Ενας άνθρωπος, που εκ πρώτης όψεως δείχνει καθ’ όλα φυσιολογικός, περνάει έξω από ένα μαγαζί και βλέπει στη βιτρίνα ένα περίεργο αντικείμενο, ας πούμε ότι πρόκειται για ένα μπιχλιμπίδι από κρύσταλλο Murano. Σταματάει και το θαυμάζει. Τον σαγηνεύει το ασυνήθιστο σχήμα του, τον μαγεύουν τα χρώματά του, γοητεύεται από τον τρόπο με τον οποίο το φως διαθλάται μέσα από το κρύσταλλο. Κάθεται και το χαζεύει αποσβολωμένος. Δεν ξέρει σε τι ακριβώς χρησιμεύει αυτό το όμορφο πραγματάκι, ξέρει, όμως, ότι του αρέσει πολύ και το θέλει. Μπαίνει, λοιπόν, μέσα στο μαγαζί και το αγοράζει.
Ολη την ημέρα το κουβαλάει μαζί του και κάθε τόσο ανοίγει το κουτί για να το θαυμάζει. Το βράδυ, όταν φθάνει πια στο σπίτι του, δεν ξέρει τι ακριβώς να το κάνει. Οσο κι αν είναι όμορφο, δεν ταιριάζει με τίποτε άλλο εκεί μέσα. Δεν του λύνει κανένα πρόβλημα και δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Δεν υπάρχει καν ο χώρος για να το τοποθετήσει κάπου. Εξακολουθεί, όμως, να του αρέσει πάρα πολύ, οπότε το παίρνει μαζί του στο κρεβάτι και κοιμάται ακουμπώντας το δίπλα στο μαξιλάρι του. Οταν ξυπνάει το πρωί, το παίρνει μαζί του στο λουτρό, έπειτα το ακουμπάει δίπλα του στο τραπέζι καθώς τρώει τα δημητριακά του με άπαχο γάλα και επειδή δεν μπορεί πια να το αποχωριστεί, φεύγει για τη δουλειά και το παίρνει μαζί του. Εκτοτε, περνάει ο καιρός και ο ήρωάς μας κυκλοφορεί κάθε μέρα έχοντας παντού και πάντα μαζί του το όμορφο πραγματάκι, που δεν μπορεί να το αποχωριστεί και το οποίο δεν του προσφέρει τίποτε άλλο, εκτός από μιαν απροσδιόριστη αίσθηση ψυχολογικής ασφάλειας.
Φαντασθείτε τώρα ότι ο άνθρωπός μας δεν κουβαλάει μαζί του όλη μέρα μόνον το συγκεκριμένο άχρηστο πραγματάκι, αλλά κι ένα σωρό άλλα παρόμοια, που έχει συλλέξει κατά καιρούς. Επιπλέον, όποτε βρίσκει στον δρόμο του ένα ακόμη που του γυαλίζει, το παίρνει κι αυτό μαζί με τα άλλα. Αφήνω σε εσάς να χαρακτηρίσετε τον τύπο της ιστορίας μας. Εγώ την είπα επειδή, κατά την αντίληψή μου, ο άνθρωπος αυτός είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Ενας άνθρωπος ο οποίος κουβαλάει μαζί του ωραίες ιδέες, που τον έχουν σαγηνεύσει κατά καιρούς, αλλά του είναι εντελώς αδύνατο να δημιουργήσει μια σχέση ανάμεσα σε αυτές και στην πραγματικότητα. Ενδεχομένως να διαισθάνεται ότι οι ιδέες αυτές, κάποια στιγμή, ίσως δώσουν λύσεις σε πολύ σημαντικά προβλήματα. Ομως –τι κρίμα– δεν είναι τα επείγοντα προβλήματα του παρόντος.
Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να εισφέρει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στις λεπτομέρειες ενός θέματος, αλλά δεν δείχνει να είναι σε θέση να συλλάβει την ουσία του – ή, αν είναι, τότε καταφέρνει να το κρύβει πάρα πολύ καλά. Θυμηθείτε, φερ’ ειπείν, τη μασκαράτα της διαφανούς ηλεκτρονικής διακυβέρνησης: τι πολύτιμος χρόνος πήγε στον βρόντο επειδή ο Γιώργος γοητεύθηκε από μια ιδέα που δεν είχε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και στο τέλος κατάντησε παρωδία.
Δείτε, επίσης, πώς εξακολουθεί σήμερα να ανέχεται υπουργούς εμφανέστατα απρόθυμους να αναλάβουν το πολιτικό κόστος των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και τους διατηρεί για λόγους που μόνον ο ίδιος καταλαβαίνει. Τι δικαιολογεί, λ. χ., τη θλιβερή περίπτωση της κυρίας Μαριλίζας; Οταν στην Ισπανία η σοσιαλιστική κυβέρνηση αναγκάζεται να κλείσει νοσοκομεία για να εξοικονομήσει πόρους, η κυρία υπουργός όχι μόνο δεν έχει ασχοληθεί με την εξυγίανση των οικονομικών της Υγείας, αλλά της πήρε οκτώ μήνες για να βρει (ακόμη και μέσα από το ίζημα του κομματικού μηχανισμού) τις νέες διοικήσεις τους. Βλέπετε, όμως, η υπουργός είναι γυναίκα και αυτό θέτει σε δεύτερη μοίρα τις ικανότητές της. Διότι, για τον Γιώργο, η αρχή ότι σε μια κυβέρνηση πρέπει να συμμετέχει ένας αριθμός γυναικών προέχει της ικανότητάς τους ως υπουργών.
Η χώρα είναι στο κρισιμότερο σημείο της μεταπολεμικής ιστορίας της και ο Γιώργος απλώς προεδρεύει. Κανονικά, θα όφειλε να λειτουργεί ως project manager, όπου το project είναι η σωτηρία της χώρας από την αναδιάρθρωση του χρέους και την επακόλουθη αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ και όπου καθήκον του manager είναι να παρακολουθεί και να ελέγχει στενά την ομάδα που εργάζεται για την εφαρμογή του σχεδίου σωτηρίας. Δεν είναι απαραίτητο να αισθάνεται συμπάθεια για τα μέλη της ομάδας ούτε να ομνύουν σε κοινά ιδεώδη, όπως λ. χ. το γυμναστήριο ή το Συμπόσιο της Σύμης. Αρκεί να μπορούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στον ρόλο τους. Προϋπόθεση, όμως, για να εκτιμήσει ο Γιώργος την ικανότητα των στελεχών του να εφαρμόσουν το σχέδιο σωτηρίας είναι να έχει πρώτα ο ίδιος αντίληψη του σχεδίου. Κι αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι ότι υπερβαίνει τις δυνατότητές του...
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_22_03/06/2010_403234