(από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)
Πριν από μερικά χρόνια, όταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση, ήταν υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων, του πήρα μια συνέντευξη στο γραφείο του στη Βουλή για το Κυπριακό.
Προτού μπούμε λοιπόν στα «βαριά και ανθυγιεινά» μιας τέτοιας συζήτησης, λάτρεις του φαγητού αμφότεροι, μιλήσαμε πρώτα για τα αγαπημένα μας στέκια, και τα πιάτα που «δεν μπορούν να εξαιρεθούν από καμία δίαιτα».
Η περιγραφή του κ. Πάγκαλου για τη δική του γαστρονομική πανδαισία, την οποία, λέει, απολαμβάνει τουλάχιστον μία φορά τον μήνα στην γενέτειρά του, Ελευσίνα, είναι «μικρά ζυμαράκια, σαν νιόκι» σε τρεις στρώσεις σε ταψί, ψημένα στον φούρνο, ανάμεικτα με κεφαλοτύρι τριμμένο, και περιχυμένα με λίπος μπόλιας αρνιού που έχει τηγανιστεί με πικάντικα πεπεροντσίνο!
Αυτή η θεσπέσια πυρηνική βόμβα, είπε, είναι το πρώτο πιάτο. Το δεύτερο, πιο παραδοσιακό, είναι περί τα 5-6 κιλά παϊδάκια στα κάρβουνα, τα οποία «μοιραζόμαστε με παρέα παλιών παιδικών φίλων και ντόπιων ψηφοφόρων». Πράγματι, δηλαδή, όπως θα 'λεγε σήμερα, κυριολεκτώντας όμως, «όλοι μαζί τα φάγαμε»...
Το πολεμικό μας προσωπείο
Ειπωμένα, ωστόσο, στη Βουλή την περασμένη Τρίτη, τα ίδια αυτά λόγια πήραν άλλη διάσταση, που ουδεμία σχέση έχει με το αμίμητο «είμαστε όλοι μια ωραία ατμόσφαιρα» του αείμνηστου Ντίνου Ηλιόπουλου. Το «πού πήγαν τα λεφτά;» και «ποιοι τα έφαγαν;» μοιάζουν να είναι ερωτήματα «πανεθνικής ψυχανάλυσης» που βασανίζουν και αφορούν τον καθένα, και λίγο πια απέχουν από την εκδήλωση συμπτωμάτων υστερίας, ή/και κατάθλιψης. Οι σχέσεις μεταξύ μας δεν ήταν ποτέ σχέσεις αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης και συνεργασίας. Ο,τι έκρυβε ώς τα σήμερα το τυπικό μας χαμόγελο, το αποκαλύπτει τώρα, με τον πιο σκληρό τρόπο, το πολεμικό προσωπείο μας.
Τόση επιθετικότητα, από όλους προς όλους, είχαμε καιρό να αισθανθούμε. Οι δηλώσεις Πάγκαλου, όσο και αν έχουν στοιχεία αλήθειας, είναι ακριβώς αυτό: όχι αλήθεια που πονάει, αλλά πρόκληση ευθεία, του τύπου «ελάτε να αναμετρηθούμε να δούμε ποιος έκανε περισσότερη ζημιά στον άλλον», δηλαδή, στον τόπο.
«Ναι, αλλά φορώ το ίδιο νούμερο»
«Μας ρωτάνε οι πολίτες πού φάγαμε τα λεφτά; Απαντώ: Μαζί τα φάγαμε, αφού σας διορίζαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί σε μία πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος», είπε ο 72 ετών αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Στα blogs και στα ειδησεογραφικά sites άρχισε αμέσως ένας βομβαρδισμός σχολίων εναντίον του κ. Πάγκαλου. Τα περισσότερα από αυτά συνδέουν την περί μάσας αναφορά του με τη σωματική του διάπλαση, διαπιστώνοντας ότι «ακόμα κι αν τα φάγαμε μαζί μεγάλε, τελικά πάλι εσύ και οι όμοιοί σου φάγατε τον αγλέουρα», λέει η Μαρία Πολυχρονίου από τα Πετράλωνα, συμπληρώνοντας σκωπτικά ότι «50 χρονών είμαι σήμερα εγώ, αλλά εξακολουθώ να φορώ το ίδιο νούμερο στα ρούχα μου».
