«Το σχέδιο νόμου για την υπερίσχυση των Επιχειρησιακών Συμβάσεων έναντι των Κλαδικών, επιβεβαιώνει την κριτική μας για το Μνημόνιο και τη θέση μας για την προχειρότητα, τη σπουδή συμβιβασμού και την άνευρη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης.
Οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις είναι γεγονός με πολλές Κοινωνικές και Οικονομικές παρενέργειες.
Ό,τι γνωρίζαμε, μέχρι σήμερα, για τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις, τις Κλαδικές Συμβάσεις και τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ανήκουν πια στο παρελθόν.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσυπέγραψε ρυθμίσεις που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικότητες και τις αναγκαιότητες της Ελληνικής αγοράς εργασίας.
Ενοχοποιεί τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, που διαχρονικά είναι αποτέλεσμα συλλογικών συμφωνιών των κοινωνικών εταίρων.
Νομοθετεί για τη μείωσή τους, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι η επίπτωση του εργασιακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη.
Οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις (που εισάγονται με το σχέδιο νόμου), υπερισχύουν όλων των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών. Χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς κριτήρια, χωρίς περιορισμούς.
Δημιουργούν νησίδες χαμηλού εργασιακού κόστους, με επιχειρήσεις που αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων που δεν μπορούν να πετύχουν «φθηνές» Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις.
Αυτό σημαίνει στρέβλωση και υπονόμευση του υγιούς ανταγωνισμού.
Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, ωθούνται μετά από αυτές τις εξελίξεις σε μια πρωτοφανή ισοπέδωση προς τον κατώτατο μισθό.
Οι εργαζόμενοι χάνουν εισόδημα, μειώνεται η ζήτηση στην αγορά, τροφοδοτείται η ύφεση και αυξάνονται οι Δείκτες της Φτώχειας.
Περιορίζονται τα κίνητρα για αποδοτική και παραγωγική εργασία.
Οι ρυθμίσεις αυτές αδυνατίζουν και μακροπρόθεσμα οδηγούν σε ουσιαστική κατάργηση τις κλαδικές συμβάσεις.
Η μάχη που προσπαθούσε να μας πείσει η κυβέρνηση ότι έδινε για να μην ανατραπούν οι εργασιακές σχέσεις, είχε τελειώσει πριν ακόμη ξεκινήσει, εδώ και 6 μήνες.
Η ρητορική της Υπουργού Εργασίας, για επαναδιαπραγμάτευση βασικών όρων του Μνημονίου, εξυπηρέτησε πρόσκαιρους επικοινωνιακούς σκοπούς.
Δεν βρήκε θετική ανταπόκριση από την τρόικα και αφήνει σοβαρά εκτεθειμένη, όχι μόνο την κυβέρνηση και την αρμόδια Υπουργό, αλλά και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό».
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσυπέγραψε ρυθμίσεις που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικότητες και τις αναγκαιότητες της Ελληνικής αγοράς εργασίας.
Ενοχοποιεί τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, που διαχρονικά είναι αποτέλεσμα συλλογικών συμφωνιών των κοινωνικών εταίρων.
Νομοθετεί για τη μείωσή τους, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι η επίπτωση του εργασιακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη.
Οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις (που εισάγονται με το σχέδιο νόμου), υπερισχύουν όλων των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών. Χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς κριτήρια, χωρίς περιορισμούς.
Δημιουργούν νησίδες χαμηλού εργασιακού κόστους, με επιχειρήσεις που αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων που δεν μπορούν να πετύχουν «φθηνές» Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις.
Αυτό σημαίνει στρέβλωση και υπονόμευση του υγιούς ανταγωνισμού.
Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, ωθούνται μετά από αυτές τις εξελίξεις σε μια πρωτοφανή ισοπέδωση προς τον κατώτατο μισθό.
Οι εργαζόμενοι χάνουν εισόδημα, μειώνεται η ζήτηση στην αγορά, τροφοδοτείται η ύφεση και αυξάνονται οι Δείκτες της Φτώχειας.
Περιορίζονται τα κίνητρα για αποδοτική και παραγωγική εργασία.
Οι ρυθμίσεις αυτές αδυνατίζουν και μακροπρόθεσμα οδηγούν σε ουσιαστική κατάργηση τις κλαδικές συμβάσεις.
Η μάχη που προσπαθούσε να μας πείσει η κυβέρνηση ότι έδινε για να μην ανατραπούν οι εργασιακές σχέσεις, είχε τελειώσει πριν ακόμη ξεκινήσει, εδώ και 6 μήνες.
Η ρητορική της Υπουργού Εργασίας, για επαναδιαπραγμάτευση βασικών όρων του Μνημονίου, εξυπηρέτησε πρόσκαιρους επικοινωνιακούς σκοπούς.
Δεν βρήκε θετική ανταπόκριση από την τρόικα και αφήνει σοβαρά εκτεθειμένη, όχι μόνο την κυβέρνηση και την αρμόδια Υπουργό, αλλά και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό».