08 Δεκεμβρίου 2010

Ισλαμική Ευρώπη - Έχει ελπίδες ο χριστιανισμός στον Παλαιό Κόσμο;

Αφιέρωμα του ρωσικού περιοδικού EXPERT

Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, στη Κολωνία της Γερμανίας σημειώθηκαν μαζικές συγκρούσεις μεταξύ υπερασπιστών και αντιπάλων της κατασκευής τζαμιού –ενός μεγαλόπρεπου κτιρίου με δύο μιναρέδες 55 μέτρων. Εκατόν πενήντα άτομα, που φώναζαν το σύνθημα «Σταματάμε τον εξισλαμισμό!», δεν κατάφεραν ούτε να προσεγγίσουν τον χώρο πραγματοποίησης του συλλαλητηρίου, που είχε οριστεί από τις αρχές. Τους εμπόδισε πλήθος σαράντα χιλιάδων αριστεριστών, που ήδη είχε κατακλύσει το κέντρο της πόλης και διαμαρτυρόταν ενάντια στην αντι-ισλαμική συγκέντρωση.

Ντυμένοι με ομοιόμορφη στολή, οι αριστεριστές έκαναν έλεγχο στους περαστικούς που τους φαίνονταν σαν «ύποπτοι φασίστες», απαιτούσαν να αναφέρουν που πηγαίνουν και τους τρομοκρατούσαν. Θύματα της αριστερής διαδήλωσης υπήρξαν 15 τραυματισμένοι αστυνομικοί. Συλλαμβάνοντας περίπου 400 αριστεριστές η αστυνομία κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση και ακύρωσε την άδεια πραγματοποίησης του συλλαλητηρίου ενάντια στο τζαμί.

Ακόμη και οι παραδοσιακά εξαιρετικά κριτικές στους ακροδεξιούς γερμανικές εφημερίδες αναγκάστηκαν να διαπιστώσουν: η ημέρα όπου ο όχλος επιθετικών αριστεριστών επέβαλε στις αρχές να απαγορεύσουν μια ειρηνική διαδήλωση διαμαρτυρίας, αναδεικνύεται σε ημέρα ήττας της δημοκρατίας.

Το πιο εκπληκτικό είναι ότι η σύγκρουση της Κολωνίας δεν ήταν σύγκρουση μουσουλμάνων με χριστιανούς. Στα συγκεκριμένα γεγονότα Γερμανοί (αριστεριστές-άθεοι) κτύπησαν Γερμανούς (ακροδεξιούς-άθεους). Μια σύγκρουση που συνέβη διότι οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν με διαφορετικό τρόπο το Ισλάμ και το ρόλο του στην Ευρώπη.

Ο αναστεναγμός του Μαυριτανού

Από τον λόφο της Albaicín, όπου βρίσκεται η πρώην εβραϊκή συνοικία της Γρανάδας, ανοίγεται η καταπληκτική θέα προς το φρούριο της Αλάμπρα, το κάστρο των τοπικών εμίρηδων, και πίσω απ’ αυτό οι χιονισμένες κορυφές της οροσειράς της Σιέρρα-Νεβάδα. Οι τουρίστες που συνωθούνται για να θαυμάσουν τη δύση του ηλίου εκπλήσσονται όταν, στην καθολική Ισπανία, ακούν ξαφνικά το τραγουδιστό κάλεσμα του μουεζίνη. Από το 2006, στην Albaicín λειτουργεί τζαμί –το πρώτο στη Γρανάδα από το 1492, όταν ο εμίρης Μωχάμετ ΙΒ΄ παρέδωσε την πόλη στους Ισπανούς. Σύμφωνα με το μύθο, ο εμίρης, φεύγοντας προς τη θάλασσα, σταμάτησε το άλογό του σε ένα διάσελο και στράφηκε προς τα πίσω ώστε να δει για τελευταία φορά την Γρανάδα. Από τότε αυτό το διάσελο ονομάζεται «ο τελευταίος αναστεναγμός του Μαυριτανού».

Τώρα, με την επιστροφή του τζαμιού και των μουσουλμάνων στη Γρανάδα, αποδεικνύεται ότι αυτός ο «αναστεναγμός» δεν ήταν ο τελευταίος.

Τα τζαμιά επανέρχονται στην Ευρώπη. Επιστρέφουν εκεί, όπου κάποτε ήσαν πολλά (σύμφωνα με μεσαιωνικά χρονικά, στο μεταίχμιο πρώτης και δεύτερης χιλιετίας, στη Κόρδοβα λειτουργούσαν 1.000 τζαμιά και στο Παλέρμο 300) και εμφανίζονται εκεί που δεν υπήρξαν ποτέ. Τζαμιά μπορείς να ανακαλύψεις στις εργατουπόλεις της βόρειας Αγγλίας και στα φτωχά προάστια της Στοκχόλμης, της Κοπεγχάγης ή του Άμστερνταμ. Μιναρέδες και μαντήλες έγιναν μέρος του αστικού τοπίου όλης της Ευρώπης. Οι μουσουλμάνοι εκλέγονται στα εθνικά κοινοβούλια και ιδρύουν τις δικές τους εταιρείες, υπηρετούν στον στρατό και στην αστυνομία, διδάσκουν σε πανεπιστήμια και σε μεντρεσέδες, καθίστανται όλο και περισσότερο εμφανές τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Η ισλαμοφοβία σε πολύ διαφορετικές μορφές –από την απλούστερη που είναι η έλλειψη κατανόησης έως την πιο σοβαρή, που περιλαμβάνει εμπρησμούς και δολοφονίες– συνιστά την αντίδραση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην επιστροφή του Ισλάμ.

Οι απαισιόδοξοι προβλέπουν τον απόλυτο εξισλαμισμό των ευρωπαϊκών χωρών και γράφουν βιβλία στα οποία η Παναγία των Παρισίων μετατρέπεται σε τζαμί, παραπέμποντας στο ιστορικό προηγούμενο της Αγίας Σοφίας το 1453 στην αλωθείσα Κωνσταντινούπολη. Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά στο Ισλάμ και στους μουσουλμάνους της Ευρώπης καταδεικνύει ότι οι φόβοι αυτοί, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον και για μερικές γενεές, είναι αβάσιμοι.

Είναι γεγονός ότι, το Ισλάμ όλο και περισσότερο εμφανίζεται στην Ευρώπη και σε μερικές πόλεις να γίνεται η κυρίαρχη θρησκεία. Αλλά η ενότητα των μουσουλμάνων, η υπερβολική θρησκευτικότητά τους και τα ύπουλα σχέδια εξισλαμισμού ως επιχειρήματα δεν στέκουν σε σοβαρή κριτική. Η Ευρώπη αλλάζει λόγω της παρουσίας εκατομμυρίων μουσουλμάνων στα όρια της. Αλλά και οι μουσουλμάνοι, που βρίσκονται στην Ευρώπη, επίσης αλλάζουν. Και η μεγάλη τους πλειοψηφία δεν επιθυμεί να αλλάξει το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον, το οποίο τους επέτρεψε να ασκούν την θρησκεία τους ως ελεύθερη επιλογή και όχι ως πολιτική επιβολή.

Οι ευρωπαϊκοί φόβοι
Το όνομα Μωχάμετ (και οι πολυάριθμες παραλλαγές του) είναι σήμερα το δεύτερο σε αριθμό όνομα που δίνεται στα αγοράκια που γεννιούνται στη Μ. Βρετανία. Στο Saint-Denis το προάστιο του Παρισιού που κατοικείται κυρίως από μετανάστες, το όνομα Μωχαμέτ είναι το πιο δημοφιλές. Στις τέσσερεις μεγαλύτερες πόλεις της Ολλανδίας το όνομα αυτό βρίσκεται επίσης ψηλά στον κατάλογο. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο ρυθμός γεννήσεων μεταξύ των μουσουλμάνων είναι πολύ υψηλότερος στην Ευρώπη απ’ ότι ο μέσος όρος, ο αριθμός των νεογέννητων με τα ονόματα Μωχάμετ, Αλί, Φατιμά ή Ρασίντ θα αυξάνεται.

Σήμερα στην Ε.Ε. ζουν περίπου 16 εκ. μουσουλμάνοι. Εάν όλοι τους ζούσαν σε μια χώρα αυτή θα ήταν ένατη σε πληθυσμό. Σε περισσότερες από 10 πόλεις, κυρίως στις πολυάριθμες, οι μουσουλμάνοι ξεπερνούν τις 100 χιλ. Στο Λονδίνο κατοικούν 650 χιλ. μουσουλμάνοι (8% του πληθυσμού, γι’ αυτό και το ονομάζουν όλο και πιο συχνά «Λοντονιστάν»), στην περιφέρεια Παρισιού περίπου ένα εκατομμύριο (12%). Στις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της Ε.Ε., οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 20%. Στο Μπέρμιγχαμ και στο Ρότερνταμ οι μουσουλμάνοι αποτελούν σχεδόν το μισό το πληθυσμού τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής ομοσπονδιακής υπηρεσίας μετανάστευσης και ασύλου, αυτή τη στιγμή στη Γερμανία ζουν 3,8 εκατομμύρια μουσουλμάνοι. Περίπου 800 χιλ. από αυτούς έχουν γερμανική υπηκοότητα. Στην Αυστρία από διάφορες πηγές οι μουσουλμάνοι συνιστούν το 4,2 έως το 4,9% και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας το 2051 θα φθάσει το 18%. Στην Ελβετία σήμερα ήδη είναι το 5%, ποσοστό που διπλασιάστηκε από το 1992 έως το 2002. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση μουσουλμάνων παρατηρείται στις μεγάλες πόλεις. Έτσι σε μερικές συνοικίες των μεγαλυτέρων γερμανικών πόλεων οι μουσουλμάνοι είναι το 40-50% και σε διάφορα σχολεία τα παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών φθάνουν και το 90%.

Κι όμως, έως πρόσφατα οι μουσουλμάνοι στην Ευρώπη ήσαν λίγοι. Το 1950 οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες (χωρίς τα Βαλκάνια) είχαν 300 χιλ. –στην πραγματικότητα ανά μερικές χιλιάδες σε πόλεις με λιμάνια. Το 1970 οι μουσουλμάνοι έφθασαν τα 2,7 εκατ. Και σήμερα είναι έξι φορές περισσότεροι.

Αν και σήμερα στο σύνολο οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 3,4%, το 2025 στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Βρετανία θα είναι το 10-15% και στα μέσα του αιώνα το 20-25%. Το 2050 ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ευρώπης (και των δυτικών Βαλκανίων) μπορεί να φθάσει τα 70 εκ. ή 15% του πληθυσμού.

«Εννοείται ότι, οι Ευρωπαίοι φοβούνται το Ισλάμ» –ξεκαθαρίζει στο «EXPERT » ο ειδικός στο Ισλάμ καθηγητής Ruediger Lohlker (στμ. καθηγητής Ισλαμικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης). «Κατά πρώτο λόγο αυτό προκαλείται επειδή οι μουσουλμάνοι και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνες πάντοτε διακρίνονται στον δρόμο. Την παρουσία τους δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Και οι ίδιοι καταλαβαίνουν ότι είναι πλέον πολλοί. Για παράδειγμα είδα μια ενδιαφέρουσα γερμανική μελέτη, η οποία αποδεικνύει ότι από την δεκαετία του 1980 οι μουσουλμάνοι δεν παραμερίζουν στα πεζοδρόμια στους διαβάτες που έρχονται από απέναντι. Εξυπακούεται ότι αυτή η αντίληψη ενισχύεται με το να οικοδομούνται μεγάλα τζαμιά και η παρουσία τους στην Ευρώπη γίνεται πιο ορατή τώρα και από αρχιτεκτονικής άποψης.»

Έπειτα από την 11 Σεπτεμβρίου 2001 και μετά τα κτυπήματα στη Μαδρίτη το 2004 και στο Λονδίνο το 2005 τα συνθήματα που καλούν σε εγρήγορση ακούγονται πιο έντονα. Έτσι η γαλλίδα δημοσιογράφος Gisèle Littman που γεννήθηκε στην Αίγυπτο από εβραϊκή οικογένεια και υπογράφει με το ψευδώνυμο Bat Ye’or («Κόρη του Νείλου» στα εβραϊκά), το 2005 εξέδωσε το βιβλίο «Eurabia: The Euro-Arab Axis», στο οποίο προβλέπει την απορρόφηση της Ευρώπης από τον μουσουλμανικό κόσμο.

Σύμφωνα με την άποψή της, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκλεισαν μυστική συμμαχία με τα αραβικά κράτη της Εγγύς ανατολής και βόρειας Αφρικής, με την οποία θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί στις ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό η Ευρώπη συμφώνησε να ανοίξει τις πύλες της στους μουσουλμάνους μετανάστες, οι οποίοι αργά αλλά σταθερά την μετατρέπουν σε τμήμα του ισλαμικού κόσμου.

Η ιδέα της «Ευραβίας» έγινε δημοφιλής στον Τύπο και στις πολιτικές επιστήμες, και για αυτή έγραψαν το αστέρι της ιταλικής δημοσιογραφίας Οριάνα Φαλάτσι (στμ. το κύριο βιβλίο της για το θέμα: «La forza della ragione»), ο Αμερικανός δημοσιολόγος Robert Spencer (στμ. διευθυντής του «Jihad Watch», πρόγραμμα του «David Horowitz Freedom Center», συγγραφέας των βιβλίων «The Truth About Muhammad» και «The Politically Incorrect Guide to Islam (and the Crusades)»), η Ayaan Hirsi Ali, πολιτικός, συγγραφέας και φεμινίστρια από την Ολλανδία, με καταγωγή από τη Σομαλία και ο Αμερικανός ιστορικός Daniel Pipes (στμ. έγραψε ανάμεσα στα άλλα και το «Militant Islam Reaches America»). Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν μερικές δεκάδες βιβλία με τίτλους όπως «Όσο η Ευρώπη κοιμόταν» ή «Η τελευταία ευκαιρία της Ευρώπης», στα οποία περιγράφεται ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ευρώπης μετατρέπεται σε πέμπτη φάλαγγα του παγκόσμιου Ισλάμ.

Ισλαμικό μωσαϊκό

«Παρόμοιες φοβίες δεν στέκουν σε καμιά κριτική. Οι μουσουλμάνοι στην Ευρώπη διαφέρουν από πληθώρα χαρακτηριστικών. Η εμφάνισή τους στα κράτη της Ευρώπης συνέβη λόγω, κυρίως, οικονομικών αιτιών -o μουσουλμανικός χάρτης της σημερινής Ευρώπης αντανακλά σχεδόν τον χάρτη των βιομηχανικών περιοχών των δεκαετιών 1950-1960. Οι μουσουλμάνοι έφθασαν στην Ευρώπη προερχόμενοι από διάφορες χώρες, από διαφορετικές διαδρομές και πέρασαν από τελείως διαφορετικές εμπειρίες. Το να υποστηρίζεις ότι στην Ευρώπη υπάρχει κάποια ενιαία μουσουλμανική κοινότητα είναι σαν να μιλάς για την ύπαρξη ενιαίας χριστιανικής κοινότητας. Οι Καθολικοί της Σικελίας, οι Λουθηρανοί της Σουηδίας, οι Ορθόδοξοι της Ελλάδας, οι Καλβινιστές της Ολλανδίας είναι τελείως διαφορετικές ομάδες για να τις συμπεριλάβεις σε έναν κοινό ορισμό» δήλωσε στο «EXPERT» ο Jurgen S. Nielsen, καθηγητής Ισλαμικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (στμ. συγγραφέας των βιβλίων «Muslim networks and transnational communities in and across Europe, 2003» και «Shari’a as Discourse: Legal Traditions and the Encounter with Europe», 2010).

Τα ρεύματα της μουσουλμανικής μετανάστευσης των δεκαετιών ’50-’70 αντανακλούν την αποικιοκρατική εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι στη Βρετανία το 75% των μουσουλμάνων προέρχονται από τη νότια Ασία. Οι μισοί είναι από το Πακιστάν και από ¼ Ινδία και Μπαγκλαντές.

Στη Γαλλία σημαντικό τμήμα των μεταναστών είναι από τη Β. Αφρική – από τις πρώην αποικίες της Αλγερίας του Μαρόκου και της Τυνησίας. Στην Ολλανδία σημαντικό ποσοστό των μουσουλμάνων προέρχονται από την Ινδονησία και το Σουρινάμ (είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σουρινάμ τους μουσουλμάνους από την Ινδία και την Ινδονησία τους μετέφερε η ολλανδική αποικιακή αρχή).

Οι χώρες που δεν είχαν αποικίες προσέλκυσαν gastarbeiters («επισκέπτες εργάτες») από την Τουρκία και άλλες χώρες της Μεσογείου. Στη Γερμανία οι Τούρκοι αποτελούν το 70% των μουσουλμάνων της χώρας. Μεγάλα είναι τα ποσοστά των βορειοαφρικανών σε Ισπανία και Ιταλία, αν και παρατηρείται αύξηση των Αλβανών, Αφρικανών και Αράβων μουσουλμάνων.

«Το ευρωπαϊκό Ισλάμ δεν υφίσταται ως έννοια, διότι οι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, κυρίως λόγω εθνικής προέλευσης. Εφόσον οι ευρωπαίοι αδυνατούν να πραγματοποιήσουν ένα κοινό πανευρωπαϊκό σχέδιο τότε είναι απίθανο αυτό να το πράξουν οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης. Πολλοί από αυτούς ως ταυτότητα αναδεικνύουν την εθνική τους προέλευση: πρώτα είναι Πακιστανοί, Τούρκοι, Μαροκινοί και μετά μουσουλμάνοι» υποστηρίζει η γαλλίδα κοινωνιολόγος Jocelyne Cesari, καθηγήτρια του Χάρβαρντ και συγγραφέας βιβλίων για τους μουσουλμάνους της Ευρώπης και των ΗΠΑ (στμ. τα πλέον πρόσφατα βιβλία της «When Islam and Democracy Meet: Muslims in Europe and in the United States», 2006 και «European Muslims and the Secular State», 2005).

