11 Ιανουαρίου 2010

Όταν οι Έλληνες μετανάστες έφταναν στις ΗΠΑ:Έλεγχος και επαναπατρισμός από τις αμερικανικές αρχές!

Από Hellas-Orthodoxy:

Επειδή μερικοί εγχώριοι λαθρομεταναστολάγνοι τολμούν να συγκρίνουν τους Έλληνες μετανάστες σε ΗΠΑ,Γερμανία,Αυστραλία,Καναδά κλπ με τις ορδές Ασιατών και Αφρικανών λαθρομεταναστών που μας κουβαλήθηκαν με το έτσι θέλω,τους αφιερώνουμε το παρακάτω άρθρο,που αποτελεί εργασία τριών Ελληνίδων και διανθίζεται με αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής.Σας προτείνουμε να το διαβάσετε όλο εδώ.Εμείς θα βάλουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

" Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.

ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Στην είσοδο ακριβώς των εκβολών του ποταμού Hudson μόλις μέσα από τα Narrows, στο Clifton, του Staten Island ήταν η «Καραντίνα», ο δημόσιος υγειονομικός σταθμός ελέγχου. Καθώς το πλοίο αγκυροβολούσε εκεί, το περικύκλωνε ένας στολίσκος από μικρά πλοία.

Οι άνδρες της υπηρεσίας Αλλοδαπών και της Δημόσιας Υγείας, ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και της δεύτερης θέσεως σε μια βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Στη συνέχεια κατέβαιναν στα ... ευώδη διαμερίσματα, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσεως για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη.

Όταν οι άνθρωποι της Δημόσιας Υγείας κατέβαιναν στη βάρκα τους για να κατευθυνθούν σε άλλα σκάφη, το πλοίο έπαιρνε πάνω την άγκυρα και μέσα από τους καπνούς των ρυμουλκών που το τραβούσαν κατευθύνονταν σιγά - σιγά προς το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Περνώντας κοντά από το άγαλμα της Ελευθερίας κατέληγε σε ένα από τους «ντόκους» στο Μανχάταν ή απέναντι στο Χομπόκεν. Εκεί αποβιβάζονταν οι επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσεως και ξεφορτώνονταν οι αποσκευές τους για να περάσουν από τον τελωνειακό έλεγχο. Όταν αυτός τελείωνε οι επιβάτες παραδίδανε τις αποσκευές του σιδηροδρόμου και χάνονταν στο πολύβουο Μανχάταν.

Η μέρα όμως των μεταναστών μόλις άρχιζε. Ύστερα από μια ατελείωτη αναμονή στο πλοίο προκειμένου να τελειώσουν οι έλεγχοι, άρχιζαν να κατεβαίνουν επιτέλους τη σκάλα του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Η διαφορά ήταν καταφανής, ενώ οι επιβάτες των άλλων θέσεων που είχαν παραδώσει όλες τις αποσκευές τους στους αχθοφόρους, καθώς γύριζαν στον τόπο τους ύστερα από λίγων εβδομάδων απουσία μπορούσαν να στείλουν τα ογκώδη μπαούλα τους κατευθείαν στον προορισμό τους, οι μετανάστες που έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση έπρεπε να κουβαλήσουν ότι είχαν και δεν είχαν μόνοι τους. Έτσι παραφορτωμένοι κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Εκεί μέσα στις πολύβουες στοές του γραφείου απογραφής, οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού.

Όμως κάθε άρρωστος υποχρεωνόταν να γυρίσει στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Άγρυπνοι επιθεωρητές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών μόλις παρατηρούσαν κάποιον ύποπτο, καθώς οι μετανάστες αποβιβάζονταν από τις βάρκες, σημείωναν πάνω στην κάρτα τους κάποιο κωδικό σήμα, προκειμένου να τον προσέξουν ιδιαίτερα οι γιατροί. Αυτοί οι άτυχοι άθλιοι έπρεπε να επιστρέψουν στο λιμάνι της επιβίβασής τους με έξοδα της εταιρίας, γεγονός που τις έκανε προσεκτικές στην επιλογή των επιβατών. Μεγαλύτερο βάρος για τις εταιρίες ήταν οι λαθρομετανάστες, αφού για καθένα που ανακάλυπταν και συλλάμβαναν οι αρχές, πλήρωναν πρόστιμο χίλια δολάρια .

