Υποψηφίου Διαμερισματικού Συμβούλου Α’ Θεσσαλονίκης
Για πρώτη φορά ο Έλληνας πολίτης, ανά τη χώρα, αισθάνεται μόνος, και ένα από τα καλά μας χαρακτηριστικά είναι ότι αντιμετωπίζαμε τα προβλήματά μας ενωμένοι, είχαμε ο ένας τον άλλο. Η πολιτική και οι πολιτικοί εγγυούταν ένα σύστημα το οποίο χωρίς να είναι το ιδανικό και παρά τα πολλά του προβλήματα, επέτρεπε στους πολίτες να αναπτύξουν την επαγγελματική, κοινωνική και πολιτική τους δραστηριότητα. Ώσπου, αυτό το σύστημα υπό το βάρος των αδυναμιών του κατέρρευσε κι ο πολίτης αισθάνεται αντιμέτωπος με προβλήματα που παρότι τον ξεπερνούν είναι υποχρεωμένος να ξεπεράσει μόνος.
Ποτέ άλλοτε ο πολιτικός χρόνος δεν ήταν τόσο πυκνός. Η τελευταία διετία αποτέλεσε τη διάψευση μιας ολόκληρης γενιάς, το παρελθόν δεν εγγυάται το μέλλον αλλά το υπονομεύει και η νέα γενιά στέκει μετέωρη, καθώς το οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό σύστημα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, ο ίδιος ο Έλληνας του 21ου αιώνα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με την κοινωνία το κράτος και την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα εντός της οποίας δραστηριοποιείται.
Το κοινωνικό κράτος αποδομείται, εν μέσω μιας κρίσης και ενώ παγκοσμίως επανανακαλύπτεται η σημασία του για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής σε αυτούς τους καιρούς. Ο από καιρό αναγκαίος εξορθολογισμός του κράτους επιβάλλεται έξωθεν και εμφανίζεται σαρωτικός τη στιγμή που το κράτος θα έπρεπε να είναι πιο ευέλικτο για την προστασία των ασθενέστερων.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι εδώ. Είναι εδώ για να διασφαλίσει ότι θα επιστρέψουμε στους δανειστές μας τα δανεικά, μια υποχρέωση μας στην οποία φανήκαμε αναξιόπιστοι. Δεν ενδιαφέρεται για την ευημερία του ελληνικού λαού, όχι γιατί είναι «κακό» ή «ανάλγητο» αλλά γιατί αυτό αποτελεί διαχρονικά πρόνοια της εγχώριας πολιτικής ηγεσίας.
Στο σύνολό τους οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν στους σκοπούς του Μνημονίου. Δηλαδή ότι το Κράτος δεν μπορεί να είναι τεράστιο σε σημείο να καταπνίγει την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν μπορεί να είναι σπάταλο και πρέπει να είναι αποτελεσματικό σε όλες του τις εκφάνσεις: στην επαφή του με τους πολίτες, στη διοίκηση, στην παραγωγή νομοθεσίας και στην εφαρμογή της, όπως για παράδειγμα στην είσπραξη των φόρων.
Η διαφωνία έγκειται στα μέσα του Μνημονίου. Υπερβολικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι αν απολύαμε το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και καταργούσαμε την Δημόσια Παιδεία και Υγεία θα εξασφαλίζαμε τα χρήματα των πιστωτών μας. Μια τέτοια λύση ικανοποιεί τις επιδιώξεις του ΔΝΤ. Δεν μπορεί να ικανοποιεί την ελληνική κοινωνία. Διότι διαταράσσει την κοινωνική συνοχή. Διότι όταν το κράτος λειτουργεί, οφείλει πέραν του οικονομικού κόστους να λαμβάνει υπ’ όψιν και το κοινωνικό κόστος, το οποίο ενίοτε υπαγορεύει οικονομικές ζημίες. Σε κάθε περίπτωση, μία κυβέρνηση οφείλει να λειτουργεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου το οποίο υπηρετεί όντας ταυτόχρονα συνεπής προς τους συνομιλητές και πιστωτές της. Υπό αυτό το πνεύμα, μία κυβέρνηση αντί του ασφαλούς δρόμου της αυξημένης φορολόγησης και περικοπής δαπανών πλέον των πλεοναζουσών, η οποία άλλωστε έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική όχι λόγω του ύψους της φορολογίας αλλά λόγω της κακής διάρθρωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, παραδεκτό πλέον και από το ΔΝΤ, οφείλει να επιλέξει τον πιο απαιτητικό από άποψη πολιτικής ικανότητας δρόμο της ανάπτυξης που και εξασφαλίζει τους πιστωτές, διαρκές ζητούμενο εφεξής, αλλά διασφαλίζει και την ευημερία των πολιτών. Ο πρώτος δρόμος αναδιανέμει τον υπαρκτό πλούτο υπέρ των δανειστών μας, ενώ ο δεύτερος αποσκοπεί στην αύξηση του πλούτου και άρα στην ικανοποίηση αμφότερων των μελών.