Οι εθνικές ιδιαιτερότητες διακρίνονται άλλωστε, με έμφαση, καθώς η πλειοψηφία των τζαμιών στην Ευρώπη έχει εθνικό χαρακτήρα –συνήθως αυτά γίνονται το κέντρο της θρησκευτικής ζωής της μιας ή της άλλης μουσουλμανικής ομάδας. «Στο Άμστερνταμ οι Τούρκοι δεν πάνε στο τζαμί των Μαροκινών και οι Μαροκινοί στο Τούρκων. Εκτός από εξαιρέσεις βεβαίως. Και αυτό παρά το γεγονός ότι και στο ένα και στο άλλο θα διαβάσουν τιςπροσευχές στα αραβικά» -μας είπε ο Μεχμέτ Ερκίν, συνεργάτης του Τουρκικού Ισλαμικού Κέντρου στο Άμστερνταμ.

Το Ισλάμ ως κουλτούρα

Μεταξύ των Ευρωπαίων μουσουλμάνων δεν υπάρχει ενότητα ούτε στη θρησκευτικότητα. «Όταν στην Ευρώπη μιλούν για μουσουλμάνους, συνήθως έχουν υπ’ όψιν τους μετανάστες και τους απογόνους τους από τις χώρες, όπου το Ισλάμ είναι η κυρίαρχη θρησκεία. Ο κύριος όγκος αυτών που χαρακτηρίζονται μουσουλμάνοι στην Ευρώπη είναι σε τέτοιο επίπεδο μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί της Ευρώπης. Πρώτον, πολλοί δεν ακολουθούν τους θρησκευτικούς κανόνες, διατηρώντας μόνο μερικές πολιτιστικές παραδόσεις, οι οποίες πέρασαν στην Ευρώπη από τις χώρες των προγόνων τους. Δεύτερον, στην Ευρώπη υπάρχουν διάφοροι κλάδοι του Ισλάμ, οι οποίοι ενεργά ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Το ευρωπαϊκό Ισλάμ δεν είναι συμπαγές αλλά μωσαϊκό τόσο ως θρησκευτική δύναμη όσο και ως συγκεκριμένες πρακτικές και κοσμοαντιλήψεις» λέει η Garbi Schmidt, κοινωνιολόγος από το Δανικό Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στην Κοπεγχάγη (στμ. κύριο βιβλίο της το «Islam in Urban America», 2005).

Πραγματικά, ο πλέον διαδεδομένος τύπος του ευρωπαϊκού Ισλάμ είναι «ο μουσουλμάνος με την έννοια της κουλτούρας» -αυτοί που θεωρούν τον εαυτόν τους μουσουλμάνο αλλά δεν ακολουθούν τους κανόνες της θρησκευτικότητας. «Σε αντίθεση με πολλές μουσουλμανικές χώρες στην Ευρώπη οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα της επιλογής του τρόπου ζωής τους. Και πολλοί διατηρούν την πίστη ως ιδιωτική, προσωπική υπόθεση ελάχιστα σχετιζόμενη με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της θρησκείας –τζαμιά, ιμάμηδες και τα λοιπά» - λέει ο Αχμέτ Χαλίλ, που μεγάλωσε στο Λονδίνο και κατάγεται από το Κάιρο. Ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος είναι εξαιρετικά απασχολημένος με την καριέρα του και τους φίλους του και γι’ αυτό στο τζαμί πηγαίνει όχι συχνότερα από 2-3 φορές τον χρόνο.

Σύμφωνα με μελέτες Γάλλων κοινωνιολόγων στην Γαλλία μόνο το 5% των μουσουλμάνων επισκέπτονται τακτικά τα τζαμιά και περίπου το 1/3 προσεύχεται καθημερινά έστω μια φορά. Τόσο χαμηλή θρησκευτικότητα ελάχιστα διαφοροποιείται από την θρησκευτικότητα των Ευρωπαίων χριστιανών. Έτσι εάν στην Αγγλικανική εκκλησία τυπικά ανήκουν 13,4 εκατομμύρια πιστοί, με κανονική συχνότητα στις λειτουργίες πηγαίνουν μόνο τα 2 εκατομμύρια.

Πάντως, με την πρώτη ματιά η θρησκευτικότητα των μουσουλμάνων εκπλήσσει: επισκεπτόμενος τα τζαμιά σε διάφορες πόλεις από την Κοπεγχάγη έως το Μπέρμιγχαμ ο συντάκτης του «EXPERT» διαπίστωσε το πόσο κατάμεστα ήσαν. Σε ένα από τα τζαμιά του Άμστερνταμ δεν υπήρχαν θέσεις για όλους και οι πιστοί προσεύχονταν στον δρόμο, απλώνοντας τα χαλάκια επάνω στο λιθόστρωτο. Ευτυχώς, η βροχή, που πρόβλεψαν οι μετεωρολόγοι, δεν έπεσε. Αλλά η αιτία μάλλον αυτού του φαινομένου δεν είναι τόσο η θρησκευτικότητα των μουσουλμάνων όσο η ανεπάρκεια των τζαμιών.

«Στη Βρετανία εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα εκκλησιών και τον 21ο αιώνα μένουν κατά κύριο λόγο άδειες. Και εάν γεμίζουν είναι μόνο από τους τουρίστες. Την ίδια ώρα τα τζαμιά διαθέτουν λίγες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα» είπε ο David Motadel, επιστημονικός συνεργάτης του πανεπιστημίου του Cambridge.

Πραγματικά, τα περισσότερα τζαμιά στην Ευρώπη είναι διαμορφωμένοι κινηματογράφοι, αίθουσες γυμναστικής, εστιατόρια, ακόμη και οικίες. Τζαμιά κτισμένα εξ αρχής γι’ αυτό τον σκοπό, με θόλους και μιναρέδες, αποτελούν μόνο το 10-15% απ’ όσα λειτουργούν στην Ευρώπη (στην Γερμανία τα 200 από τα 1200 είναι εντυπωσιακά κτίρια με θόλο και μιναρέδες).Έτσι πολλοί κάτοικοι των ευρωπαϊκών πόλεων δεν γνωρίζουν ότι κάπου στην γειτονιά τους υπάρχει τζαμί, καθώς δεν προβάλουν διακριτά χαρακτηριστικά. Ο συντάκτης του «EXPERT» χρειάστηκε 20 λεπτά μέχρι να βρει ένα τζαμί, στα ήσυχα προάστια της Κοπεγχάγης: δεν ξεχώριζε σε τίποτε από τα γειτονικά σπίτια, με μόνη εξαίρεση τη σεμνή μεταλλική ταμπέλα στην είσοδο.

Ριζοσπαστικοποίηση

Το να ωραιοποιούμε, όμως, τις σχέσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων με τους Ευρωπαίους επίσης δεν είναι σωστό. Οι μουσουλμάνοι όλο και πιο επίμονα διεκδικούν να παίξουν σημαντικότερο και, συχνά ακόμη, ιδιαίτερα διακριτό ρόλο. Και η εξάπλωση της ισλαμικής επιρροής στην Ευρώπη οδηγεί σε μεγάλες μεταστροφές.

Πρέπει να πούμε ότι, την οικοδόμηση νέων τζαμιών είναι ελάχιστοι αυτοί που θα την εμποδίσουν –έστω και έπειτα από μακρά αντιδικία οι αρχές των πόλεων, συνήθως, επιτρέπουν την οικοδόμηση νέου τζαμιού. Στην ίδια την Κολωνία, έπειτα από πολύμηνες συζητήσεις, η οικοδόμηση του τζαμιού με τους 55μετρους μιναρέδες ενεκρίθη. Στην Φραγκφούρτη δεν χρειάστηκε ούτε διάλογος. «Το 40% του πληθυσμού της Φραγκφούρτης το αποτελούν οι μετανάστες. Σε όποιον δεν αρέσει αυτό, ας φύγει!», διακήρυξε, σε συνεδρίαση της Δημοτικής Επιτροπής για την Εκπαίδευση και την Ένταξη με αφορμή την οικοδόμηση νέου τζαμιού στην περιοχή Hauzen, το μέλος της Narges Eskandari Grünberg, ιρανικής καταγωγής.

Πριν από 25 έτη, η Narges Eskandari ξέφυγε από την ισλαμική επανάσταση και κατέφυγε στη Γερμανία. Σήμερα, όμως, κάποιοι πολιτικοί άρχισαν να μιλούν για τη πιθανότητα ισλαμικής επανάστασης που απειλεί την Ευρώπη. Όλο και περισσότεροι Γερμανοί προσηλυτίζονται στο Ισλάμ τα τελευταία χρόνια. Ενώ το 2005, σύμφωνα με τις μουσουλμανικές ενώσεις της Γερμανίας (στη χώρα δεν υπάρχει ενιαία ισλαμική οργάνωση και οι αρχές ενημερώνονται από τα στοιχεία των σημαντικότερων μουσουλμάνων ενώσεων), στο Ισλάμ προσηλυτίστηκαν περίπου 1.000 Γερμανοί, το 2006 ο αριθμός των ονομαζόμενων προσήλυτων έφθασε τα 4.000 άτομα. Συνολικά τα τελευταία χρόνια στο Ισλάμ προσχώρησαν περίπου 18 χιλιάδες Γερμανοί, ενώ το μερίδιο των καθολικών στον πληθυσμό μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 7% ή 2 εκατομμύρια.