«Δεν έφτιαξα εγώ τους νόμους»
Η Κατερίνα Χάρου εργάστηκε 20 χρόνια στην πάλαι ποτέ «Ολυμπιακή». Προσλήφθηκε το 1983 ως συνοδός εδάφους και έπειτα από 2 χρόνια έγινε ιπταμένη. Το 2003 απολύθηκε, αλλά δεν έλαβε ποτέ αποζημίωση. Εφυγε υποχρεωτικά, όπως μας είπε, με τους όρους της προαιρετικής σύνταξης, δηλαδή με όσα χρόνια είχε ο καθένας. Ετσι, χωρίς να θέλει, και χωρίς να το ζητήσει, βρέθηκε στα 40 της, με άλλους πολλούς συναδέλφους της, μερικοί πολύ νεότεροι ακόμα, σε πρόωρη, αναγκαστική σύνταξη.
Η πρώην αεροσυνοδός είναι λοιπόν από εκείνους τους δημόσιους υπαλλήλους στους οποίους συχνά αναφέρονται απαξιωτικά τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για να καταδείξουν πώς και γιατί έφτασε η Ελλάδα «στα πρόθυρα της χρεοκοπίας».
Πιθανώς, επίσης, η κ. Χάρου, εκτός από «case study» για τα διεθνή μίντια, να είναι και... ομοτράπεζη στο μεγάλο φαγοπότι του κ. Πάγκαλου.
«Οχι, ποτέ», αντιδρά αμέσως, γελώντας πηγαία και επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τη λιτή σιλουέτα της.
«Οταν επεδίωκα και ζητούσα την πρόσληψή μου στην εταιρεία, την οποία έμαθα από παιδί να αγαπώ και να θεωρώ οικογένειά μου, αφού ο πατέρας μου, Μανώλης Χάρος, ήταν από τους πιο παλιούς και σεβαστούς από όλους κυβερνήτες, πού να ξέρω ότι η Ολυμπιακή χρειαζόταν, ας πούμε, 1.500 υπαλλήλους και αυτοί, οι πολιτικοί, τη φόρτωσαν με 3.000; Ασφαλώς και βολεύτηκα και εγώ από αυτήν την απλοχεριά. Ξέρω ότι ήταν λάθος που προσλαμβάνανε τόσους, αλλά υπήρχε κάποια νομοθεσία που τους το επέτρεπε, υποθέτω. Δεν έφτιαξα εγώ τους νόμους».
Η καθημερινότητα που δεν αντέχεται
Σήμερα, παίρνει σύνταξη γύρω στα 1.600 ευρώ. Μεγαλώνει 2 παιδιά, το ένα με ειδικές ανάγκες. Η έλλειψη βασικών υποδομών, παντού, κάνει τη ζωή της δυσκολότερη. Η εκπαίδευση, ιδίως του παιδιού της που έχει πρόβλημα, αντί να είναι χαρά και απαντοχή για το ίδιο και την οικογένεια, έχει καταντήσει μαρτύριο.
Η ακρίβεια υποχρεώνει την οικογένεια να θυσιάσει ακόμα και τις πιο μικρές «πολυτέλειες» που έως τώρα έκαναν λίγο πιο φωτεινή τη ζωή τους. Μια εκδρομή. Μια αγορά καινούριου ρούχου ή παιχνιδιού. Ενα τραπέζι σπίτι για φίλους, έστω και χωρίς την άγρια χλιδή που έχουν τα ρωμαϊκά τσιμπούσια του Πάγκαλου στην Ελευσίνα.
Αυτή, λοιπόν, «η ευνοημένη υπάλληλος του Δημοσίου», όταν πήγε να ζητήσει, όπως δικαιούται, συνοδό για το παιδί της στο σχολείο, της είπαν από τα Κέντρα Διάγνωσης του υπουργείου Παιδείας, «εντάξει, να εγκρίνουμε συνοδό αλλά μην ελπίζεις γιατί δεν θα 'ρθει ποτέ».
