23 Ιανουαρίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΝΤΟΡΑΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και κύριοι

Είναι η πρώτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της νέας χρονιάς και μετά την εκλογή του νέου Προέδρου. Ξεκινάμε έναν προσυνεδριακό διάλογο που έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής γίνεται σε μια καθοριστική για το μέλλον της χώρας περίοδο. Μια περίοδο που απαιτεί κρίσιμες αποφάσεις.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση. Η Νέα Δημοκρατία υπέστη την μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία της. Σ΄ αυτή τη δύσκολη περίοδο έχουμε υποχρέωση να εργασθούμε συστηματικά για το αύριο, χωρίς να χάσουμε χρόνο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει.

Ο προσυνεδριακός διάλογος και το επόμενο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να έχουν καθαρό στόχο: να βρεθεί η παράταξη μας μετά το συνέδριο με σύγχρονο πολιτικό λόγο, με καινοτόμες προτάσεις, έχοντας ουσιαστικές λύσεις, μακριά από λαϊκισμούς και ακρότητες.

Η περίοδος που διανύουμε δεν αφήνει σε κανέναν, και πολύ περισσότερο σε μας, περιθώριο ούτε για επιδερμική προσέγγιση και συνθηματολογία, ούτε για μεγάλα λόγια και ηρωικές κορώνες.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια ούτε για μισόλογα, ούτε για προσωπικές στρατηγικές.

Η κυβέρνηση αντί να τολμά περισσότερο, για να αποφύγει τα έργα βρίσκεται στον αστερισμό της ατέρμονης διαβούλευσης, σε ένα ιδιότυπο και παρατεταμένο, εσωτερικό, debate για όλα τα μείζονα θέματα: την οικονομία, το ασφαλιστικό, τη δημόσια τάξη, τον εκλογικό νόμο. Αν σ’ αυτό το φαινόμενο, προστεθεί μια αμήχανη ή, ακόμα χειρότερα, μια φοβική αντιπολίτευση, τότε τα πράγματα για την κοινωνία και τους πολίτες θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο.

Χρειάζεται να μιλήσουμε ξεκάθαρα: Για να έχουμε φτάσει ως παράταξη εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, έχουμε προφανώς αφήσει σοβαρούς ανοιχτούς λογαριασμούς με το πρόσφατο παρελθόν μας. Οφείλουμε, λοιπόν, στην κοινωνία, στα στελέχη και στην ιστορία μας, να κάνουμε έναν ανοιχτό και ουσιαστικό διάλογο, έναν διάλογο πρώτα εσωτερικό, για τα αίτια της ήττας.

Προσωπικά έχω και άλλες φορές τοποθετηθεί, έχω μιλήσει καθαρά για την αδράνεια μας σε κρίσιμους τομείς, όπως ήταν η οικονομία και η προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Δεν τολμήσαμε, δεν συγκρουστήκαμε, φοβηθήκαμε το πολιτικό κόστος και στο τέλος πληρώσαμε αυτήν την τακτική με τη μεγαλύτερη εκλογική συντριβή που γνώρισε ποτέ η παράταξή μας.

Τώρα, λοιπόν, τώρα που είμαστε στην αντιπολίτευση, τώρα που μπορούμε πιο ανοιχτά και πιο ελεύθερα να μιλήσουμε, χωρίς να δεσμευόμαστε από την ευθύνη της συμμετοχής μας στην κυβέρνηση, πρέπει να κουβεντιάσουμε για όλα.

Να αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που αντιστοιχεί στην παρουσία, αλλά και στην απουσία του καθενός από εμάς από τα πολιτικά δρώμενα της κυβερνητικής μας περιόδου.

Να μην αφήσουμε σκιές και γκρίζες περιοχές. Αυτός πρέπει να είναι μία από τις κεντρικές στοχεύσεις του προσυνεδριακού διαλόγου.