Το πρόβλημα είναι ότι οι προσήλυτοι προσχωρούν συχνότερα στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του Ισλάμ. Το Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους οι γερμανικές ειδικές υπηρεσίες συνέλαβαν τρεις μουσουλμάνους, οι οποίοι ετοίμαζαν τρομοκρατικά κτυπήματα σε γερμανικό έδαφος. Για την επίθεση στο αεροδρόμιο της Φραγκφούρτης και στην αμερικανική αεροπορική βάση στο Ramstein οι τρομοκράτες είχαν ετοιμάσει μερικές εκατοντάδες κιλά εκρηκτικής ύλης. Δύο από τους τρεις τρομοκράτες ήσαν Γερμανοί που είχαν προσηλυτισθεί στο Ισλάμ.

Εφέτος την άνοιξη, συνελήφθησαν 9 ισλαμιστές από την γερμανική αστυνομία λόγω υποψιών για προετοιμασία τρομοκρατικών ενεργειών και οι αρχές δεν αμφιβάλλουν ότι μεταξύ των προσήλυτων υπάρχουν ακόμη τρομοκράτες που δεν έχουν αποκαλυφθεί. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προσήλυτοι έχουν ροπή προς τον ριζοσπαστισμό πολύ περισσότερο από τους μουσουλμάνους που μεγάλωσαν σε μουσουλμανικές οικογένειες» δήλωσε μετά την σύλληψη των πρώτων υπόπτων ο τότε υπουργός Εσωτερικών και τώρα πρωθυπουργός της Βαυαρίας Guenter Bekstein. «Με το ριζοσπαστισμό τους επιδιώκουν να αυτοεπιβεβαιωθούν στη νέα θρησκεία και να αποκτήσουν το αναγκαίο κύρος».

Ιδιαίτερα ισχυρό είναι το θρησκευτικό ενδιαφέρον στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, γεννημένους στην Ευρώπη και συχνότερα κατόχους της ιθαγένειας της χώρας που μένουν. «Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο μεταξύ των μουσουλμάνων. Η πρώτη γενιά των μεταναστών είναι ήσυχη, σιωπηλή, σφιγμένη. Η δεύτερη γενιά επιθυμεί να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα να έχει την δική της φωνή. Δημιουργεί θρησκευτικές ομάδες για να έχει το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινή υπόθεση, το αίσθημα της «πατρίδας». Η παλαιά πατρίδα τούς έγινε ξένη, η νέα δεν τους παρείχε την δυνατότητα να εδραιωθούν στην κοινωνία. Γι’ αυτό η άστεγη ψυχή επιδιώκει να στεριώσει εκεί όπου, όπως της φαίνεται, μπορεί να βρει αλληλεγγύη» λέει στο «EXPERT» ο καθηγητής Heinz Nussbaumer, Αυστριακός με ειδίκευση στο Ισλάμ και για πολλά χρόνια εκπρόσωπος δύο αυστριακών Ομοσπονδιακών Προέδρων (στμ. το βιβλίο του «Der Moench in Mir», είναι αφιερωμένο στο προσκύνημά του στο Άγιο Όρος).

Οι αποτυχίες της ενσωμάτωσης

Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτυχίας της ενσωμάτωσης της δεύτερης γενιάς Ευρωπαίων μουσουλμάνων είναι η ιστορία της ζωής του Μωχάμετ Σιντίκ Χαν. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους χιλιάδες Πακιστανούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και πήγαν μετανάστες στην Αγγλία, για να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής ενδυμάτων. Γεννημένος το 1974, ο Μωχάμετ μεγάλωσε στα προάστια του Leeds, τελείωσε το σχολείο και το κολλέγιο, παντρεύτηκε (μάλιστα διάλεξε μόνος του τη σύζυγό του και δεν ακολούθησε την γονική επιλογή) και βρήκε εργασία σε ένα Κέντρο Νεολαίας. Όλα έδειχναν τέλεια, η ενσωμάτωση είχε επιτευχθεί. Και ξάφνου, τον Ιούλιο 2005, πήγε στο Λονδίνο, όπου μαζί με τρεις συνεργούς του, ανατινάχθηκε στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Αυτή η τρομοκρατική ενέργεια αφαίρεσε τη ζωή από 56 ανθρώπους.

«Αυτό το γεγονός, αν και εξαιρετικά σπάνιο, καταδεικνύει την πιθανή τροχιά της ζωής των ευρωπαίων μουσουλμάνων, ιδιαίτερα τη δεύτερης γενιάς μεταναστών, οι οποίοι έχασαν την επαφή με την πατρίδα, αλλά δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν στο νέο περιβάλλον. Ο ριζοσπαστισμός κάποιου τμήματος της νεολαίας δείχνει τη σοβαρότητα του παράγοντα των γενεών στις κοινωνικές και εθνικές εντάσεις και συγκρούσεις στη σύγχρονη Ευρώπη», λέει η Amel Boubekeur από το παρισινό Ecole Nationale Superior (στμ. πρόσφατη εργασία της «European Islam: The Challenges for Society and Policy», 2007). Μάλιστα τώρα, που μεταξύ των μουσουλμάνων η νεολαία είναι εξαιρετικά πολυπληθέστερη απ’ ότι μεταξύ του βασικού πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών, αυτή η σύγκρουση γίνεται πιο οξεία.

Στη Βρετανία οι νέοι έως 16 ετών αποτελούν το 20% του πληθυσμού, ενώ μεταξύ των μουσουλμάνων αυτός ο δείκτης φθάνει στο 38%. Στη Δανία οι μουσουλμάνοι είναι συνολικά 3,8% του πληθυσμού, αλλά περίπου 10% όλων των παιδιών που γεννιούνται στη χώρα και 25% όσων γεννιούνται στην Κοπεγχάγη. Στο Άμστερνταμ, στη Χάγη και στο Ρότερνταμ οι μουσουλμάνοι συνιστούν το 60% του πληθυσμού κάτω των 20 ετών.

Ο αστικός και περιαστικός νεαρός μουσουλμανικός πληθυσμός που ζει σε ψηλές πολυκατοικίες στα φτωχά προάστια αισθάνεται όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με τις μέσες και ώριμες ηλικίες του λευκού πληθυσμού. Αυτή η σύγκρουση, η οποία έχει οικονομικές και κοινωνικές αιτίες, παίρνει θρησκευτικό τόνο. Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλές, και κύρια το μορφωτικό έλλειμμα, το οποίο από την μια πλευρά περιορίζει τις βιοτικές δυνατότητες των μεταναστών και των απογόνων τους και από την άλλη τους κάνει φανατικούς οπαδούς της ριζοσπαστικής προπαγάνδας των εξτρεμιστών» λέει ο Jon Snow από το πανεπιστήμιο του Bradford. Για τη μουσουλμανική νεολαία το Ισλάμ καθίσταται σοβαρός παράγων της πολιτιστικής του ταυτότητας, η οποία φέρει στοιχεία αντι-κουλτούρας και αντιπαλότητας με τον περιβάλλοντα κόσμο.
[…]

Στη θέση του Μαρξ

Έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, παρά τον ήδη μεγάλο αριθμό των μουσουλμανικών κοινοτήτων, οι μουσουλμάνοι ηγέτες στην Ευρώπη συμπεριφέρονταν με χαμηλούς τόνους. Η πλειοψηφία των μουσουλμάνων θεωρούσαν τους εαυτούς τους είτε ως μετανάστες είτε ως προσωρινούς κατοίκους, και υπολόγιζαν ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Μάλιστα, κατά την διάρκεια των αραβοϊσραηλινών πολέμων του 1967 και του 1973 μεταξύ των μουσουλμανικών πληθυσμών δεν παρατηρήθηκε καμία πολιτική κινητικότητα. Οι μετανάστες χωρίς δεσμεύσεις από θρησκευτική πίστη, προτίμησαν απλά να υποστηρίξουν τα αριστερά κόμματα, καθώς ήσαν κατά του ρατσισμού και του εθνικισμού. Ακόμη μέχρι το 1970 οι Βρετανοί μουσουλμάνοι (τους οποίους ο ντόπιος πληθυσμός ελάχιστα ξεχώριζε από τους Ινδούς) εξέφραζαν τη διαφορετικότητά τους από τη πλειοψηφία με εθνικό και όχι θρησκευτικό κριτήριο. Στη Γερμανία και στην Ολλανδία ήσαν Τούρκοι, και στη Γαλλία Αλγερινοί και Μαροκινοί. Γι’ αυτό ο τυπικά μουσουλμανικός (και γι’ αυτό όχι σπάνια κοσμικός και αντικληρικαλικός) μεταναστευτικός πληθυσμός υποστήριζε τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.

«Εν πολλοίς αυτό αντανακλούσε τις διαδικασίες στις ίδιες τις μουσουλμανικές χώρες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο ισλαμισμός συνδεόταν με τα αντιδραστικά μοναρχικά καθεστώτα, τύπου Σαουδικής Αραβίας, η οποία διέφερε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον σύγχρονο εθνικισμό στην Αίγυπτο του Νάσερ ή τον επαναστατικό σοσιαλισμό, οι οποίοι ήταν πολύ δημοφιλείς σε πολλές χώρες της Εγγύς Ανατολής εκείνη την εποχή» -μας διηγείται ο David Motadel από το πανεπιστήμιο του Cambridge.

