«Η εσπευσμένη και επεισοδιακή ψήφιση του πολυνομοσχεδίου της κυβέρνησης, δεν έκλεισε τα μεγάλα ζητήματα που περιλαμβάνει. Αντίθετα, τα άφησε ανοιχτά σαν μια πληγή στο σώμα των Κοινοβουλευτικών Θεσμών, της Ελληνικής Οικονομίας, της Ελληνικής Κοινωνίας.
Η ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας βρήκε το κόμμα που κυβερνά βαριά τραυματισμένο και με την απώλεια ενός ακόμη βουλευτή.
Πολλά και σημαντικά ερωτήματα έμειναν αναπάντητα από ένα κοινοβουλευτικό διάλογο τόσο ασφυκτικά περιορισμένο.
Με αυτό το νομοσχέδιο, η κυβέρνηση κατέρριψε ένα ακόμη δικό της αρνητικό ρεκόρ, εισάγοντας, μόλις μέσα σ’ ένα χρόνο, επτά νομοσχέδια με τη μορφή του κατεπείγοντος, όταν η Ν.Δ., στα 5,5 χρόνια, έφερε μόνο ένα.
Το ΠΑΣΟΚ φοβήθηκε το διάλογο, την κριτική, την άλλη άποψη. Γι’ αυτό και έφερε τόσα πολλά κρίσιμα νομοθετήματα στο παρά πέντε των χρονικών προθεσμιών του Μνημονίου, έτσι ώστε να μπορέσει να ξεφύγει με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες.
Για άλλη μια φορά, η ποιότητα του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης αξιολογήθηκε αρνητικά.
Προχειρότητα, ασάφειες και αόριστες διατυπώσεις, είναι τα χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου. Ειδικά στο κεφάλαιο των Εργασιακών Σχέσεων:
Τα επιχειρήματα της πλειοψηφίας, δεν έπεισαν καμία πλευρά.
Κανείς δεν πείστηκε για την αναγκαιότητα του κατεπείγοντος της διαδικασίας.
Κανείς δεν κατανόησε την ενοχοποίηση και την ανάγκη μείωσης των μισθών για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Κανείς δεν πίστεψε, ότι οι εργαζόμενοι σε έμμεσο εργοδότη (ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι) θα πρέπει να μένουν 36 μήνες (αντί για 12) σε εκκρεμότητα – ανασφάλεια.
Κανείς δεν θεώρησε χρήσιμη τη διαγραφή χρεών ύψους 24 δισ. €.
Κανείς δεν δέχτηκε ότι η περαιτέρω αύξηση του ΦΠΑ θα βοηθήσει την οικονομία.
Έμειναν όλοι έκπληκτοι από τη σπουδή της Υπουργού Εργασίας να «ανακαλύψει» και να καταργήσει τις πενιχρές προσαυξήσεις των 31 και 41 λεπτών για τις αμοιβές της εργασίας και της υπερωρίας των ευρισκόμενων στη χειρότερη θέση εργαζομένων, όπως είναι όσοι βρίσκονται στο καθεστώς της Μερικής Απασχόλησης.
Έκπληξη προκαλεί η παρατεινόμενη, πεισματική άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, με μείωση της φορολογίας, με περιορισμό της γραφειοκρατίας, με άρση των αγκυλώσεων του δημόσιου τομέα, με μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως επίμονα προτείνει και πιέζει όλο τον τελευταίο χρόνο η Νέα Δημοκρατία.
Η κυβέρνηση προχώρησε σε «άτακτη φυγή» στην ψήφιση του άρθρου 7 (διαγραφή χρεών ύψους 24 δις €) και το απέσυρε, κάτω από το βάρος των αντιδράσεων και των πιέσεων του συνόλου του πολιτικού κόσμου.
Με τον τρόπο αυτό, διέγραψε την αξιοπιστία της, αφού το κεντρικό προεκλογικό της σύνθημα «ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ» στηριζόταν ακριβώς σ’ αυτά τα ανείσπρακτα χρέη.
Δεν έδωσε καμιά απάντηση στην καταγγελία μας, ότι οι πόροι του ΕΣΠΑ για την τόνωση της Ανάπτυξης και τη δημιουργία Θέσεων Εργασίας, λιμνάζουν στη γραφειοκρατία των Υπουργείων και κρατούν την εθνική απορροφητικότητα στο απαράδεκτα χαμηλό ποσοστό 6,2 %.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του πολυνομοσχεδίου - ενδεικτικό της έλλειψης σχεδιασμού και προγράμματος της κυβέρνησης - είναι η επαναφορά κρίσιμων ρυθμίσεων, που η ίδια η κυβέρνηση ανέτρεψε πριν από μερικούς μήνες και τώρα επαναφέρει όπως – όπως, δικαιώνοντας τη σταθερή κριτική θέση της Νέας Δημοκρατίας.:
- Μείωση ΦΠΑ στις τουριστικές επιχειρήσεις
- Κλάδος αυτοκινήτων
- Άρση του «πόθεν έσχες» για την πρώτη κατοικία
Και όλα αυτά, χωρίς το στοιχειώδες ίχνος ευαισθησίας για αυτοκριτική, σχετικά με τη ζημιά που προξένησαν τους τελευταίους 10 μήνες στην Ελληνική Οικονομία.
Το περιεχόμενο και η διαδικασία ψήφισης του πολυνομοσχεδίου, δικαιώνουν την ανάγκη για αλλαγή πολιτικής που προτείνει με υπεύθυνο τρόπο η Νέα Δημοκρατία.
Η χώρα χρειάζεται μια άλλη πολιτική, που θα εξασφαλίζει την Ανάκαμψη, θα τη βγάλει μια ώρα αρχύτερα από το Μνημόνιο και θα κερδίσει το στοίχημα της Ανάπτυξης, της Απασχόλησης και της Κοινωνικής Συνοχής».