Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Το ιστορικό μοναστήρι της Παναγιάς των Ποντίων ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αι. (380- 386 μ.Χ.) στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, από τους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (κατά κόσμον Βασίλειος και Σωτήρχος), που κατόρθωσαν να χτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή στην κατωφέρεια του βουνού, σε υψόμετρο 1.063 μέτρων.
Από τότε έγινε γνωστή ως Παναγία Σουμελά (Εις του Μελά, Σου-Μελά). Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, η ιστορική εικόνα της Παναγίας των Ποντίων φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο τον ευαγγελιστή Λουκά. Έγινε τους πρώτους αιώνες γνωστή ως «Αθηνιώτισσα» και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στο ιστορικό μοναστήρι, όπου παρέμεινε σε περίοπτη θέση μέσα στην κόχη, που γύρω της χτίστηκε το καθολικό της μονής.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και η πρώτη ενέργεια για να επιστραφούν τα κειμήλια έγινε οκτώ χρόνια αργότερα. Είχε στο μεταξύ υπογραφεί η ιστορική συμφωνία φιλίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, στην Άγκυρα, το 1930, από τις κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ισμέτ Ινονού. Μετά την επίσκεψη του Ινονού στην Αθήνα, το 1931, δόθηκε το «πράσινο φως» να μεταβεί ο πρώην μοναχός της μονής (και τότε πρεσβύτερος του Ι.Ν. του Αγίου Θεράποντα Τούμπας Θεσσαλονίκης) ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης, με συνοδεία Τούρκων αστυνομικών, στο Όρος Μελά και να παραλάβει την εικόνα της Παναγίας μαζί με άλλα ιερά κειμήλια, που ήταν κρυμμένα μέσα σ' ένα κιβώτιο, σε κόχη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Σουμελά, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Η εικόνα επέστρεψε τον Οκτώβριο του 1931, φυλάχθηκε για είκοσι χρόνια στο βυζαντινό μουσείο της Αθήνας και μετά την ίδρυση του ομώνυμου σωματείου και της νέας μονής στις πλαγιές του Βερμίου, το 1951-52, μεταφέρθηκε εκεί και εκτίθεται κάθε Δεκαπενταύγουστο σε λαϊκό προσκύνημα.