Αλλά από τότε επισυνέβησαν δύο σοβαρές αλλαγές.

Η πρώτη έχει σχέση με τον μουσουλμανικό κόσμο: τα κοσμικά καθεστώτα στις ισλαμικές χώρες και η σχετιζόμενη μαζί τους πολιτική σταδιακά έχαναν το κύρος τους. Από την άλλη πλευρά η πετρελαϊκή κρίση αύξησε κατά πολύ τα έσοδα των παραδοσιακών μοναρχιών της Σαουδικής Αραβίας και των γειτονικών χωρών, Η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν το 1979 έκανε το Ισλάμ πολιτικό – γεννήθηκε το πρώτο θεοκρατικό κράτος στο μουσουλμανικό κόσμο.
Η δεύτερη αλλαγή: η μετατόπιση της πολιτικής ζυγαριάς στην Ευρώπη.

«Με την κρίση του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι αριστερές ιδέες στην Ευρώπη υπέστησαν πλήγματα. Εάν στη δεκαετία του ’70 αυτές αντιπροσώπευαν σοβαρή εναλλακτική πρόταση στις κυρίαρχες ιδέες, στη δεκαετία του ’90 αυτό έπαψε να ισχύει. Πρώτον, ο σοσιαλισμός έχασε το κύρος του από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και δεύτερον, πολλά στοιχεία της αριστερής ιδεολογίας –εργατικά δικαιώματα, φεμινισμός, πολιτική ορθότητα, αγώνας για το περιβάλλον, αγώνας ενάντια στο ρατσισμό και στον εθνικισμό και τα λοιπά- πέρασαν στην δυτική κυρίαρχη σκέψη» λέει στο «EXPERT» ο Michael Kerr από το London School of Economics (στμ. «Approaches to power-sharing in Northern Ireland and Lebanon», 2007).

Το κενό της ιδεολογίας διαμαρτυρίας δεν διατηρήθηκε για καιρό. Έσπευσαν να το καλύψουν τάχιστα οι ιδέες του πολιτικού Ισλάμ, εισαγόμενες από τις μουσουλμανικές χώρες από τους μετανάστες. Η τεχνολογική πρόοδος (δορυφορική τηλεόραση, η διάδοση του διαδικτύου και του e-mail) απλοποίησαν και επιτάχυναν τη μετάδοση των ριζοσπαστικών ιδεών στην Ευρώπη.

Όπως σημειώνει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Olivier Roy (στμ. βιβλία του «The Failure of Political Islam» και «Secularism Confronts Islam») «όταν οι αριστερές ιδέες κατέρρευσαν, στη θέση τους εμφανίστηκαν οι ισλαμιστές. Το Ισλάμ αντικατέστησε τον μαρξισμό σαν ιδεολογία διαμαρτυρίας ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Τότε εμφανίστηκε και στην Ευρώπη σημαντικός αριθμός χριστιανών και άθεων που ασπάζονταν το Ισλάμ.

Στην καθαρή του μορφή το πολιτικό Ισλάμ άπλωσε την επιρροή του μόνο μεταξύ ενός μικρού, αλλά πολύ ενεργητικού, αριθμού Ευρωπαίων μουσουλμάνων. Πρώτη δοκιμή δύναμης για το πολιτικό Ισλάμ στην Ευρώπη στάθηκε η εκστρατεία διαμαρτυρίας εναντίον των «Σατανικών στίχων» του Σαλμάν Ρουσντί το 1989. «Τότε, ιδιαίτερα οι Βρετανοί μουσουλμάνοι έπαυσαν να προβάλουν την ταυτότητα αποκλειστικά του “προερχόμενου από την νότια Ασία” αλλάζοντας την σε αυτή του “μουσουλμάνου”» είπε στο «EXPERT» ο Philip Lewis, καθηγητής κοινωνιολογίας από το πανεπιστήμιο του Bradford στη βόρεια Αγγλία, ενός από τα βασικά μουσουλμανικά κέντρα της Βρετανίας (στμ. συγγραφέας του βιβλίου «Young, British and Muslim»).

Η τάση προς το πολιτικό Ισλάμ ενισχύθηκε χάρη στο ότι στην Ευρώπη εγκαταστάθηκαν πολλοί ισλαμιστές από τις μουσουλμανικές χώρες, στις οποίες τους καταδίωκαν. Το Λονδίνο, τη τελευταία δεκαετία, παίζει το ρόλο στη πολιτική ζωή της εγγύς ανατολής που έπαιζε η Βηρυτός μέχρι την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο το 1975. Ιδιαίτερα στο Λονδίνο, και όχι στη Δαμασκό, τη Βαγδάτη ή το Ριάντ, στάθηκε δυνατό να εκδηλωθούν οι εκπρόσωποι διαφόρων τάσεων του ισλάμ – από τους συντηρητικούς Βαχαμπίτες και Σαλαφιστές έως τους λάτρεις του μυστικιστικού Σουφισμού και επίσης τους οπαδούς του μετριοπαθούς Ισλάμ ή του κοσμικού κράτους.

Στο Λονδίνο συστάθηκε η πρώτη επιτροπή «πρώην μουσουλμάνων», στην οποία μπήκαν όσοι επέμειναν στο δικαίωμα να απαρνηθούν τη θρησκεία τους (αυτό, από την άποψη οπαδών του Ισλάμ, θεωρείται σοβαρό, αν όχι θανάσιμο, αμάρτημα).

«Αυτή η κατάσταση αποδείχθηκε νέα για τους μουσουλμάνους. Οι σοβαρές πνευματικές συζητήσεις δεν αποτελούσαν χαρακτηριστικό του ισλαμικού κόσμου για αιώνες, όταν οι ιμάμηδες ήταν αναγκασμένοι να εξυπηρετούν τις απαιτήσεις των κρατών. Αλλά στην Ευρώπη ο περιορισμός στις συζητήσεις και στην ελευθερία λόγου άρθηκαν, κάτι που δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση. Οι ριζοσπάστες ιμάμηδες δεν είχαν πλέον ανάγκη, να «κρυφοκοιτάζουν» προς την εξουσία προπαγανδίζοντας τις ιδέες τους. Η Ευρώπη αποδείχθηκε η πιο ριζοσπαστική περιφέρεια του μουσουλμανικού κόσμου» λέει η Garbi Schmidt. Το ότι εδώ πραγματοποιούνται οι πιο μαζικές συγκεντρώσεις για την Παλαιστίνη, την εισβολή της δυτικής συμμαχίας στο Ιράκ ή την εποχή του σκανδάλου με τα δανικά σκίτσα το 2006, αντανακλά αυτή τη κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά το πολιτικό Ισλάμ δεν έγινε σοβαρή ενοποιητική δύναμη μεταξύ των μουσουλμάνων της Ευρώπης. Καθώς ήταν διαμοιρασμένοι στις ενώσεις τους –ανά χώρα διαβίωσης (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία), ανά χώρα προέλευσης (Τουρκία, Μαρόκο, Μπανγκλαντές), ανά ισλαμικό κλάδο, έτσι κι έμειναν. Δεν εμφανίστηκαν πολιτικά κόμματα που να ενώνουν τους μουσουλμάνους, όχι μόνο στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επίσης εντός ξεχωριστών κρατών. Αλλά αυτό απλώς διευκόλυνε τη δουλειά των ριζοσπαστών μουσουλμάνων, που έτσι μονοπωλούν την ιδέα της πανισλαμικής τζιχάντ.

Ο πόλεμος των τζαμιών

«Οι Ευρωπαίοι μουσουλμάνοι βρίσκονται μονίμως σε συνθήκες ανταγωνιστικής πίεσης. Δυνάμεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών επιδιώκουν να τους προσελκύσουν στην αποδοχή των κοινωνιών, στις οποίες διαβιούν, την ίδια ώρα που οι διεθνείς παράγοντες τους προδιαθέτουν σε παγκόσμιες και πανισλαμικές συμπεριφορές. Οι ιμάμηδες και τα θρησκευτικά ιδρύματα με ιδιαίτερα ενεργό τρόπο επιδιώκουν να επηρεάσουν τη σκέψη των ευρωπαίων μουσουλμάνων. Πρώτον, επειδή ενδιαφέρονται για τη διατήρηση των δεσμών τους με τις μουσουλμανικές χώρες. Δεύτερον, επειδή αρκετά κράτη της Εγγύς Ανατολής χρηματοδοτούν την κατασκευή και συντήρηση τζαμιών, μεντρεσέδων και ισλαμικών πολιτιστικών κέντρων» λέει στο «EXPERT» η Jytte Klausen (στμ. πρόσφατο βιβλίο της το «The Challenge of Islam: Politics and Religion in Western Europe», 2005), Δανή κοινωνιολόγος, που σήμερα εργάζεται στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Brandeis.

Πραγματικά, σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις των μουσουλμανικών κρατών, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τα Ιδρύματα ανταγωνίζονται ενεργά για την επιρροή μεταξύ των μουσουλμάνων της Ευρώπης. Η δραστηριότητά τους επενεργεί σε αυτές τις συγκεκριμένες μορφές του Ισλάμ, οι οποίες διαδίδονται στην Ευρώπη, και επίσης στην πολιτική δραστηριότητα των ευρωπαίων μουσουλμάνων.