Ο Γιάννης Κάλυκας ,79, ο οποίος ήρθε (στην Αμερική) στα 17 του το 1926 λέει: «Οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλις Άιλαντ ήταν οι πιο άθλιες της ζωής μου. ΄Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο και ο ξάδερφός μου στην Αμερική δεν ήξερε ότι ερχόμουν μ΄ εκείνο το πλοίο. Δεν είχα ούτε ένα σέντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος. Υπήρχε πολύ συνωστισμός. Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που στέλνονταν πίσω. Η αβεβαιότητα για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα ήταν η χειρότερη αίσθηση που δεν την ξαναείχα ούτε πριν ούτε μετά απ΄ αυτό»

Για το φοβερό μαρτύριο, την «ιερά εξέταση» στο Ellis Island, ας δούμε τι γράφει ο Μπ. Μαλαφούρης στο βιβλίο του που αναφέραμε πιο πάνω:

«Έλλις Άιλαντ, νησί ελπίδων και αγωνίας! Νησί ολοκληρώσεως πόθων και ματαιώσεως ονείρων! Δράματα ζωής και θανάτου παίχθηκαν μέσα στις αίθουσες όπου εγίνετο η εξέτασις των μεταναστών ή πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έμεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσεώς τους...».

Και το ίδιο βιβλίο μας πληροφορεί πώς ανεπιθύμητοι, εκτός όσων είχαν μολυσματικές ασθένειες, όπως τραχώματα, ήσαν και όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους στην Αμερική που θα εγγυώνταν ότι οι άνθρωποι αυτοί θα βρίσκανε ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν ή ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνουν στην πείνα. Όσοι ακόμη δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδρομικές γραμμές, στα μεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές που τόσο πολύ ανθρώπινο υλικό χρειάζονταν τότε. Ακόμη και όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη δημόσια τάξη.

Από τον μηνιαίο εικονογραφημένο Εθνικό Κήρυκα του Ιουλίου του 1920 αντιγράφουμε:

«... Ο κατάλογος των επιβατών διαιρείται εις τα εξής δύο μέρη: Επιβάται πρώτης και δευτέρας θέσεως και επιβάται τρίτης θέσεως, ή, όπως λέγεται συνήθως, επιβάται του καταστρώματος, εις ους και δίδεται το όνομα μετανάσται... Οι επιβάται όμως της τρίτης θέσεως δεν απολαύουν του προνομίου της επί του πλοίου εξετάσεως. Οφείλουν πάντοτε «συν γυναιξί και τέκνοις» να μεταβούν εις το Έλλις Άιλαντ, όπου την αυτήν ημέραν της αφίξεώς των υποβάλλονται «εις το μαρτύριον» της ιατρικής και μη εξετάσεως... όπου πολλάκις διέρχονται ενώπιον των ιατρών ή άλλων «ιεροεξεταστών» τας χειροτέρας στιγμάς του βίου των...» .

Από το 1903 μέχρι το 1908 απαγορεύτηκε η είσοδος περίπου σε 3.500 μετανάστες.
Ας παρακολουθήσουμε όμως πάλι τον Κορδοπάτη.

«Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν...
Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του 'δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του΄δινε κάρτα με κόκκινο.
Μου 'δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή ανώτερη.
Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικανικό έδαφος. Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γύριζαν πίσω. Μ΄ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους από διάφορες φυλές".

Τα παραπάνω είναι ένα μικρό απόσπασμα των κακουχιών,εξευτελισμών και δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες μετανάστες κατά την άφιξή τους στις ΗΠΑ:Ενδιαφέρον το γεγονός πως οι λαθρομετανάστες-δηλαδή όσοι δεν είχαν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα-πακετάρονταν πίσω με συνοπτικές διαδικασίες,όπως και οι άρρωστοι μαζί με τους εγκληματίες,ακόμα και μη αξιόποινων πράξεων.

Αυτά για όσους συγκρίνουν το σύγχρονο ελληνικό ξέφραγο αμπέλι με τον φόβο και τρόμο των τότε μεταναστών,το νησάκι Έλλις στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.Ακόμα και να υπήρχαν Έλληνες παράνομοι μετανάστες,επαναπατρίζονταν άμεσα μαζί με νόμιμους (!!!) που δεν πληρούσαν τις προυποθέσεις που έθετε το αμερικανικό κράτος για τους ξένους.