Φίλες και φίλοι,

Σ’ αυτό εδώ το κόμμα, αλλά και σ’ αυτήν την ΚΕ έχουμε πει όλοι, πολλές φορές, ότι πρέπει να συζητήσουμε, πρέπει να κουβεντιάσουμε, πρέπει να αναλύσουμε.

Αρκετά λοιπόν με τα «πρέπει» είναι ώρα, είναι ανάγκη, είναι απαίτηση του κόσμου μας να προχωρήσουμε στην πράξη . Να λειτουργήσουν τα συλλογικά όργανα, να ανοίξουν οι τοπικές και νομαρχιακές οργανώσεις, να ζητήσουμε τις θέσεις των συνδικαλιστικών φορέων μας, να απευθυνθούμε στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στους παραγωγικούς φορείς, τους πολίτες και μέσα από συνδιασκέψεις να αναζητήσουμε την πολιτική σύνθεση για το μέλλον.

Με την διαδικασία που επιλέξαμε για την εκλογή αρχηγού, προσελκύσαμε έναν πραγματικά μεγάλο αριθμό πολιτών στην παράταξη. Τώρα, πρέπει να αποδείξουμε ποιο ρόλο θέλουμε γι΄ αυτούς στην πράξη, πέρα από τις όποιες επικοινωνιακές αναφορές. Όλον αυτόν τον κόσμο, στον οποίο ανοίξαμε τις πόρτες του κόμματος πριν από λίγους μόλις μήνες, δεν πρέπει να τον υποβαθμίσουμε στον ρόλο του χειροκροτητή, ούτε του απλού ψηφοφόρου όποτε τον χρειαζόμαστε. Είναι άνθρωποι που, σε μια κρίσιμη στιγμή για την παράταξη, έδωσαν ένα ηχηρό «παρών», δείχνοντας ότι θέλουν να έχουν λόγο και ρόλο στο μέλλον της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό δεν πρέπει και δεν μπορούμε να τους το στερήσουμε. Γιατί, έτσι όχι μόνο δεν θα έχουμε κάνει κανένα βήμα, αλλά αντίθετα, όλο αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια τρύπα στο νερό.

Κυρίες και κύριοι,

Την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση γύρω από τρία – τέσσερα μεγάλα και σημαντικά θέματα. Την οικονομία και την αντιμετώπιση του χρέους που μας πνίγει. Το σχέδιο Καλλικράτης, το μεταναστευτικό και τον εκλογικό νόμο. Και έρχονται και άλλα καυτά θέματα όπως είναι το ασφαλιστικό, τα θέματα της διαφάνειας, τα αναπτυξιακά ζητήματα και πολλά ακόμα.

Πριν προχωρήσω όμως στη διατύπωση κάποιων σκέψεων για ορισμένα από αυτά θέλω να κάνω μια βασική πολιτική παρατήρηση:

Ανεξάρτητά από το πόσο ή με το πού συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς πάνω στα θέματα αυτά, γεγονός είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί και δεν πρέπει να απουσιάζει από τη δημόσια συζήτηση που γίνεται – ή πρέπει να γίνεται – για την αντιμετώπισή τους.

Η προσέγγισή τους δεν μπορεί να εξαντλείται και να διαμορφώνεται μόνο, μέσα από ολιγομελείς συσκέψεις και προειλημμένες αποφάσεις.

Για να μην πάει το μυαλό ορισμένων αλλού, το λέω αυτό για δύο λόγους.

