Παρόλο που η πολιτική ατζέντα μονοπωλείται από τη συζήτηση για το Μνημόνιο και τις εκλογές, ένας άλλος διάλογος, που μάλλον έχει περάσει στα ψιλά, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, αυτός για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αν δεν με απατά η μνήμη μου είναι ο τρίτος που διεξάγεται μέσα σε 4,5 χρόνια και μένει να δούμε τι αποτέλεσμα θα έχει. Πάντως δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι θα οδηγήσει κάπου, ειδικά αν μετρήσω τις μέρες που τα σχολεία λειτουργούν κανονικά στη χώρα μας. Στο διάστημα των 20 ημερών από τις 27 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου, τα σχολεία θα λειτουργήσουν κανονικά μόλις τις 7 από τις 13 εργάσιμες μέρες.
Οι λόγοι που τα σχολεία θα είναι ανοιχτά τις μισές μέρες από αυτές που θα έπρεπε κανονικά να λειτουργούν, είναι η εθνική επέτειος, οι περιφερειακές εκλογές που στερούν 4 μέρες μαθημάτων και η χθεσινή ιδιότυπη «αργία» των καθηγητών εξαιτίας της διεξαγωγής των συνδικαλιστικών εκλογών τους. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει να γιορτάζεται η εθνική επέτειος δύο μέρες στα σχολεία και να μη γίνονται οι σχετικές εκδηλώσεις σε μία. Ποτέ επίσης δεν θα καταλάβω γιατί πρέπει όταν έχουμε τοπικές εκλογές στη χώρα μας να παραλύει η εκπαίδευση για 4 μέρες όταν ολόκληρη Αμερική διεξήγαγε πρόσφατα εκλογές σε μία μόλις μέρα.
Αυτό που επίσης αδυνατώ εντελώς να κατανοήσω είναι γιατί θα πρέπει οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες γενικότερα στον δημόσιο τομέα να συνεχίζουν εδώ και χρόνια να πραγματοποιούνται εργάσιμες ημέρες.
Στη χώρα του παραλόγου όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λογικά σε ορισμένους. Για ποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση όμως μπορούμε να μιλάμε όταν εμείς οι ίδιοι με τις πρακτικές μας οδηγούμε τους μαθητές εκτός σχολείου;
Οταν η «κοπάνα» νομιμοποιείται χωρίς δεύτερη σκέψη από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, το κράτος και τους λειτουργούς του, πώς περιμένουμε από τα νέα παιδιά να αντιμετωπίσουν το σχολείο τους και γενικότερα την εκπαιδευτική διαδικασία;
Οποιο διάλογο και να κάνουμε, όποιες ιδέες κι αν πέσουν στο τραπέζι για την αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όσο κι αν προσπαθήσουμε πολιτικά να τις περάσουμε θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό αν δεν λύσουμε θεμελιώδη και εν πολλοίς αυτονόητα ζητήματα. Αν δεν απαλλαγούμε πρώτα απ’ όλα εμείς οι ίδιοι από παλαιολιθικές νοοτροπίες και δεν ξεβολευτούμε λίγο, ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες γενιές. Χωρίς αυτά, όποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Αυτό που επίσης αδυνατώ εντελώς να κατανοήσω είναι γιατί θα πρέπει οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες γενικότερα στον δημόσιο τομέα να συνεχίζουν εδώ και χρόνια να πραγματοποιούνται εργάσιμες ημέρες.
Στη χώρα του παραλόγου όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λογικά σε ορισμένους. Για ποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση όμως μπορούμε να μιλάμε όταν εμείς οι ίδιοι με τις πρακτικές μας οδηγούμε τους μαθητές εκτός σχολείου;
Οταν η «κοπάνα» νομιμοποιείται χωρίς δεύτερη σκέψη από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, το κράτος και τους λειτουργούς του, πώς περιμένουμε από τα νέα παιδιά να αντιμετωπίσουν το σχολείο τους και γενικότερα την εκπαιδευτική διαδικασία;
Οποιο διάλογο και να κάνουμε, όποιες ιδέες κι αν πέσουν στο τραπέζι για την αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όσο κι αν προσπαθήσουμε πολιτικά να τις περάσουμε θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό αν δεν λύσουμε θεμελιώδη και εν πολλοίς αυτονόητα ζητήματα. Αν δεν απαλλαγούμε πρώτα απ’ όλα εμείς οι ίδιοι από παλαιολιθικές νοοτροπίες και δεν ξεβολευτούμε λίγο, ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες γενιές. Χωρίς αυτά, όποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη να αποτύχει.