Γιατί; Διότι είναι τόσες πολλές, της έλεγαν, οι αιτήσεις, και τόσες λίγες οι προσλήψεις, που δεν υπάρχουν άτομα για να συνοδεύουν το παιδί της.
Αλλού, δηλαδή, όπως στην «Ολυμπιακή» που ήσασταν εσείς, διόριζαν με τη σέσουλα, και εκεί που χρειάζονταν κόσμο, έκαναν τους σφιχτοχέρηδες; Ακριβώς έτσι, δυστυχώς.
Μία μητέρα, μας λέει η κ. Χάρου, πήγε δικαστικώς, και κατάφερε να της δώσουν συνοδό για το αυτιστικό παιδί της. Πόσοι, όμως, έχουν τη δύναμη να μπουν σε μια τέτοια περιπέτεια, ιδίως με τα τόσα που ακούνε και διαβάζουν για τους... ρυθμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης;
«Μου τη λες κιόλας;»
Η κ. Χάρου, όπως χιλιάδες γονείς, χιλιάδες πολίτες, τράβηξε μόνη, με τον άνδρα της, την ανηφόρα. Μέχρι πέρυσι, μας λέει, πλήρωνε από την τσέπη της, «δηλαδή από αυτά που μου... χάρισε ο Πάγκαλος», 700 ευρώ τον μήνα για να πληρώνει τον συνοδό του μικρού της γιου, που ήταν υποχρέωση του κράτους.
«Αρα, ακόμα και εάν δεχτώ ότι με έβαλε κάποιος στο Δημόσιο και μου έκανε τη χάρη, σίγουρα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα φάγαμε μαζί, γιατί εγώ τράβηξα και τραβάω όλο το κουπί, στη δουλειά, στο σπίτι, στο μεγάλωμα των παιδιών σε μια χώρα που δεν ξέρει τι σημαίνει εκπαίδευση, σε ένα κράτος που σπατάλησε τα χρήματά του οπουδήποτε αλλού εκτός από την κοινωνική μέριμνα. Οχι, κύριε Πάγκαλε. Αυτά που μου δώσατε, εγώ τα δούλεψα. Και αυτά που έμειναν να εισπράττω σήμερα, εσείς μου τα τρώτε κάθε μέρα. Πώς μπορείτε, λοιπόν, να μου την λέτε κι από πάνω;»
«Σάπιος ο συνδικαλισμός»
Ο πολίτης, συνεχίζει η κ. Χάρου, μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει. «Εσύ, κύριε, που προστατεύεις, υποτίθεται, το δημόσιο συμφέρον, και ξέρεις ότι η πρόσληψή μου, αργά ή γρήγορα, θα ζημιώσει τη χώρα, γιατί με προσέλαβες; Γιατί ψάρευες ψηφοφόρους, αυτό ήταν. Δεν σε ενδιέφερε η επόμενη μέρα της εταιρείας και της χώρας, όπως δεν σε ενδιαφέρει και σήμερα. Κοντόφθαλμη ήταν πάντοτε η πολιτική σας.»
Ωραία, αλλά όταν όλος αυτός ο κόσμος πίεζε για να προσληφθεί, όταν απευθυνόταν στα συνδικαλιστικά του όργανα γνωρίζοντας ότι αυτά είχαν, πράγματι, τη δύναμη, να μετατρέψουν ένα ρουσφέτι σε «δίκαιο λαϊκό αίτημα», δεν υπήρχε, τότε, αυτό που ονομάζουμε «συλλογική ευθύνη»;
«Σε έναν μεγάλο βαθμό, ναι», απαντά η πρώην αεροσυνοδός. «Ο συνδικαλισμός πράγματι είναι σάπιος στην Ελλάδα. Πρέπει να απαγορευτεί στους συνδικαλιστές να πολιτεύονται στη συνέχεια. Τα κάνουν πλακάκια με τους πολιτικούς και είναι απολύτως καθοδηγούμενοι από τα κόμματα. Εάν ο Πάγκαλος, με τη ρήση του, εννοεί περί των χρημάτων που φαγώθηκαν και με τέτοιους συνδικαλιστές, τότε εκεί ίσως έχει δίκιο».
Η περιγραφή του κ. Πάγκαλου για τη δική του γαστρονομική πανδαισία, την οποία, λέει, απολαμβάνει τουλάχιστον μία φορά τον μήνα στην γενέτειρά του, Ελευσίνα, είναι «μικρά ζυμαράκια, σαν νιόκι» σε τρεις στρώσεις σε ταψί, ψημένα στον φούρνο, ανάμεικτα με κεφαλοτύρι τριμμένο, και περιχυμένα με λίπος μπόλιας αρνιού που έχει τηγανιστεί με πικάντικα πεπεροντσίνο!
Αυτή η θεσπέσια πυρηνική βόμβα, είπε, είναι το πρώτο πιάτο. Το δεύτερο, πιο παραδοσιακό, είναι περί τα 5-6 κιλά παϊδάκια στα κάρβουνα, τα οποία «μοιραζόμαστε με παρέα παλιών παιδικών φίλων και ντόπιων ψηφοφόρων». Πράγματι, δηλαδή, όπως θα 'λεγε σήμερα, κυριολεκτώντας όμως, «όλοι μαζί τα φάγαμε»...
Το πολεμικό μας προσωπείο
Ειπωμένα, ωστόσο, στη Βουλή την περασμένη Τρίτη, τα ίδια αυτά λόγια πήραν άλλη διάσταση, που ουδεμία σχέση έχει με το αμίμητο «είμαστε όλοι μια ωραία ατμόσφαιρα» του αείμνηστου Ντίνου Ηλιόπουλου. Το «πού πήγαν τα λεφτά;» και «ποιοι τα έφαγαν;» μοιάζουν να είναι ερωτήματα «πανεθνικής ψυχανάλυσης» που βασανίζουν και αφορούν τον καθένα, και λίγο πια απέχουν από την εκδήλωση συμπτωμάτων υστερίας, ή/και κατάθλιψης. Οι σχέσεις μεταξύ μας δεν ήταν ποτέ σχέσεις αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης και συνεργασίας. Ο,τι έκρυβε ώς τα σήμερα το τυπικό μας χαμόγελο, το αποκαλύπτει τώρα, με τον πιο σκληρό τρόπο, το πολεμικό προσωπείο μας.
Τόση επιθετικότητα, από όλους προς όλους, είχαμε καιρό να αισθανθούμε. Οι δηλώσεις Πάγκαλου, όσο και αν έχουν στοιχεία αλήθειας, είναι ακριβώς αυτό: όχι αλήθεια που πονάει, αλλά πρόκληση ευθεία, του τύπου «ελάτε να αναμετρηθούμε να δούμε ποιος έκανε περισσότερη ζημιά στον άλλον», δηλαδή, στον τόπο.
«Ναι, αλλά φορώ το ίδιο νούμερο»
«Μας ρωτάνε οι πολίτες πού φάγαμε τα λεφτά; Απαντώ: Μαζί τα φάγαμε, αφού σας διορίζαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί σε μία πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος», είπε ο 72 ετών αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Στα blogs και στα ειδησεογραφικά sites άρχισε αμέσως ένας βομβαρδισμός σχολίων εναντίον του κ. Πάγκαλου. Τα περισσότερα από αυτά συνδέουν την περί μάσας αναφορά του με τη σωματική του διάπλαση, διαπιστώνοντας ότι «ακόμα κι αν τα φάγαμε μαζί μεγάλε, τελικά πάλι εσύ και οι όμοιοί σου φάγατε τον αγλέουρα», λέει η Μαρία Πολυχρονίου από τα Πετράλωνα, συμπληρώνοντας σκωπτικά ότι «50 χρονών είμαι σήμερα εγώ, αλλά εξακολουθώ να φορώ το ίδιο νούμερο στα ρούχα μου».
«Δεν έφτιαξα εγώ τους νόμους»
Η Κατερίνα Χάρου εργάστηκε 20 χρόνια στην πάλαι ποτέ «Ολυμπιακή». Προσλήφθηκε το 1983 ως συνοδός εδάφους και έπειτα από 2 χρόνια έγινε ιπταμένη. Το 2003 απολύθηκε, αλλά δεν έλαβε ποτέ αποζημίωση. Εφυγε υποχρεωτικά, όπως μας είπε, με τους όρους της προαιρετικής σύνταξης, δηλαδή με όσα χρόνια είχε ο καθένας. Ετσι, χωρίς να θέλει, και χωρίς να το ζητήσει, βρέθηκε στα 40 της, με άλλους πολλούς συναδέλφους της, μερικοί πολύ νεότεροι ακόμα, σε πρόωρη, αναγκαστική σύνταξη.
Η πρώην αεροσυνοδός είναι λοιπόν από εκείνους τους δημόσιους υπαλλήλους στους οποίους συχνά αναφέρονται απαξιωτικά τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για να καταδείξουν πώς και γιατί έφτασε η Ελλάδα «στα πρόθυρα της χρεοκοπίας».
Πιθανώς, επίσης, η κ. Χάρου, εκτός από «case study» για τα διεθνή μίντια, να είναι και... ομοτράπεζη στο μεγάλο φαγοπότι του κ. Πάγκαλου.
«Οχι, ποτέ», αντιδρά αμέσως, γελώντας πηγαία και επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τη λιτή σιλουέτα της.
«Οταν επεδίωκα και ζητούσα την πρόσληψή μου στην εταιρεία, την οποία έμαθα από παιδί να αγαπώ και να θεωρώ οικογένειά μου, αφού ο πατέρας μου, Μανώλης Χάρος, ήταν από τους πιο παλιούς και σεβαστούς από όλους κυβερνήτες, πού να ξέρω ότι η Ολυμπιακή χρειαζόταν, ας πούμε, 1.500 υπαλλήλους και αυτοί, οι πολιτικοί, τη φόρτωσαν με 3.000; Ασφαλώς και βολεύτηκα και εγώ από αυτήν την απλοχεριά. Ξέρω ότι ήταν λάθος που προσλαμβάνανε τόσους, αλλά υπήρχε κάποια νομοθεσία που τους το επέτρεπε, υποθέτω. Δεν έφτιαξα εγώ τους νόμους».
Η καθημερινότητα που δεν αντέχεται
Σήμερα, παίρνει σύνταξη γύρω στα 1.600 ευρώ. Μεγαλώνει 2 παιδιά, το ένα με ειδικές ανάγκες. Η έλλειψη βασικών υποδομών, παντού, κάνει τη ζωή της δυσκολότερη. Η εκπαίδευση, ιδίως του παιδιού της που έχει πρόβλημα, αντί να είναι χαρά και απαντοχή για το ίδιο και την οικογένεια, έχει καταντήσει μαρτύριο.
Η ακρίβεια υποχρεώνει την οικογένεια να θυσιάσει ακόμα και τις πιο μικρές «πολυτέλειες» που έως τώρα έκαναν λίγο πιο φωτεινή τη ζωή τους. Μια εκδρομή. Μια αγορά καινούριου ρούχου ή παιχνιδιού. Ενα τραπέζι σπίτι για φίλους, έστω και χωρίς την άγρια χλιδή που έχουν τα ρωμαϊκά τσιμπούσια του Πάγκαλου στην Ελευσίνα.
Αυτή, λοιπόν, «η ευνοημένη υπάλληλος του Δημοσίου», όταν πήγε να ζητήσει, όπως δικαιούται, συνοδό για το παιδί της στο σχολείο, της είπαν από τα Κέντρα Διάγνωσης του υπουργείου Παιδείας, «εντάξει, να εγκρίνουμε συνοδό αλλά μην ελπίζεις γιατί δεν θα 'ρθει ποτέ».
