούραρχου του Αρκαδίου Δημακόπουλου και η άρνηση του, όταν του ζητήθηκε μετά την πτώση του Δυτικού τείχους και την εισβολή των Τούρκων στον προαύλιο χώρο, να βγάλει την στολή του Αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού για να γλιτώσει από την θηριωδία. Το τέλος του ήταν η σύλληψη του από στρατεύματα του τακτικού τουρκικού στρατού και η δια 20 ξιφολογχών δημόσια θανάτωση του.
Αυτό που συνέβη εκείνον τον Νοέμβρη του 1866 ήταν και παραμένει κάτι το ξεχωριστό, στιγμές συλλογικής ενεργοποίησης διαλαμψάντων αρετών της ανθρώπινης φύσης, στιγμές υπέρβασης του εγώ, και μετάβασης στο συλλογικό εμείς, στιγμές που ο άνθρωπος με πίστη στη δικαιοσύνη των πράξεων του αψηφά την θνητή φύση του ενεστώτος χρόνου, ενώπιον του ορώμενου της αθανασίας, πεδίου των ηρώων. Στον «Επιτάφιο του Περικλέους» ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η ευψυχία πηγάζει από την ελευθερία, πράξεις αυτοθυσίας και ανδρείας αντλούν την ύπαρξη των, από την ανάγκη προάσπισης του τρόπου ζωής μας. Στο Αρκάδι όμως οι Κρήτες δεν πολεμούσαμε μόνο για τον τρόπο ζωής μας, αλλά για την ίδια την προοπτική του μέλλοντος μας.
Η αιματοβαμμένη λάμψη της πυριτιδαποθήκης του Αρκαδίου σημαίνουσα το πρόωρον εκατοντάδων ψυχών τέλος, έγινε το θυσίασμα ελπίδος μίας ολόκληρη γενιάς Κρητών, με μόνο διακαή πόθο την Ένωση με την Ελλάδα. Άλλωστε η πολεμική σημαία του Μοναστηρίου την οποία και διέσωσε η οπλαρχηγός Χαρίκλεια Δασκαλάκη έφερε τα αρχικά Κ (Κρήτη), Ε (Ένωση), Ε (Ελευθερία) ή Θ (Θάνατος).
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΤΣΑΝΕΒΑ
στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»
Αν και λίγο πιο πριν ο Κορωναίος το είχε αποκαλέσει «χαμένο αγώνα». Λίγες μέρες νωρίτερα με απόβαση στην παραλία του Μπαλί είχε καταφθάσει στο Μοναστήρι εθελοντικό εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη (ΠΒ) Π. Κορωναίο. Σκοπός του σώματος αυτού ήταν η ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης του 1866, της 6ης κατά σειρά συνεχιζόμενης Επανάστασης μέσα στην 250χρονη Τουρκική Κατοχή του νησιού.
Η Επαναστατική Επιτροπή Κρήτης η οποία είχε την έδρα της στο Αρκάδι ανέθεσε στον Κορωναίο ως Γενικό Αρχηγό του Ρεθύμνου, την αμυντική προπαρασκευή του «φρουρίου». Διαλύθηκαν οι στάβλοι έξωθεν του κτιριακού συγκροτήματος για να μην χρησιμοποιηθούν ως ορμητήριο του εχθρού, χρησιμοποιήθηκαν μέλισσες του μοναστηρίου για να παρενοχλήσουν τα τούρκικα στρατεύματα και οργανώθηκαν οι ζώνες άμυνας. Ο Συνταγματάρχης Κορωναίος αποχωρών του Αρκαδίου λόγω της ακαταλληλότητας της θέσης και των αμυντικών μέσων, ανέθεσε τη διοίκηση του φρουρίου στο Ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο από την Βυτίνη Αρκαδίας, ο οποίος εθελοντικά είχε επιλέξει να παραμείνει με τους Κρήτες υπερασπιστές του μοναστηριού.
Θα σκέφτηκε και αυτός όπως και οι 964 Κρήτες υπερασπιστές της ηρωικής αυτής μονής, πέρα από τα δεσμά του χώρου και του τόπου, πέρα από τα κελεύσματα της λογικής και για αυτήν τους την επιλογή, τους έμελλε να ανυψωθούν στο πεδίο της ηρωικής καταξίωσης, ως νομοτελειακή μάλλον επιταγή του ελληνικού γένους. Η κατάληξη και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετέπειτα είναι πια γνωστά, έγιναν ριζίτικα τραγούδια, και τα τραγούδια έγιναν θρύλος, και ο θρύλος έγινε «Ιστορία». Μερικές από τις μαρτυρίες της εποχής που μας κάνουν εντύπωση είναι η αναφορά πως στους γύρω από τη μονή λόφους ήσαν Κόπτες Αιγύπτιοι οι οποίοι έβγαζαν τις σφαίρες από τα φυσίγγια και πυροβολούσαν άσφαιρα, γιατί ως Χριστιανοί οι Κόπτες δεν ήθελαν να χτυπήσουν ένα Μοναστήρι. Ως εκ τούτου μετά τη μάχη βρέθηκαν σωροί από σφαίρες στις θέσεις τους.
Εντύπωση μας κάνει επίσης η επιβεβαιωμένη-από μάρτυρες της εποχής-παραμονή μέχρι τέλους του φρούραρχου του Αρκαδίου Δημακόπουλου και η άρνηση του, όταν του ζητήθηκε μετά την πτώση του Δυτικού τείχους και την εισβολή των Τούρκων στον προαύλιο χώρο, να βγάλει την στολή του Αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού για να γλιτώσει από την θηριωδία. Το τέλος του ήταν η σύλληψη του από στρατεύματα του τακτικού τουρκικού στρατού και η δια 20 ξιφολογχών δημόσια θανάτωση του.
Αυτό που συνέβη εκείνον τον Νοέμβρη του 1866 ήταν και παραμένει κάτι το ξεχωριστό, στιγμές συλλογικής ενεργοποίησης διαλαμψάντων αρετών της ανθρώπινης φύσης, στιγμές υπέρβασης του εγώ, και μετάβασης στο συλλογικό εμείς, στιγμές που ο άνθρωπος με πίστη στη δικαιοσύνη των πράξεων του αψηφά την θνητή φύση του ενεστώτος χρόνου, ενώπιον του ορώμενου της αθανασίας, πεδίου των ηρώων. Στον «Επιτάφιο του Περικλέους» ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η ευψυχία πηγάζει από την ελευθερία, πράξεις αυτοθυσίας και ανδρείας αντλούν την ύπαρξη των, από την ανάγκη προάσπισης του τρόπου ζωής μας. Στο Αρκάδι όμως οι Κρήτες δεν πολεμούσαμε μόνο για τον τρόπο ζωής μας, αλλά για την ίδια την προοπτική του μέλλοντος μας.
Η αιματοβαμμένη λάμψη της πυριτιδαποθήκης του Αρκαδίου σημαίνουσα το πρόωρον εκατοντάδων ψυχών τέλος, έγινε το θυσίασμα ελπίδος μίας ολόκληρη γενιάς Κρητών, με μόνο διακαή πόθο την Ένωση με την Ελλάδα. Άλλωστε η πολεμική σημαία του Μοναστηρίου την οποία και διέσωσε η οπλαρχηγός Χαρίκλεια Δασκαλάκη έφερε τα αρχικά Κ (Κρήτη), Ε (Ένωση), Ε (Ελευθερία) ή Θ (Θάνατος).
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΤΣΑΝΕΒΑ
στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»