Ένα όνειρο πολλών ετών, των ελάχιστων εναπομεινάντων Ελλήνων της Μοζαμβίκης, έλαβε "σάρκα και οστά", έπειτα από πολλές δεκαετίες. Το νέο ελληνικό σχολείο, που ήθελαν για τα παιδιά τους, λειτουργεί στην πρωτεύουσα, Μαπούτο, από τις αρχές Ιανουαρίου.
Η προσπάθεια για την ανέγερση του νέου σχολείου, που εγκαινιάστηκε ανήμερα των Τριών Ιεραρχών (απ' όπου και η φώτο), στο πλαίσιο σχολικής εορτής που διοργανώθηκε, ξεκίνησε πριν από περίπου τρία χρόνια, με την απόσπαση μιας εκπαιδευτικού από την Ελλάδα, η οποία διδάσκει τα 22 παιδιά (7 έως 18 ετών), που συνολικά φοιτούν εκεί, μεταξύ των οποίων δύο ιθαγενείς και δύο ρωσικής καταγωγής.
"Είναι μία ιδιαίτερη στιγμή για όλους εμάς, καθώς εκπληρώθηκε ο πρωταρχικός μας στόχος. Τα παιδιά μας διδάσκονται, πλέον, σ' ένα αξιοπρεπές, σύγχρονο σχολικό περιβάλλον, με νέα θρανία, αυτόνομους χώρους υγιεινής και κλιματιστικό, άκρως απαραίτητο για τις εδώ συνθήκες. Αρκεί να σας πω ότι, σήμερα, η θερμοκρασία 'άγγιξε' τους 37 βαθμούς Κελσίου και η υγρασία έφτασε στο 92%", επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το Μαπούτο, ο επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στη Μοζαμβίκη, επιχειρηματίας Γεράσιμος Μαρκέτος.
Εν τω μεταξύ, αναμορφώθηκε ένας από τους χώρους, δίπλα στις σχολικές εγκαταστάσεις, σ' ένα πλήρως εξοπλισμένο διαμέρισμα, για να φιλοξενεί τους εκάστοτε Έλληνες εκπαιδευτικούς, που με συνέπεια στέλνει το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, από το 2008, γεγονός για το οποίο είναι ευγνώμονες οι ομογενείς μας.
"Εκτιμούμε απεριόριστα τη στήριξη της Ελλάδας σ' αυτό το έργο, τη θυσία που κάνει στους ζοφερούς οικονομικούς καιρούς, με το να αποσπά εκπαιδευτικούς στο μακρινό τόπο που ζούμε, για να καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών μας. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε κάτι δημιουργικό μέσα στη μιζέρια των καιρών. Να δηλώσουμε 'παρών' σε μια ελληνική, φωτεινή πραγματικότητα, που θα έρθει μόνο αν το θελήσουμε, σε πείσμα των καιρών, σε πείσμα της αδράνειας. Αυτό τόνισα και στα εγκαίνια του σχολείου μας, ευχαριστώντας όλους αυτούς που συνέβαλαν στην ολοκλήρωσή του και ειδικά το Υπουργείο Εξωτερικών, που μέσω της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίησή του", τονίζει ο κ. Μαρκέτος.
Οι προσπάθειες που καταβάλλονται από την εκπαιδευτικό, Λαμπρινή Κολαίτη-Αντζουλέτ, αποδίδουν ήδη καρπούς. Το 2010, τρεις μαθητές της αρίστευσαν στις εξετάσεις για το πιστοποιητικό ελληνομάθειας, που διενεργεί η περίφημη ελληνική σχολή ΣΑΧΕΤΙ, στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής. Φέτος, το Μάιο, θα συμμετάσχουν και άλλα παιδιά του σχολείου.
Ελπίδα των ομογενών μας είναι να συνεχιστούν, επίσης, τα προγράμματα φιλοξενίας της Γενικής Γραμματείας, ειδικά για τα παιδιά, που επιστρέφουν "πιο Ελληνάκια", όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μαρκέτος. Η συμμετοχή πέντε μαθητών από τη Μοζαμβίκη στην Η' Μαθητιάδα Σερρών, το 2009, αποτέλεσε γεγονός για τα παιδιά της παροικίας. Υπάρχουν, βέβαια, και ομογενείς τρίτης ηλικίας, οι οποίοι είναι άποροι και δεν έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα, εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια.