Κι εδώ τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: Εφόσον, η οικονομική πολιτική ασκείται από την κεντρική εξουσία γιατί ως πολίτης να ενδιαφερθώ για την τοπική αυτοδιοίκηση; Η κεντρική εξουσία φαίνεται να επιλέγει έναν λάθος δρόμο και απαιτείται να την καταδείξουμε. Αφ’ ετέρου οι τοπικές αυτοδιοικήσεις καλούνται να υπερκαλύψουν το κενό της άτακτης απόσυρσης του κεντρικού κράτους σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο χωρίς ταυτόχρονα να προικοδοτούνται με τα αντίστοιχα κονδύλια.
Λεφτά δεν υπάρχουν, και τούτου δοθέντος έχουμε την ευκαιρία να αναδιαμορφώσουμε την αντίληψη για τις σχέσεις πολίτη- διοίκησης. Οι πολίτες δεν χρειαζόμαστε πλέον τις παλιές αντιλήψεις κακώς νοούμενης εξυπηρέτησης αλλά αυτοδιοίκηση που να διασφαλίζει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο λειτουργίας σταθερό και βιώσιμο εντός του οποίου ο καθένας να αισθάνεται ασφαλής και ευπρόσδεκτος να δημιουργήσει, να εργαστεί να επενδύσει. Οι Τοπικές Αυτοδιοικήσεις που θα προκύψουν την 7η Νοεμβρίου δεν θα έχουν αυξημένα έσοδα και ίσως θα δουν και περικοπή των υπαρχόντων. Για αυτό και η επίδρασή τους στη λειτουργία της τοπικής κοινωνίας δεν θα σχετίζεται τόσο με την ανάληψη πολυδάπανων έργων, αλλά με την εγκαθίδρυση αποτελεσματικής, ευέλικτης, προσβάσιμης και κατανοητής (χωρίς αλληλοεπικαλύψεις) διοίκησης κοντά και υπέρ του πολίτη.
Για πρώτη φορά ίσως από συστάσεως νεοελληνικού κράτους, η διοίκηση δεν θα είναι εργοδότης αλλά εγγυητής για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας θέτοντας κίνητρα αλλά και περιορισμούς ισχυροποιώντας τον ανταγωνισμό αλλά και προστατεύοντας τους αδύναμους. Το στοίχημα της ανάπτυξης δεν θα δοθεί από την κεντρική εξουσία αλλά από κάθε Δήμο και Πριφέρεια ξεχωριστά.
Ως φοιτητής των οικονομικών επιστημών, έμαθα ότι η οικονομία είναι στον πυρήνα της θέμα ψυχολογίας. Σε αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές οφείλουμε να αποδείξουμε στους συμπολίτες ότι δεν είναι μόνοι τους και δεν θα είναι μόνοι τους. Η υπέρβαση των προβλημάτων είναι το στοίχημα της επόμενης μέρας, στοίχημα που θα κερδίσουμε μόνο αν επενδύσουμε στην ψυχική ανάταση του πολίτη όχι με μεγαλόσχημες εξαγγελίες που πλέον δεν είναι πιστευτές αλλά με την δέσμευση ότι είμαστε δίπλα στον πολίτη έχουμε πλήρη αντίληψη των προβλημάτων και εργαζόμαστε για την επίλυσή τους.
Ως πολίτη της Θεσσαλονίκης, επειδή ακριβώς αναδεικνύει το ζήτημα της ορθής διαχείρισης,με πείθει η προεκλογική ατζέντα του Κώστα Γκιουλέκα και της Ομάδας Δημιουργίας για τον Δήμο μας, το δεύτερο μεγαλύτερο της χώρας, και το όραμα για μία τοπική αυτοδιοίκηση που θα συναγωνίζεται τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις και θα αποτελεί πρότυπο για τις ελληνικές.
Αλέξανδρος Κ. Γεωργιάδης
Φοιτητής Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Υποψήφιος Διαμερισματικός Σύμβουλος Α’ Θεσσαλονίκης
Ομάδα Δημιουργίας με τον Κώστα Γκιουλέκα