Ο κ. Γράβαρης θα προτείνει στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας να ανατρέψει την νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου του 1979, κρίνοντας αντισυνταγματική την έκτακτη εισφορά, ενώ παράλληλα θα εισηγηθεί να αναιρεθεί και η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που είχε ταχθεί υπέρ της συνταγματικότητας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του «η έκτακτη εισφορά είναι αντίθετη στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος που απαγορεύει την αναδρομική επιβολή φόρου ή άλλου οικονομικού βάρους».
Από το νόμο, όπως θα τονίσει ο σύμβουλος Επικρατείας, απαγορεύεται κάθε αναδρομικότητα επιβολής φόρου και κατά συνέπεια η έκτακτη εισφορά υπολογιζόμενη επί των εισοδημάτων που έχουν αποκτηθεί πριν την 1.1.2008 δεν είναι νόμιμη, καθώς αντίκειται στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Το άρθρο 78 αναφέρει συγκεκριμένα ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε νομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος, που προηγείται εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε».
Ο δεύτερος λόγος αντισυνταγματικότητας, σύμφωνα με τον κ. Γράβαρη, είναι ότι η ρύθμιση εξαιρεί από τη έκτακτη εισφορά τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, χωρίς να προκύπτει από πουθενά για ποιο λόγο έγινε η διαφοροποίηση αυτή, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η επιταγή του άρθρου 4 του Συντάγματος.
Ουσιαστικά ο κ. Γράβαρης συντάσσεται με την άποψη του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο στην υπ’ αριθμ. 18440/2009 απόφαση του (πρωτοδίκης η κυρία Αγλαΐα Δημητροπούλου) αναφέρει ότι με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 78 «θεσπίζεται γενική απαγόρευση αναδρομικής επιβολής πέραν του προηγούμενου έτους οποιουδήποτε δυσμενέστερου των ισχυόντων οικονομικού μέτρου, ανεξαρτήτως του είδους αυτού ή της προσωρινότητας της επιβολής του». Μάλιστα «το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν συνιστά λόγο καταστρατήγησης συνταγματικών διατάξεων», όπως αυτές που απαγορεύουν την αναδρομική επιβολή φόρων.
Ετσι η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου κρίνει αντισυνταγματική την έκτακτη εισφορά που υπολογίσθηκε στο δηλωθέν εισόδημα του οικονομικού έτους 2008, δηλαδή στο εισόδημα που αποκτήθηκε κατά τη χρήση 2007, διότι:
- «Οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 3758/2009 θεσπίζουν οικονομικό βάρος που εκτείνεται πέραν του προηγούμενου της επιβολής του έτους»
- «Η έννοια του οικονομικού έτους κατά το Σύνταγμα ταυτίζεται με την έννοια του όρου στη δημοσονομική διαχείριση και όχι στην έννοια που δίδεται στη φορολογία εισοδήματος».
Ακριβώς τα αντίθετα έχει κρίνει εν συνεχεία το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Συγκεκριμένα το Εφετείο με πρόεδρο τον κ. Γ. Μπαλάτσο, εισηγήτρια την κυρία Αδαμαντία Παπασταμοπούλου και μέλος την κυρία Μαρία Σούκα, έκρινε ότι η έκτακτη εισφορά προς αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης δεν προσκρούει στο άρθρο 78 του Συντάγματος και είναι κατά συνέπεια συνταγματική.
Στην απόφαση υποστηρίζεται μάλιστα ότι η έκτακτη εισφορά «δεν αποτελεί φόρο αλλά έκτακτη φορολογική επιβάρυνση των οικονομικώς ισχυρότερων φυσικών προσώπων κλιμακούμενη ανάλογα προς τη φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων σ’ αυτήν προσώπων, χωρίς να παραβιάζεται η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και 5 του Συντάγματος αρχή της φορολογικής ισότητας».
Κατόπιν αυτών, εάν η εισήγηση του κ. Γράβαρη γίνει δεκτή από τα άλλα μέλη του Β΄ Τμήματος η υπόθεση θα εισαχθεί για οριστική κρίση στη Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, που θα πρέπει να τοποθετηθεί σε δύο ζητήματα: 1) της αντισυνταγματικότητας ή μη και 2) της επακόλουθης ανατροπής ή όχι νομολογίας του δικαστηρίου.
Στη Δικαιοσύνη έχει προσφύγει φορολογούμενος ζητώντας να ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα της έκτακτης εισφοράς της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, με το οποίο καταλογίσθηκε εις βάρος του έκτακτη οικονομική εισφορά 10.000 ευρώ, υπολογισθείσα στα δηλωθέντα, σύμφωνα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 (χρήσης 2007) εισοδήματα, που ανήλθαν σε 377.637,69 ευρώ.