Στα άμεσα σχέδια των Ελλήνων της Μοζαμβίκης, που έχουν πολύ καλή συνεργασία με το Συντονιστή του ΣΑΕ της Περιφέρειας Αφρικής/Εγγύς-Μέσης Ανβατολής, Χάρη Γκουβέλη, είναι η ίδρυση Κοινότητας, αλλά και ο εμπλουτισμός της δανειστικής βιβλιοθήκης.
Από το χθες στο σήμερα
Η κάποτε ακμάζουσα ελληνική παρουσία στη Μοζαμβίκη, που μέχρι την ανεξαρτητοποίηση, το 1974, ανερχόταν σε περίπου 2.000 άτομα, σήμερα περιορίζεται σε περίπου 70 οικογένειες (κάπου 150 άτομα), στην πρωτεύουσα Μαπούτο, και μόνο τρεις Έλληνες στη συμπρωτεύουσα, Μπέιρα.
Την εύρωστη παρουσία των Ελλήνων στα χρόνια πριν από την ανεξαρτησία, κυρίως στο Μαπούτο (παλιά ονομασία, Λορέντσο Μάρκες), μαρτυρούν και σήμερα οι υποδομές που άφησαν οι πρωτοπόροι Έλληνες, μας εξηγεί ο κ. Μαρκέτος. Η αρχαιότερη ορθόδοξη εκκλησία στην Υποσαχαρική Αφρική είναι αυτή της Αγ. Τριάδας, στο κέντρο της Μπέιρα, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους νησιώτες Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι συγκρότησαν τη δική τους κοινότητα. Πολύ μεγάλη, για τα τοπικά δεδομένα, είναι και η εκκλησία των Παμμέγιστων Ταξιαρχών, στο κέντρο του Μαπούτο.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι η πρώτη και μεγαλύτερη ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης δημιουργήθηκε το 1899. Ως πρώτοι Έλληνες, που εγκαταστάθηκαν στην Μπέιρα, αναφέρονται οι καταγόμενοι από τη Λήμνο αδερφοί Παναγιώτης και Δημήτριος Παρασκευάς, οι οποίοι άνοιξαν αρτοποιείο το 1892.
Την εποχή εκείνη, στα τέλη του 19ου αιώνα, καταγράφεται η ομαδική μετανάστευση Ελλήνων νησιωτών, κυρίως από την Κρήτη, την Κάσο και τη Λήμνο, οι οποίοι απασχολήθηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής από τους Πορτογάλους, που θα ένωνε την Μπέιρα με το Σόλσμπερι, στη Νότια Ροδεσία. Με την ολοκλήρωση των έργων, οι περισσότεροι ομογενείς μας παρέμειναν εκεί και ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη γεωργία. Μερικοί Έλληνες έγιναν ιδιοκτήτες αγροκτημάτων. Το 1899, η ελληνική κοινότητα στην Μπέιρα ήταν πλέον γεγονός.
Η ελληνική κοινότητα του Μαπούτο, ιδρύθηκε περίπου δύο δεκαετίες μετά, το έτος 1928. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ελληνική κοινότητα, που ήταν η δεύτερη σε μέγεθος μετά την πορτογαλική, διατηρούσε σχολείο και εκκλησία. Μεγάλη και εύπορη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε και στην επαρχία της Βίλα Πέρι.
Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1974, οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν τη Μοζαμβίκη, καθώς δεν υπήρχαν οι προοπτικές για την ανάπτυξη ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σημειώνει ο κ. Μαρκέτος. Μεταξύ αυτών που έφυγαν τότε, ήταν και η οικογένεια της συζύγου του, Μαρίας Μακροπούλου. Οι γονείς της, όπως και πολλοί άλλοι, πήγαν στη Μοζαμβίκη με το πρώτο, μεγάλο κύμα Ελλήνων μεταναστών, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τελικά, ο Γεράσιμος και η Μαρία, που είχαν παντρευτεί στην Ελλάδα, πήγαν στη Μοζαμβίκη, το 1994, δύο χρόνια μετά τη συνθήκη ειρήνης, που έβαλε τέλος σ' έναν εμφύλιο πόλεμο, που διήρκεσε 17 ολόκληρα χρόνια.
"Επιλέξαμε συνειδητά με τη σύζυγό μου να έρθουμε στη Μοζαμβίκη, αν και οι συνθήκες δεν είναι και οι ιδανικότερες για επιχειρηματική δράση", επισημαίνει ο 40χρονος Γεράσιμος Μαρκέτος, ο οποίος έχει δική του βιομηχανία πλαστικών ειδών. Μεταξύ των κύριων προβλημάτων, όπως αναφέρει, είναι το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού, η μεγάλη φτώχεια, η μεγάλη παιδική θνησιμότητα κ.ά. Προβλήματα, στα οποία δεν μένουν απλοί θεατές οι ομογενείς μας, όπως και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, που αναβάθμισε σε Επισκοπή τη Μοζαμβίκη. Η ενθρόνιση του πρώτου επισκόπου Μοζαμβίκης, Ιωάννη, θα γίνει, με κάθε επισημότητα, την ερχόμενη Κυριακή.
"Νιώθουμε μεγάλη ικανοποίηση από την απόφαση αυτή του Πατριάρχη μας, Θεόδωρου Β΄, που πρακτικά σημαίνει και την ανάπτυξη του ιεραποστολικού έργου στη χώρα αυτή, έργο τόσο απαραίτητο για όλες τις χώρες της Αφρικής", σημειώνει ο κ. Μαρκέτος.
Ο ίδιος επισημαίνει τις αγαστές σχέσεις των Ελλήνων της Μοζαμβίκης με τους ντόπιους, "που μας εκτιμούν ιδιαίτερα, αν και είμαστε ελάχιστοι", κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην πρωτοβουλία που ελήφθη πριν από χρόνια για την παροχή δέκα υποτροφιών σε Μοζαμβικανούς, από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας. "Αυτή είναι μία επένδυση για την Ελλάδα, καθώς οι νέοι αυτοί είναι οι δυνάμει φιλέλληνες, οι άνθρωποι που θα καταλάβουν ανώτερες και ανώτατες θέσεις στη Μοζαμβίκη", καταλήγει ο κ. Μαρκέτος.
"Είναι μία ιδιαίτερη στιγμή για όλους εμάς, καθώς εκπληρώθηκε ο πρωταρχικός μας στόχος. Τα παιδιά μας διδάσκονται, πλέον, σ' ένα αξιοπρεπές, σύγχρονο σχολικό περιβάλλον, με νέα θρανία, αυτόνομους χώρους υγιεινής και κλιματιστικό, άκρως απαραίτητο για τις εδώ συνθήκες. Αρκεί να σας πω ότι, σήμερα, η θερμοκρασία 'άγγιξε' τους 37 βαθμούς Κελσίου και η υγρασία έφτασε στο 92%", επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το Μαπούτο, ο επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στη Μοζαμβίκη, επιχειρηματίας Γεράσιμος Μαρκέτος.
Εν τω μεταξύ, αναμορφώθηκε ένας από τους χώρους, δίπλα στις σχολικές εγκαταστάσεις, σ' ένα πλήρως εξοπλισμένο διαμέρισμα, για να φιλοξενεί τους εκάστοτε Έλληνες εκπαιδευτικούς, που με συνέπεια στέλνει το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, από το 2008, γεγονός για το οποίο είναι ευγνώμονες οι ομογενείς μας.
"Εκτιμούμε απεριόριστα τη στήριξη της Ελλάδας σ' αυτό το έργο, τη θυσία που κάνει στους ζοφερούς οικονομικούς καιρούς, με το να αποσπά εκπαιδευτικούς στο μακρινό τόπο που ζούμε, για να καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών μας. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε κάτι δημιουργικό μέσα στη μιζέρια των καιρών. Να δηλώσουμε 'παρών' σε μια ελληνική, φωτεινή πραγματικότητα, που θα έρθει μόνο αν το θελήσουμε, σε πείσμα των καιρών, σε πείσμα της αδράνειας. Αυτό τόνισα και στα εγκαίνια του σχολείου μας, ευχαριστώντας όλους αυτούς που συνέβαλαν στην ολοκλήρωσή του και ειδικά το Υπουργείο Εξωτερικών, που μέσω της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίησή του", τονίζει ο κ. Μαρκέτος.
Οι προσπάθειες που καταβάλλονται από την εκπαιδευτικό, Λαμπρινή Κολαίτη-Αντζουλέτ, αποδίδουν ήδη καρπούς. Το 2010, τρεις μαθητές της αρίστευσαν στις εξετάσεις για το πιστοποιητικό ελληνομάθειας, που διενεργεί η περίφημη ελληνική σχολή ΣΑΧΕΤΙ, στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής. Φέτος, το Μάιο, θα συμμετάσχουν και άλλα παιδιά του σχολείου.
Ελπίδα των ομογενών μας είναι να συνεχιστούν, επίσης, τα προγράμματα φιλοξενίας της Γενικής Γραμματείας, ειδικά για τα παιδιά, που επιστρέφουν "πιο Ελληνάκια", όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μαρκέτος. Η συμμετοχή πέντε μαθητών από τη Μοζαμβίκη στην Η' Μαθητιάδα Σερρών, το 2009, αποτέλεσε γεγονός για τα παιδιά της παροικίας. Υπάρχουν, βέβαια, και ομογενείς τρίτης ηλικίας, οι οποίοι είναι άποροι και δεν έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα, εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια.
Στα άμεσα σχέδια των Ελλήνων της Μοζαμβίκης, που έχουν πολύ καλή συνεργασία με το Συντονιστή του ΣΑΕ της Περιφέρειας Αφρικής/Εγγύς-Μέσης Ανβατολής, Χάρη Γκουβέλη, είναι η ίδρυση Κοινότητας, αλλά και ο εμπλουτισμός της δανειστικής βιβλιοθήκης.
Από το χθες στο σήμερα
Η κάποτε ακμάζουσα ελληνική παρουσία στη Μοζαμβίκη, που μέχρι την ανεξαρτητοποίηση, το 1974, ανερχόταν σε περίπου 2.000 άτομα, σήμερα περιορίζεται σε περίπου 70 οικογένειες (κάπου 150 άτομα), στην πρωτεύουσα Μαπούτο, και μόνο τρεις Έλληνες στη συμπρωτεύουσα, Μπέιρα.
Την εύρωστη παρουσία των Ελλήνων στα χρόνια πριν από την ανεξαρτησία, κυρίως στο Μαπούτο (παλιά ονομασία, Λορέντσο Μάρκες), μαρτυρούν και σήμερα οι υποδομές που άφησαν οι πρωτοπόροι Έλληνες, μας εξηγεί ο κ. Μαρκέτος. Η αρχαιότερη ορθόδοξη εκκλησία στην Υποσαχαρική Αφρική είναι αυτή της Αγ. Τριάδας, στο κέντρο της Μπέιρα, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους νησιώτες Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι συγκρότησαν τη δική τους κοινότητα. Πολύ μεγάλη, για τα τοπικά δεδομένα, είναι και η εκκλησία των Παμμέγιστων Ταξιαρχών, στο κέντρο του Μαπούτο.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι η πρώτη και μεγαλύτερη ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης δημιουργήθηκε το 1899. Ως πρώτοι Έλληνες, που εγκαταστάθηκαν στην Μπέιρα, αναφέρονται οι καταγόμενοι από τη Λήμνο αδερφοί Παναγιώτης και Δημήτριος Παρασκευάς, οι οποίοι άνοιξαν αρτοποιείο το 1892.