Γιατί; Διότι είναι τόσες πολλές, της έλεγαν, οι αιτήσεις, και τόσες λίγες οι προσλήψεις, που δεν υπάρχουν άτομα για να συνοδεύουν το παιδί της.
Αλλού, δηλαδή, όπως στην «Ολυμπιακή» που ήσασταν εσείς, διόριζαν με τη σέσουλα, και εκεί που χρειάζονταν κόσμο, έκαναν τους σφιχτοχέρηδες; Ακριβώς έτσι, δυστυχώς.
Μία μητέρα, μας λέει η κ. Χάρου, πήγε δικαστικώς, και κατάφερε να της δώσουν συνοδό για το αυτιστικό παιδί της. Πόσοι, όμως, έχουν τη δύναμη να μπουν σε μια τέτοια περιπέτεια, ιδίως με τα τόσα που ακούνε και διαβάζουν για τους... ρυθμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης;
«Μου τη λες κιόλας;»
Η κ. Χάρου, όπως χιλιάδες γονείς, χιλιάδες πολίτες, τράβηξε μόνη, με τον άνδρα της, την ανηφόρα. Μέχρι πέρυσι, μας λέει, πλήρωνε από την τσέπη της, «δηλαδή από αυτά που μου... χάρισε ο Πάγκαλος», 700 ευρώ τον μήνα για να πληρώνει τον συνοδό του μικρού της γιου, που ήταν υποχρέωση του κράτους.
«Αρα, ακόμα και εάν δεχτώ ότι με έβαλε κάποιος στο Δημόσιο και μου έκανε τη χάρη, σίγουρα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα φάγαμε μαζί, γιατί εγώ τράβηξα και τραβάω όλο το κουπί, στη δουλειά, στο σπίτι, στο μεγάλωμα των παιδιών σε μια χώρα που δεν ξέρει τι σημαίνει εκπαίδευση, σε ένα κράτος που σπατάλησε τα χρήματά του οπουδήποτε αλλού εκτός από την κοινωνική μέριμνα. Οχι, κύριε Πάγκαλε. Αυτά που μου δώσατε, εγώ τα δούλεψα. Και αυτά που έμειναν να εισπράττω σήμερα, εσείς μου τα τρώτε κάθε μέρα. Πώς μπορείτε, λοιπόν, να μου την λέτε κι από πάνω;»
«Σάπιος ο συνδικαλισμός»
Ο πολίτης, συνεχίζει η κ. Χάρου, μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει. «Εσύ, κύριε, που προστατεύεις, υποτίθεται, το δημόσιο συμφέρον, και ξέρεις ότι η πρόσληψή μου, αργά ή γρήγορα, θα ζημιώσει τη χώρα, γιατί με προσέλαβες; Γιατί ψάρευες ψηφοφόρους, αυτό ήταν. Δεν σε ενδιέφερε η επόμενη μέρα της εταιρείας και της χώρας, όπως δεν σε ενδιαφέρει και σήμερα. Κοντόφθαλμη ήταν πάντοτε η πολιτική σας.»
Ωραία, αλλά όταν όλος αυτός ο κόσμος πίεζε για να προσληφθεί, όταν απευθυνόταν στα συνδικαλιστικά του όργανα γνωρίζοντας ότι αυτά είχαν, πράγματι, τη δύναμη, να μετατρέψουν ένα ρουσφέτι σε «δίκαιο λαϊκό αίτημα», δεν υπήρχε, τότε, αυτό που ονομάζουμε «συλλογική ευθύνη»;
«Σε έναν μεγάλο βαθμό, ναι», απαντά η πρώην αεροσυνοδός. «Ο συνδικαλισμός πράγματι είναι σάπιος στην Ελλάδα. Πρέπει να απαγορευτεί στους συνδικαλιστές να πολιτεύονται στη συνέχεια. Τα κάνουν πλακάκια με τους πολιτικούς και είναι απολύτως καθοδηγούμενοι από τα κόμματα. Εάν ο Πάγκαλος, με τη ρήση του, εννοεί περί των χρημάτων που φαγώθηκαν και με τέτοιους συνδικαλιστές, τότε εκεί ίσως έχει δίκιο».