«Η Ευρώπη έγινε το πεδίο μάχης μεταξύ των κυβερνήσεων της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας, της Αλγερίας, του Μαρόκου και του Πακιστάν για το μυαλό των μουσουλμάνων. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πάντοτε έκλειναν τα μάτια, διότι φοβούνταν να αναμειχθούν. Επιπλέον, ήδη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η σκέψη στην Ευρώπη θεμελιώθηκε στην ιδεολογία του ψυχρού πολέμου, επειδή οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είδαν τον κίνδυνο του μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά όχι στο Ισλάμ. Από αυτή την άποψη αυτή η ισλαμική Σαουδική Αραβία συνιστούσε μικρότερο κακό από ότι οι χώρες που πρόβαλαν μορφές σοσιαλισμού, όπως η Συρία και το Ιράκ» λεει η Amel Boubekeur.

Ως αποτέλεσμα, την πιο ισχυρή επιρροή στο δίκτυο τζαμιών και ισλαμικών κέντρων στην Ευρώπη βρέθηκε να τη διαθέτει η Σαουδική Αραβία. Χώρα που ήδη από το 1962 δημιούργησε τον «Παγκόσμιο Μουσουλμανικό Σύνδεσμο» για την διάδοση των συντηρητικών βαχαμπιτικών εκδοχών του Ισλάμ. Η πετρελαϊκή έκρηξη των δεκαετιών του 1970, και έπειτα το 2000, έδωσε στο σαουδαραβικό βασίλειο, στη γη του οποίου βρίσκονται οι ιερές για τους μουσουλμάνους Μέκκα και Μεδίνα, τα μέσα για την δραστήρια επέκταση της επιρροής του εκτός συνόρων, κυρίως στην Ευρώπη.

Οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι παρακολουθούν τον έλεγχο της δράσης των τζαμιών, που χρηματοδοτούνται με σαουδαραβικά κεφάλαια. Όπως διηγήθηκε στην τηλεοπτική έρευνα «Πανόραμα» του βρετανικού καναλιού BBC ένας από τους Μπαγκλαντέζους ιμάμηδες, το τζαμί του οποίου στο ανατολικό Λονδίνο οικοδομήθηκε από τους Σαουδάραβες, «όταν η Σαουδική Αραβία δίνει με το ένα χέρι χρήματα για την οικοδόμηση τζαμιών, με το άλλο δίνει τον κατάλογο, για όσα πρέπει να μιλά ο πιστός, και για όσα όχι». Η Σαουδική Αραβία, έγινε ένας από τους κύριους χορηγούς του ευρωπαϊκού Ισλάμ, οικοδόμησε περίπου 700 τζαμιά και μουσουλμανικά κέντρα στις ευρωπαϊκές χώρες, από τη Νορβηγία μέχρι τη Βοσνία. Ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας προσωπικά έδωσε τα κεφάλαια στο Κέντρο Ισλαμικών Μελετών της Οξφόρδης, το κτίριο του οποίου οικοδομήθηκε στο κέντρο της πόλης με τη γοτθική αρχιτεκτονική. Με σαουδαραβικά χρήματα οικοδομήθηκαν επίσης: το μεγάλο τζαμί της Λυών, τα ισλαμικά κέντρα του Λονδίνου, του Εδιμβούργου, της Γενεύης, της Ρώμης και της Μαδρίτης.

Αλλά η Σαουδική Αραβία, παρά την γενναιοδωρία της, δεν έχει το μονοπώλιο στον έλεγχο του ευρωπαϊκού Ισλάμ. Οι κοσμικές κυβερνήσεις της Αλγερίας του Μαρόκου και της Τουρκίας δραστήρια εκμεταλλεύονται τα χρηματοδοτούμενα από αυτές τζάμια στην Ευρώπη ώστε να μειώσουν τον ριζοσπαστισμό μεταξύ των συμπατριωτών τους στην Ευρώπη. Αυτές οι χώρες και τα υπουργεία για τα θρησκευτικά ζητήματα με επιμέλεια επιλέγουν τους ιμάμηδες, οι οποίοι στην συνέχεια έχουν την ευθύνη των τζαμιών και τα θρησκευτικά σχολεία στο εξωτερικό. Η Αλγερία και το Μαρόκο ελέγχουν πάνω από τα μισά τζαμιά στη Γαλλία, παρέχοντας στους πρώην υπηκόους τους την δική τους, λιγότερο συντηρητική εκδοχή του Ισλάμ απ’ ότι οι Σαουδάραβες.

Οι τουρκικές αρχές δείχνουν δραστηριότητα μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (γνωστή ως DITIB) ιδιαίτερα στη Γερμανία στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Ο κοσμικός χαρακτήρας της τουρκικής δημοκρατίας βρίσκει αντανάκλαση στην πολύ μετριοπαθή άποψη του Ισλάμ που κηρύττουν (τόσο στη Τουρκία όσο και στις χώρες της Ευρώπης) οι Τούρκοι ιμάμηδες που πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό της Τουρκίας.

Σε όλη την Ευρώπη μεταξύ των τζαμιών που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό γίνονται ιδεολογικές συγκρούσεις. Μερικές φορές περνούν και σε σωματική βία. Για παράδειγμα στο παρισινό προάστιο Évry οι Μαροκινοί ιμάμηδες απέκτησαν τον έλεγχο του τοπικού τζαμιού και απαλλάχθηκαν από τους Αλγερινούς ιμάμηδες μόνο τότε αφού οι Μαροκινοί κτύπησαν τους Αλγερινούς με μεταλλικούς λοστούς.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ιμάμηδες στην Ευρώπη τοποθετούνται από το εξωτερικό, οι ηγέτες του Ισλάμ αποδεικνύονται λιγότερο ενσωματωμένοι στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Στη Γαλλία για παράδειγμα, μόνο το 4% των επαγγελματιών ιμάμηδων έχουν γαλλική υπηκοότητα. Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης δεν αφορά μόνον τους ιμάμηδες.

«Σε όλες τις οργανώσεις των μεταναστών στην Ευρώπη υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό –στο σύνολό τους εκφράζουν απροθυμία ώστε οι μουσουλμάνοι μετανάστες και οι απόγονοί τους εύκολα και απλά να αφομοιωθούν ή να ενσωματωθούν στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Οι ξένοι ιμάμηδες με εντονότερη δραστηριότητα αντιδρούν στο να πηγαίνουν τα παιδιά των μουσουλμάνων στα κρατικά σχολεία» λέει η Jocelyne Cesari.

Ανεπιθύμητοι Μουσουλμάνοι

Όσο και να είναι παράδοξο, στη ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων συμβάλουν η μη οξυδερκής πολιτική και η ακούσια αντίδραση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Και τις μεγαλύτερες διακρίσεις υφίστανται ακριβώς οι πλέον ενσωματωμένοι μουσουλμάνοι. Ακριβώς από αυτούς - μορφωμένοι και εργαζόμενοι σε θέσεις ευθύνης, που απαιτούν υψηλή εξειίκευση – η κοινωνία απαιτεί την άρνηση του αυτοπροσδιορισμού τους. Αγνοείται εντελώς το γεγονός ότι τα κύρια προβλήματα που αποδίδονται στο Ισλάμ: αναγκαστικός γάμος, ανισότητα των δύο φύλων και τα υπόλοιπα – είναι διαδεδομένα μεταξύ των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων της ισλαμικής κοινότητας. Οι μορφωμένοι μουσουλμάνοι ωθούνται σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες ή είναι υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν.

Η κάτοικος της Φραγκφούρτης Ελίφ Κοτς είναι Τουρκάλα, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Τώρα, η τριαντάχρονη Κοτς περνάει στο πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης τη δεύτερη ανώτατη εκπαίδευσή της και ετοιμάζεται για να δώσει απολυτήριες εξετάσεις. Όμως, το όνειρό της να γίνει καθηγήτρια της αγγλικής γλώσσας μπορεί και να μην πραγματοποιηθεί. Η αιτία είναι η μαντίλα, το χιτζάμπ (στμ. «Χιτζάμπ» σημαίνει «σωστή ένδυση και άρα σεμνότητα και ντροπή» σύμφωνα με την κα Ελεονόρα Σκουτέρη – Διδασκάλου, Κοινωνικής Ανθρωπολόγου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), την οποία φορά η ορθόδοξη μουσουλμάνα Κοτς. Λόγω αυτής της αιτίας το υπουργείο Παιδείας του κρατιδίου της Έσσης απλώς δεν την αφήνει να συμμετάσχει στις απολυτήριες εξετάσεις.

«Για να επιτραπεί η συμμετοχή στις απολυτήριες εξετάσεις κάθε φοιτητής πρέπει να κάνει διετή πρακτική» λέει η Έλιφ Κοτς. Στην αίτηση για πρακτική επισυνάπτεται φωτογραφία, στην οποία η ίδια φορούσε τη μαντίλα. Και έτσι στην απάντηση που πήρα από την υπηρεσία της παιδαγωγικής εκπαίδευσης, γίνεται λόγος στο ότι η μαντίλα έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική παράδοση της Abendland (χριστιανική Δύση). «Καταλήγουμε στο ότι εγώ παρά το ότι δεν είμαι δασκάλα δεν μου επιτρέπεται να παρουσιαστώ στο σχολείο, και εάν δεν περάσω την πρακτική, δεν μπορώ να δώσω εξετάσεις».