Την εποχή εκείνη, στα τέλη του 19ου αιώνα, καταγράφεται η ομαδική μετανάστευση Ελλήνων νησιωτών, κυρίως από την Κρήτη, την Κάσο και τη Λήμνο, οι οποίοι απασχολήθηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής από τους Πορτογάλους, που θα ένωνε την Μπέιρα με το Σόλσμπερι, στη Νότια Ροδεσία. Με την ολοκλήρωση των έργων, οι περισσότεροι ομογενείς μας παρέμειναν εκεί και ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη γεωργία. Μερικοί Έλληνες έγιναν ιδιοκτήτες αγροκτημάτων. Το 1899, η ελληνική κοινότητα στην Μπέιρα ήταν πλέον γεγονός.
Η ελληνική κοινότητα του Μαπούτο, ιδρύθηκε περίπου δύο δεκαετίες μετά, το έτος 1928. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ελληνική κοινότητα, που ήταν η δεύτερη σε μέγεθος μετά την πορτογαλική, διατηρούσε σχολείο και εκκλησία. Μεγάλη και εύπορη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε και στην επαρχία της Βίλα Πέρι.
Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1974, οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν τη Μοζαμβίκη, καθώς δεν υπήρχαν οι προοπτικές για την ανάπτυξη ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σημειώνει ο κ. Μαρκέτος. Μεταξύ αυτών που έφυγαν τότε, ήταν και η οικογένεια της συζύγου του, Μαρίας Μακροπούλου. Οι γονείς της, όπως και πολλοί άλλοι, πήγαν στη Μοζαμβίκη με το πρώτο, μεγάλο κύμα Ελλήνων μεταναστών, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τελικά, ο Γεράσιμος και η Μαρία, που είχαν παντρευτεί στην Ελλάδα, πήγαν στη Μοζαμβίκη, το 1994, δύο χρόνια μετά τη συνθήκη ειρήνης, που έβαλε τέλος σ' έναν εμφύλιο πόλεμο, που διήρκεσε 17 ολόκληρα χρόνια.
"Επιλέξαμε συνειδητά με τη σύζυγό μου να έρθουμε στη Μοζαμβίκη, αν και οι συνθήκες δεν είναι και οι ιδανικότερες για επιχειρηματική δράση", επισημαίνει ο 40χρονος Γεράσιμος Μαρκέτος, ο οποίος έχει δική του βιομηχανία πλαστικών ειδών. Μεταξύ των κύριων προβλημάτων, όπως αναφέρει, είναι το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού, η μεγάλη φτώχεια, η μεγάλη παιδική θνησιμότητα κ.ά. Προβλήματα, στα οποία δεν μένουν απλοί θεατές οι ομογενείς μας, όπως και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, που αναβάθμισε σε Επισκοπή τη Μοζαμβίκη. Η ενθρόνιση του πρώτου επισκόπου Μοζαμβίκης, Ιωάννη, θα γίνει, με κάθε επισημότητα, την ερχόμενη Κυριακή.
"Νιώθουμε μεγάλη ικανοποίηση από την απόφαση αυτή του Πατριάρχη μας, Θεόδωρου Β΄, που πρακτικά σημαίνει και την ανάπτυξη του ιεραποστολικού έργου στη χώρα αυτή, έργο τόσο απαραίτητο για όλες τις χώρες της Αφρικής", σημειώνει ο κ. Μαρκέτος.
Ο ίδιος επισημαίνει τις αγαστές σχέσεις των Ελλήνων της Μοζαμβίκης με τους ντόπιους, "που μας εκτιμούν ιδιαίτερα, αν και είμαστε ελάχιστοι", κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην πρωτοβουλία που ελήφθη πριν από χρόνια για την παροχή δέκα υποτροφιών σε Μοζαμβικανούς, από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας. "Αυτή είναι μία επένδυση για την Ελλάδα, καθώς οι νέοι αυτοί είναι οι δυνάμει φιλέλληνες, οι άνθρωποι που θα καταλάβουν ανώτερες και ανώτατες θέσεις στη Μοζαμβίκη", καταλήγει ο κ. Μαρκέτος.