1. Τα θέματα αυτά συνιστούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνουμε στη ΝΔ μια πολιτική συζήτηση σε όλα τα επίπεδα. Στο κόμμα, τη νεολαία, την κοινωνία. Να φωτίσουμε όλες τις πτυχές, να αναζητήσουμε καινοτόμες ιδέες, να ανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας με ρεύματα σκέψης. Άλλωστε, κατά την πρόσφατή εσωκομματική αναμέτρηση και ο πρόεδρος και εγώ, είχαμε υποστηρίξει με πάθος την ανάγκη να γίνει αυτό. Αν λοιπόν δεν αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία, την ευκαιρία και την ανάγκη να μιλήσουμε πολιτικά για αυτά τα μεγάλα θέματα, τότε για τι θα μιλήσουμε;

2. Με τον τρόπο αυτό δεν θα επιτρέψουμε στο ΠΑΣΟΚ να κυριαρχήσει στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας και ταυτόχρονα η άποψη και η ταυτότητά μας θα είναι διακριτή και δεν θα ετεροπροσδιορίζεται.

Η δική μου η άποψη είναι ότι οι, αρχές, οι αξίες, οι ιδέες μας και κυρίως το συμφέρον του τόπου, είναι που πρέπει να καθορίσουν τελικά τη στάση μας απέναντι στα ζητήματα αυτά.

Φίλες και φίλοι

Ξεκινώ από την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την βαθύ και ευρύ οικονομικό πρόβλημα. Η αντιμετώπιση του οποίου έχει πλέον χαρακτηριστικά εθνικής υπόθεσης. Δεν είναι μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι εξίσου σοβαρό είναι και η διαρκής πτώση της ανταγωνιστικότητας και η απαξίωση του παραγωγικού ιστού της. Πληρώνουμε το τίμημα μιας μακρόχρονης, πολλών δεκαετιών, πορείας στρεβλώσεων, ημιτελών διαρθρωτικών παρεμβάσεων, συγκυριακών πελατειακών ρυθμίσεων προς όλους και – κυρίως – πολιτικής ατολμίας. Δεν θα σταθώ στον επιμερισμό των ευθυνών. Τα δύσκολα είναι μπροστά.

Η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται μέτρα σταθεροποίησης, αλλά χρειάζεται και μέτρα αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας μας. Γιατί μόνο η ανταγωνιστικότητα μπορεί να φέρει την ανάπτυξη. Ένα μίγμα οικονομικής πολιτικής, το οποίο, να είναι αποτελεσματικό και να εμπνέει ασφάλεια και σιγουριά, στους εργαζόμενους, στις επιχειρήσεις, στις αγορές.

Κυρίως όμως ένα σχέδιο που να γίνει αποδεκτό από την κοινωνία ως δίκαιο. Ασφαλώς και πάντοτε όταν κάποιος θίγεται, αντιδρά. Αλλά αλλιώς αντιδρά όταν έχει συναίσθηση του εύρους του προβλήματος και αισθάνεται ότι η πολιτική στηρίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης και της ισονομίας, κι αλλιώς όταν έχει απέναντί του ένα κράτος που εφορμά σε όποιον βρει πρόχειρο (όπως πάντοτε) και κάνει τα στραβά μάτια σε όποιον μπορεί να ξεφύγει.

Κι επειδή η ανισότητα στις υποχρεώσεις έναντι του κράτους έχει ξεπεράσει πια κάθε όριο, κάθε όριο ανοχής ακόμη και των αγορών, κάθε όριο αντοχής της ίδιας της χώρας, τα όποια μέτρα ληφθούν, φορολογικά, αναπτυξιακά, δημοσιονομικά θα κριθούν από το εάν αποκαθιστούν ένα μέτρο δικαίου και προωθούν διαρθρωτικές μεταβολές που στηρίζουν την παραγωγή. Τα μέτρα, για να είναι εφαρμόσιμα και αποτελεσματικά, πρέπει να είναι δίκαια.

Σε ό,τι αφορά στο θέμα του Καλλικράτη, όπως είπα και πρόσφατα στην παρέμβασή μου στην ΚΕΔΚΕ, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο, σε μια εποχή κρίσης των θεσμών και γενικότερης πολιτικής αναξιοπιστίας, να τίθεται επί τάπητος το θέμα της διοικητικής μεταρρύθμισης, που συγκροτεί την αιρετή περιφέρεια ως β΄ βαθμό αυτοδιοίκησης και προχωρεί στη δημιουργία ισχυρών δήμων μέσα από τις συνενώσεις. Άλλωστε έτσι συνεχίζεται μια προσπάθεια που ξεκίνησε, αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε από τη δική μας κυβέρνηση.

Για να έχει όμως επιτυχία το εγχείρημα αυτό πρέπει να σταθεί με υπευθυνότητα πάνω σε κρίσιμα ζητήματα.

* Τα όρια, τον αριθμό και την ταυτότητα των Περιφερειών.
* Το εκλογικό σύστημα της αυτοδιοίκησης , που επηρεάζεται και θα επηρεασθεί από την αναδιάταξη Δήμων και Περιφερειών.
* Την αντιστοίχηση γενικών Διοικήσεων και Περιφερειών.
* Τη θεσμική κατοχύρωση του διδύμου “ Αρμοδιότητες – Πόροι” για τους δήμους.
* Την χωροταξική κατανομή των νέων Δήμων.
* Τη διαφάνεια και τον έλεγχο στη διαχείρισή τους.

Αν παρασυρθούμε σε γενικευμένη απόρριψη θα διευκολύνουμε την κυβέρνηση να εξυπηρετήσει και άλλες σκοπιμότητες, ιδίως κομματικές, μέσω της διοικητικής αναδιάρθρωσης. Στάση κριτική λοιπόν, όχι απαξιωτική. Δεν προσφέρουμε ούτε στην παράταξη, ούτε στον τόπο καλές υπηρεσίες, αν επιλέξουμε τη δεύτερη.

Έρχομαι τώρα στο θέμα των μεταναστών.

Δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει ότι πρόκειται για ένα πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα, για ένα υπαρκτό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Τι σημαίνει όμως αντιμετώπιση και λύση του προβλήματος; Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει πλαίσιο ένταξης για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Εκείνους, όμως, που πραγματικά επιθυμούν να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία.

Η ιθαγένεια είναι ένας κρίσιμος κρίκος της αλυσίδας του μεταναστευτικού προβλήματος. Δεν είναι όμως ο μόνος.

Δίνοντας την υπηκοότητα δεν σημαίνει ότι λύνουμε το πρόβλημα, ή ότι εντάσσουμε ουσιαστικά αυτόν το πληθυσμό.

Μαζί με τη συζήτηση που πρέπει να γίνει για τον χρόνο και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν όσοι θα αποκτήσουν την ιθαγένεια, είναι σημαντικό να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε, επιτέλους, μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, που θα λαμβάνει υπόψη τις εξής βασικές παραμέτρους:

* το επιθυμητό και το εφικτό στα θέματα που αφορούν στην προστασία των συνόρων της Ελλάδας, διευρύνοντας τα οφέλη που αποκομίσαμε από την ενεργοποίηση της Frontex
* τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας
* και, τέλος, το τί μετανάστες θέλουμε, με ποιά προσόντα, ποιές ειδικότητες, με ποιά χαρακτηριστικά. Πώς μπορούμε να προσελκύσουμε αυτούς που θέλουμε και πώς μπορούμε να αποθαρρύνουμε τις ομάδες που δεν ταιριάζουν στο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που θέλει να ακολουθήσει η Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επειδή το πρόβλημα είναι μεγάλο και σύνθετο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε άμεσα και όχι να το παραπέμψουμε και αυτό στην επόμενη δεκαετία. Θα ήταν λάθος η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο ζήτημα να καθορίζεται από ψηφοθηρικούς λόγους. Είτε στοχεύοντας στην ψήφο των μεταναστών και στα θετικά σχόλια ενός ψευτοπροοδευτικού κατεστημένου, είτε επιχειρώντας να επενδύσουμε στην αμηχανία, τον προβληματισμό και τις επιφυλάξεις, ακόμη και τις φορτίσεις, που έχουν πολλοί Έλληνες απέναντι στο μεταναστευτικό ζήτημα.

Φίλες και φίλοι,

Μια προσέγγιση στο θέμα που θα στοχεύει μόνο σε κομματικά οφέλη, θα έχει μόνο χαμένους.

Γι’ αυτό και θέλω για μια ακόμη φορά να καλέσω την κυβέρνηση, εάν θέλει πραγματικά να βρεί βιώσιμες, λειτουργικές και μακροπρόθεσμες λύσεις για τη μεταναστευτική πολιτική, να συζητήσουμε ως κοινωνία ουσιαστικά και σε βάθος. Χωρίς ακρότητες και φτηνούς μικρο - υπολογισμούς . Για να βρούμε εκείνη τη λύση που θα έχει τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας, η κυβέρνηση πρέπει σήμερα να δηλώσει ότι αποδεσμεύει τη συζήτηση του μεταναστευτικού από τις επόμενες Δημοτικές εκλογές. Αλλιώς συζήτηση ουσίας και μακράς πνοής δεν μπορεί να γίνει.

Το τέταρτο μεγάλο ζήτημα που ανοίγει η κυβέρνηση είναι το θέμα του εκλογικού νόμου.

Προσωπικά έχω ταχθεί από καιρό υπέρ της εφαρμογής ενός εκλογικού συστήματος ανάλογου με το γερμανικό μοντέλο, χωρίς φυσικά αντιγραφές και απλοποιήσεις. Θα μου επιτρέψετε, έχω υπαρξει βουλευτής μονοεδρικής περιφέρειας και δεν συμμερίζομαι τους μεγάλους φοβους που ακούστηκαν εδώ σήμερα.

Το σύστημα αυτό διαπνέεται από δύο βασικές αρχές.

1. Την κατοχύρωση δια νόμου, της εσωκομματικής δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζονται οι διαδικασίες έκφρασης της λαϊκής βάσης των κομμάτων και, ανάμεσα στα άλλα, αντιμετωπίζονται λογικές επιφυλάξεις και οι φόβοι ότι θα οδηγηθούμε σε αρχηγικά κόμματα.
2. Προβλέπεται η δυνατότητα του πολίτη να έχει «διπλή ψήφο», που του δίνει τη δυνατότητα ανανέωσης του πολιτικού δυναμικού και απελευθέρωσής του από τον ασφυκτικό κλοιό των συμφερόντων και των ΜΜΕ.

Όμως αυτό που προτείνει η κυβέρνηση ως προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα είναι μια «καρικατούρα» του γερμανικού μοντέλου. Δεν απαντά στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στην προστασία του κύρους της πολιτικής . Ενισχύει την καχυποψία των πολιτών και τροφοδοτεί την εύλογη ανησυχία για τη δημιουργία αρχηγοκεντρικών κομμάτων.

Η ΝΔ πρέπει να καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, αλλά και για την αποκατάσταση του κύρους του πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να περιορίζεται σε αυτονόητα μερεμέτια όπως είναι το σπάσιμο των μεγάλων Περιφερειών, αλλά πρέπει να συνιστά τομή στα πολιτικά μας πράγματα.


Το πολιτικό μας σύστημα, κυρίες και κύριοι, βρίσκεται σε μια παρατεταμένη παρακμιακή τροχιά. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

* Αυτήν την πραγματικότητα την καταλαβαίνουν πλήρως πια οι πολίτες.
* Αυτήν την πραγματικότητα διαμορφώνει και ο παρεμβατικός ρόλος των μέσων ενημέρωσης και των οικονομικών συμφερόντων.
* Αυτήν την πραγματικότητα ενισχύει η εξάρτηση και το πολιτικό χρήμα, για την πολιτική επιβίωση.
* Αυτήν την πραγματικότητα συνθέτει ο ευτελισμός του βουλευτή, που για να εκλεγεί , πρέπει να κολακέψει, να βολέψει, να μετατραπεί σε μόνιμο θαμώνα γάμων, κηδειών, κοπών πίτας και πανηγυριών και να εντρυφήσει στο «ευγενές» άθλημα της παραπολιτικής.

Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν, και εμείς, η Νέα Δημοκρατία, οφείλουμε να πρωταγωνιστήσουμε στην αλλαγή αυτή.

Τέλος, κεντρικής σημασίας είναι το θέμα της διαφάνειας. Από την κυβέρνηση ακούμε πολλές μεγαλοστομίες, αλλά μέχρι σήμερα έχουν γίνει λίγα ουσιαστικά πράγματα. Ίσως το μόνο συγκεκριμένο, να είναι οι προτάσεις για τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών που υποκρύπτουν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες. Η στάση μας πρέπει να είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη: Με όποιο κόστος η Νέα Δημοκρατία πρέπει να κερδίσει το ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Αν υπάρξουν μεθοδεύσεις συκοφαντίας και λάσπης εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα, αλλά οφείλουμε με τη στάση μας και με την παρέμβασή μας να κάνουμε πράξη αυτό που ευαγγελιζόμαστε: μηδενική ανοχή και όλα στο φως.

Κύριε πρόεδρε

Πρόσφατα στην ομιλία σας στην ΟΝΝΕΔ, αναφέρατε ότι δεν θέλετε « Αυλή» γύρω από τον αρχηγό. Ότι δεν θέλετε τους βουλευτές εξαπτέρυγα του εκάστοτε αρχηγού.

Η πολιτική επικαιρότητα, και η πορεία προς το συνέδριο μάς παρέχουν τη δυνατότητα να συζητήσουμε για κρίσιμα θέματα, που αφορούν στην παράταξη και τη χώρα.

Παράλληλα πρέπει, με γρήγορους και αποτελεσματικούς ρυθμούς να προχωρήσουμε στην οργανωτική μας ανασυγκρότηση.

Έχω καταθέσει μια σειρά από προτάσεις που αφορούν στη συμμετοχή των στελεχών μας στον τρόπο ανάδειξης των υποψηφίων μας, στη λειτουργία και τη σύνθεση των οργάνων, στην αξιολόγηση και την εξέλιξη των στελεχών, στη θητεία για τον πρόεδρο και μια σειρά από άλλα θέματα. Προτάσεις προσεκτικά επεξεργασμένες, με ευρεία απήχηση μεταξύ των στελεχών μας.

Θα επιμείνω στις θέσεις αυτές γιατί θεωρώ ότι συμβάλλουν στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός σύγχρονου, ανοιχτού, κεντροδεξιού κόμματος.

Είμαστε εδώ για να εκφράζουμε τις απόψεις μας, για ένα κόμμα ικανό να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει όλο το στελεχιακό του δυναμικό, να αξιοποιήσει άξιους ανθρώπους, με θέσεις σύγχρονες και καθαρές, με όραμα για το κόμμα και το μέλλον του. Όχι συμβιβασμένους αυλοκόλακες, όχι ακραίους λαϊκιστές, όχι αμετανόητους εραστές της παραπολιτικής και της ίντριγκας.

Σε αυτό το κόμμα πιστεύουμε, γι’ αυτό παλεύουμε, γι’ αυτό το κόμμα αγωνιζόμαστε.

Είμαστε εδώ και θα λέμε τις απόψεις μας ,όπως το έκανα και σήμερα. Για ένα κόμμα που δεν θα εκχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ την πολιτική και ιδεολογική πρωτοπορία σ’ αυτόν τον τόπο. Αλλά αντίθετα θα την διεκδικήσει. Με υπευθυνότητα, με τόλμη, με αυτοπεποίθηση. Και θα καταφέρει να την κερδίσει και πάλι.