Η Έλιφ Κοτς μιλά σε άπταιστη γερμανική γλώσσα, ίσως πιο καλά από πολλούς Γερμανούς. Έχει εμπειρία από τη δουλειά καθηγήτριας στη Μεγάλη Βρετανία, όπου έκανε πρακτική. Αλλά δεν μπορεί να εργαστεί σε σχολείο έως ότου απαρνηθεί τη πίστη της και δεν βγάλει τη μαντίλα. «Φοράω μαντίλα από τα δεκαοκτώ μου», συνεχίζει η Κοτς. «Οι γονείς μου ήσαν πολύ φιλελεύθεροι δεν μου έλεγαν τι να κάνω. Η μητέρα μου μάλιστα προσπάθησε να με πείσει να μην φορέσω τη μαντίλα, μου έλεγε ότι θα έχω πρόβλημα στο σχολείο. Αλλά είμαι πεπεισμένη ότι η μια μουσουλμάνα πρέπει να τη φορά. Και δεν καταλαβαίνω, γιατί η μαντίλα πρέπει να δημιουργεί φόβο. Εντέλει μεγάλωσα σε χριστιανική κοινωνία, αλλά έγινα μουσουλμάνα, γιατί τα παιδιά θα γίνουν μουσουλμάνοι μόνο επειδή η δασκάλα φορά μαντίλα; Σκέφτομαι ότι ο διάλογος για τις μαντίλες στο σχολείο αντανακλά τον υπάρχοντα φόβο στην κοινωνία. Κάποιον ωφελεί να προκαλείται φόβος για το Ισλάμ. Αλλά δεν μιλούν για αυτόν τον φόβο και η επιθετικότητα ξεσπά στη μαντίλα σαν σύμβολο. Σε αυτούς τους ανθρώπους «τους μπαίνει στο μάτι». Πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπη με αυτό Για παράδειγμα κάποτε ο οδοντίατρός μου με ρώτησε : ‘μετά το πανεπιστήμιο θα επιστρέψετε στην πατρίδα σας;’ Τι θα έπρεπε να του απαντήσω ; Γεννήθηκα στη Γερμανία. Έχω γερμανική υπηκοότητα και την χώρα των προγόνων μου την γνωρίζω μόνο σαν τόπο διακοπών».

Τον εκνευρισμό της Κοτς μπορείς να το καταλάβεις. Αν και στα λόγια το γερμανικό κράτος διακηρύσσει την ισότητα των θρησκειών στην πράξη οι μουσουλμάνοι αποτελούν μειονότητα που υφίσταται διακρίσεις. Η απαγόρευση της μαντίλας στις μαθήτριες, που βασίζεται στην πρόφαση του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας, δεν θίγει τους εκπροσώπους των χριστιανικών εκκλησιών. Το καθολικό ράσο συνιστά τμήμα της χριστιανικής κουλτούρας της Abendland και γι’ αυτό δεν υφίσταται πρόβλημα με την ενσωμάτωσή της στη σχολική εκπαίδευση.

Η Γερμανία, έως σήμερα, παραμένει μια χώρα όπου οι χριστιανικές εκκλησίες είναι πιο ίσες από τις άλλες θρησκείες. Έτσι, ο ήχος της καμπάνας, σε αντίθεση με τη φωνή του μουεζίνη δεν υπόκειται στην απαγόρευση της κοινής ησυχίας τις νυχτερινές ώρες. Πρακτικά κάθε Κυριακή τα γερμανικά ημικρατικά τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδουν τις καθολικές και προτεσταντικές λειτουργίες. Κατ’ απαίτηση της καθολικής εκκλησίας η Κυριακή έως τώρα παραμένει μέρα που τα καταστήματα παραμένουν κλειστά. Η καθολική και προτεσταντική εκκλησία διαθέτουν δικά τους σχολεία, παιδικούς σταθμούς και νοσοκομεία και η εφορία παίρνει από τους πιστούς ειδικό εκκλησιαστικό φόρο.«Οι μουσουλμάνοι αισθάνονται ότι δεν τους αντιμετωπίζουν με ισονομία. Και αυτό δημιουργεί θυμό», συνοψίζει ο Ruediger Lohlker.

Κατά τα λεγόμενα της Έλιφ Κοτς, αν και έχει πανεπιστημιακό πτυχίο δεν μπόρεσε να διοριστεί σε μια αξιοπρεπή θέση. Στο τέλος αναγκάστηκε να εργαστεί ως τηλεφωνήτρια σε call-center. Σήμερα, η Κοτς σκέφτεται στα σοβαρά να μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία. Εκεί θα μπορέσει να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της και να αρχίσει να δουλεύει ως καθηγήτρια -όχι πλέον της αγγλικής αλλά της γερμανικής γλώσσας. Αν η μουσουλμάνα Κοτς δεν έβαζε τον φιλόδοξο στόχο να ασχοληθεί με εργασία υψηλής ειδίκευσης και βολευόταν με μια ζωή στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αυτά τα προβλήματα δεν θα δημιουργούνταν.
Ισλαμική μεταρρύθμιση;

Η Ευρώπη σήμερα έχει γίνει χώρος πλατιάς συνάντησης της Δύσης και του Ισλάμ. Οι νέες δυνατότητες της επικοινωνίας, της πρόσβασης στη ευρεία πληροφόρηση, της δυνατότητας μετακίνησης και επαφών –εντείνουν την πίεση στο πλαίσιο των επιδράσεων στους μουσουλμάνους. Βοηθά τους ριζοσπαστικούς οπαδούς του πολιτικού Ισλάμ, αλλά δημιουργεί και αρχικές προϋποθέσεις για τη μεταμόρφωση του ίδιου του Ισλάμ.

«Η Ευρώπη σήμερα παίζει για το Ισλάμ το ρόλο που έπαιζαν για την Ευρώπη οι φιλελεύθερες Κάτω Χώρες την εποχή του Διαφωτισμού. Για διάστημα 100 ετών μετά το 1660, οι Κάτω Χώρες έγιναν η γη της ελευθερίας, όπου μπορούσαν να εγκατασταθούν όσοι εκδιώχθηκαν από τις χώρες τους λόγω των ριζοσπαστικών ιδεών τους», είναι η άποψη του καθηγητή πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Marcel Maussen (στμ. σήμερα Βοηθός Καθηγητής στο Migration and Ethnic Studies (IMES), η διατριβή του είχε τίτλο «Constructing Mosques. The governance of Islam in France and the Netherlands»).

Στη σύγχρονη Ευρώπη, οι μελετητές του Ισλάμ (θρησκευόμενοι ή μη) μπορούν να κάνουν κριτική και αναλύσεις στο Κοράνι ακριβώς όπως πριν από αιώνες οι προγενέστεροι έκαναν κριτική και ανέλυαν τη Βίβλο και τη Τορά. Σήμερα πολλοί μουσουλμάνοι μελετητές ήδη αναγνωρίζουν ότι, το Κοράνι (όπως και η Βίβλος) δημιουργήθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής περιόδου στη βάση μιας σειράς πηγών. Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με την άποψη, που είναι διαδεδομένη στη Μέση Ανατολή: το Κοράνι υπαγορεύτηκε στον προφήτη από τον Θεό, τον 7ο αιώνα.

Το αποτέλεσμα αυτής της κριτικής και ανάλυσης των μουσουλμανικών κειμένων είναι η εμφάνιση μιας πλειάδας μουσουλμάνων διανοουμένων, οι οποίοι διαμορφώνουν μια νέα ευρωπαϊκή εκδοχή του Ισλάμ. Μεταξύ αυτών ο Nasr Hamid Abu Zayd (στμ. πέθανε το 2010), ο οποίος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο και να μεταναστεύσει στην Ολλανδία, όπου διδάσκει στα Πανεπιστήμια της Ουτρέχτης και του Leiden. Στη Γαλλία εργάζεται ο Σύριος λόγιος Bassam Tahhan, καθηγητής της Αραβικής λογοτεχνίας και ειδικός στο Κοράνι), ο οποίος επιδιώκει να διαμορφώσει ένα «προτεσταντικό Ισλάμ». Ο τελευταίος βεβαιώνει ότι «το να διαβάζεις το Κοράνιο ορθολογικά σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι είναι ανοιχτό σε ερμηνείες και μπορεί να έχει πολλαπλές ερμηνείες».

Κάποιοι από τους μουσουλμάνους διανοούμενους στην Ευρώπη ασχολούνται με την επεξεργασία απόψεων για τη ζωή των μουσουλμάνων σε μη ισλαμικό περίγυρο. Έτσι κατεδαφίζουν τα όνειρα των ριζοσπαστών, οι οποίοι υποθέτουν ότι στόχος του Ισλάμ στην Ευρώπη πρέπει να είναι η μετατροπή «του κόσμου των απίστων σε κόσμο του Ισλάμ». Για παράδειγμα ο Bassam Tibi, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, καλεί τους μουσουλμάνους να δεχτούν τις συνθήκες της κυρίαρχης κουλτούρας της κουλτούρας της πλειοψηφίας στην οποία βρέθηκαν ως αποτέλεσμα της μετανάστευσής τους στην Ευρώπη. Κατά την άποψή του, αυτό σημαίνει αναγνώριση των υψηλών αρχών της ελευθερίας της προσωπικότητας.

«Η συλλογική ταυτότητα των πολιτών της κοινωνίας πρέπει να βρίσκεται υπεράνω της θρησκευτικής ταυτότητας. Βεβαίως, τα θρησκευτικά καθήκοντα μπορεί να τα ασκεί κάποιος στην ιδιωτική του ζωή, αλλά στο κοινωνικό πλαίσιο πρέπει να κρίνεται μόνο η ιδιότητα του πολίτη» - βεβαιώνει ο ίδιος. Με αυτό τον τρόπο, μέσω ανάλογης ιδεολογίας, θεωρεί ο Tibi ότι μπορεί να βρεθεί η βάση για την ένωση των μουσουλμάνων και της χριστιανο-αθεϊκής πλειοψηφίας του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Τις ίδιες ιδέες εκφράζει και ο επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Ισλαμικών Ερευνών στην Οξφόρδη Tariq Ramadan (στμ. Ελβετικής υπηκοότητας φιλόσοφος, θεολόγος, ποιητής, καθηγητής Σύγχρονων Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εγγονός του Hassan al Banna, που ίδρυσε το 1928 τους Μουσουλμάνους Αδελφούς στην Αίγυπτο. Πρόσφατα βιβλία του «The quest for meaning: developing a philosophy of pluralism, 2010, «Radical Reform: Islamic Ethics and Liberation», 2009), τον οποίον θεωρούν ως τον ιδεολόγο του μεταρρυθμιστικού ευρωπαϊκού Ισλάμ. Το περιοδικό Time τον ενέταξε στους εκατό διανοούμενους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 21ο αιώνα, και η εφημερίδα Washington Post τον ονόμασε μουσουλμάνο Λούθηρο. Ο Tariq Ramadan βεβαιώνει ότι οι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι δεν πρέπει να αισθάνονται συγκρουόμενα αισθήματα μεταξύ της θρησκείας τους και της νέας τους πατρίδας. «Σήμερα η μουσουλμανική ταυτότητα αποτελεί απάντηση στο ερώτημα “Γιατί;’’ τη στιγμή που η εθνική ταυτότητα είναι απάντηση στην ερώτηση ‘’πως;’’ και γι’ αυτό είναι παράλογο και ανόητο να περιμένεις ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός μιας χώρας θα λύσει το ερώτημα της ύπαρξης» -βεβαιώνει ο Ραμαντάν. Ακόμη για τον ίδιο λέει: «Στην συνείδησή μου είμαι Αιγύπτιος, στην υπηκοότητά μου Ελβετός, στην πίστη μου μουσουλμάνος», μη διακρίνοντας κάποια αντίθεση μεταξύ των διάφορων συστατικών του αυτοπροσδιορισμού του.

Οι οπαδοί του ευρωπαϊκού μεταρρυθμιστικού Ισλάμ επιμένουν στην σημασία της κοσμικότητας του κράτους, καθώς είναι αυτή που επιτρέπει στους μουσουλμάνους να διαβιούν στον ευρωπαϊκό χώρο. Ένας από τους ευρύτερα γνωστούς μουσουλμάνους φιλόσοφους ο Soheib Bencheikh, από τη Μασσαλία (στμ. υπήρξε ο μεγάλος μουφτής αυτής της γαλλικής πόλης με τον μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό) λέει ότι «χάρη της κοσμικότητας το Ισλάμ μπορεί να έχει τα ίδια δικαιώματα με τον καθολικισμό. Εμείς μπορούμε να αλληλοεπιδρούμε με την γαλλική κουλτούρα, που βασίζεται στον καθολικισμό, διατηρώντας της δική μας πνευματικότητα και τις ισλαμικές αξίες»

Το ισλαμικό Ευρώ

Έως τώρα την πιο αποτελεσματική ενσωμάτωση των μουσουλμάνων προωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι που με τον πιο δραστήριο τρόπο εργάζονται για την παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ισλαμικής θεολογίας. Θεμελιώδης κανόνας του ισλαμικού banking είναι η απαγόρευση των τόκων, τόσο καταθέσεων όσο και δανείων. Για να δανειοδοτήσουν, σύμφωνα με τους κανόνες του Κορανίου, οι μουσουλμάνοι χρηματοπιστωτές δημιουργούν επιπρόσθετες δομές. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που η τράπεζα και ο πελάτης συστήνουν συνεταιρισμό ο οποίος αγοράζει το σπίτι και στη συνέχεια ο πελάτης αποκτά τμηματικά το σπίτι από την τράπεζα, πληρώνοντας στην πραγματικότητα την αρχική τιμή συν τους τόκους, αλλά χωρίς να παραβιάζεται η σαρία.

Στη Μ. Βρετανία αυτή η μέθοδος υπόκειτο σε διπλή φορολογία, διότι τυπικά η ιδιοκτησία άλλαζε δύο φορές χέρι. Γι’ αυτό οι αρχές της χώρας είπαν: θέλουμε αυτό το προϊόν, θέλουμε το Λονδίνο πιο ελκυστικό και για το ισλαμικό banking και κατήργησαν την διπλή φορολογία.

Σήμερα τμήματα που προσφέρουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που δεν αντιτίθενται στο Κοράνιο, έχουν οι γερμανικές τράπεζες Deutsche Bank και Allianz, οι βρετανικές HSBC και Lloyds και οι αυστριακές Raiffeisenbank και Erste Bank. (…)

Η ισλαμική κοινότητα τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σφαίρα δραστηριότητας για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Booz & Co τα τελευταία πέντε χρόνια ο όγκος της αγοράς του ισλαμικού banking ανέβαινε 15-20% ετησίως και μερικοί από τους τομείς του με ακόμη μεγαλύτερη αύξηση.

«Δεν βλέπουμε τον λόγο να σταματήσει αυτή η άνοδος. Το μερίδιο των ισλαμικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και προϊόντων ακόμη και στον ισλαμικό κόσμο αποτελεί περίπου το 15% της αγοράς αλλά όλο και περισσότερο οι μουσουλμάνοι επιθυμούν να κάνουν χρήση του ισλαμικού banking. Τώρα ο τομέας είναι ακόμη μικρός, τα κεφάλαια των ισλαμικών τραπεζών υπολογίζονται σε περίπου 5 δισ. δολάρια και ο όγκος των ισλαμικών ασφαλίστρων περίπου 3 δισ. δολάρια. Εάν το συγκρίνουμε με τον παγκόσμιο όγκο των ασφαλίστρων που φθάνει στα 3-4 τρισ. δολάρια γίνεται φανερό πόσο μεγάλη είναι η δυναμική του ρυθμού ανάπτυξης.

Επιπλέον το ισλαμικό banking είναι πιο κερδοφόρο. Σε σχέση με τις κανονικές τραπεζικές υπηρεσίες είναι πιο ωφέλιμες ιδιαιτέρως εξαιτίας της απαγόρευσης της απόκτησης τόκων από τον λογαριασμό. Γι’ αυτό τα χρήματα των πελατών παραμένουν πρακτικά στον άτοκο υφιστάμενο λογαριασμό.» εξηγεί το στέλεχος της Booz & Co Dr. Philipp Wackerbeck.

Οι μουσουλμάνοι που ζουν στην Ευρώπη κάνουν μεγαλύτερη οικονομία απ’ ότι οι Ευρωπαίοι. Μια μέση τουρκική οικογένεια εξοικονομεί 10% περισσότερα χρήματα από μια γερμανική που κερδίζει τα ίδια. Αυτά τα χρήματα οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να τα καταθέσουν σε ισλαμικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα κύριο εμπόδιο για την ανάπτυξη του ισλαμικού banking αποτελεί η υποχρέωση λειτουργίας «συμβουλίου διευθυντών της σαρία», μέλη του οποίου μπορούν να γίνουν εξειδικευμένοι στη σαρία, διπλωματούχοι ενός από τα λίγα ισλαμικά πανεπιστήμια.

«Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 50 τέτοιοι επιστήμονες, οι οποίοι όχι μόνον γνωρίζουν τη σαρία αλλά γνωρίζουν καλά και οικονομία. Έχουν τελειώσει σημαντικά πανεπιστήμια όπως το Αλ-Αξά της Αιγύπτου ή σχολεία στη Σαουδική Αραβία και τη Μαλαισία. Δεν εκπλήσσει ότι έως τώρα συμμετέχουν ταυτοχρόνως στα συμβούλια παρατηρητών 40 διαφορετικών τραπεζών.» λέει ο κ. Wackerbeck.

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σύντομα οι ειδικοί στο ισλαμικό banking θα αυξηθούν.

Μετάφραση από τα ρώσικα και επιμέλεια: Σωτήρης Δημόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας
EXPERT – 29/09/2008
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΠΟΨΕΙΣ-ΝΔ