Όταν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα φιλέλληνες από την κεντρική Ευρώπη βρέθηκαν στην Ελλάδα για να υπηρετήσουν στα στρατιωτικά σώματα και να συμβάλουν στην απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό, οι εντυπώσεις που σε αρκετές περιπτώσεις αποκόμισαν ήταν τελείως διαφορετικές από το ρομαντικά εξιδανικευμένο αρχαίο τοπίο που είχαν στο μυαλό τους.
Η έννοια του φιλελληνισμού, όπως αναπτύχθηκε από τους Κεντροευρωπαίους και ιδίως από τους Γερμανούς το 18ο και 19ο αιώνα, αλλά και οι… παρεξηγήσεις που η συγκεκριμένη ιδεολογία δημιούργησε, αναπτύχθηκαν σε διάλεξη με θέμα, «Έλληνες και Γερμανοί: εικόνες του άλλου», που έδωσε ο Γερμανός καθηγητής Χανς Αϊντενάιερ απόψε στο ινστιτούτο «Γκαίτε» της Θεσσαλονίκης.
Ο φιλελληνισμός των Ευρωπαίων που αναπτύχθηκε το 18ο και 19ο αιώνα βασίστηκε στην αγάπη για τους αρχαίους Έλληνες, τα ιδεώδη και τα επιτεύγματά τους, αλλά όχι και το ενδιαφέρον τους για τους Βυζαντινούς ή τους Νεοέλληνες.
«Εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρχαία ελληνική πνευματική ζωή που έλαβε χαρακτήρα προτύπου για τους επερχόμενους διαμορφώθηκε μέσα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο, ευθύς εξαρχής δεν υπήρξε οποιοσδήποτε συσχετισμός με όσους κατοίκησαν μεταγενέστερα στις κλασικές περιοχές», παρατήρησε ο κ. Αϊντενάιερ, συμπληρώνοντας: «Στη Γερμανία πρώτο μέλημα ήταν πάντα η υπεράσπιση μιας ανθρωπιστικής ιδεολογίας, της οποίας κύριο χαρακτηριστικό ήταν η όσο το δυνατόν απόλυτη διατήρηση της απόστασης από τους ζωντανούς φορείς της γλώσσας».
Οι φιλελληνικές εκδηλώσεις κορυφώθηκαν κατά τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Όπως επισήμανε ο ομιλητής, «οι φιλέλληνες ως γνήσιοι φίλοι των μεγάλων πνευμάτων της κλασικής εποχής του Ελληνισμού, θέλησαν να βοηθήσουν τους κατοίκους των ευγενών αυτών περιοχών. Εκτός από τη φρικτή βρομιά και την απόλυτη ένδεια, συνάντησαν εδώ κατοίκους που αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι και Ρωμιοί. Αντί να δημιουργηθεί μια γέφυρα που θα οδηγούσε στην κατανόηση της Ελλάδας από μέρους της Κεντρικής Ευρώπης, βάθυνε μάλλον το χάσμα της άγνοιας, καταλήγοντας ακόμα και σε ενεργό άρνηση».
Η διάθεση ταύτισης της νεότερης Ελλάδας με το αρχαίο τοπίο που οι Γερμανοί φιλέλληνες είχαν στο μυαλό τους και η τελική απογοήτευσή τους, είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή του φιλελληνικού κινήματος στα γερμανικά σπουδαστήρια, «για να παραμείνει έκτοτε ανεπηρέαστο από οποιαδήποτε προσέγγιση προς την πραγματικότητα της Ελλάδας», όπως εξήγησε ο κ. Αϊντενάιερ.
Στα ιδανικά της αρχαίας Ελλάδας ανέτρεξαν μετά την απελευθέρωσή τους και οι ίδιοι οι Έλληνες «στην προσπάθειά τους να πραγματώσουν ένα εθνικό κράτος σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». «Με τον τρόπο όμως αυτόν, παρέλαβαν από τους φιλέλληνες μια ιδεολογία, η οποία περιφρονούσε απροκάλυπτα τη χώρα τους και τις δικές τους πολιτιστικές επιδόσεις». Την ίδια περίοδο δηλώσεις, όπως του Γερμανού ιστορικού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ ότι «στις φλέβες του Νεοέλληνα δεν ρέει ούτε σταγόνα αρχαίου ελληνικού αίματος» οδήγησε τους Έλληνες στη βεβαιότητα ότι οι ξένες χώρες δεν τους κατανοούν.
Αναφερόμενος στον 20ο αιώνα, ο Χανς Αϊντενάιερ παρατήρησε ότι η αναθεώρηση της ρομαντικής γερμανικής ιδεολογίας δεν έγινε ποτέ στην πραγματικότητα. Όπως είπε, σήμερα ο ενθουσιασμός για τον κλασικό πολιτισμό έχει συρρικνωθεί, ενώ το ενδιαφέρον για την Ελλάδα δεν είναι αυστηρά συνυφασμένο με την αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά έχει διευρυνθεί και στα επιτεύγματα σύγχρονων δημιουργών, όπως ο Θεοδωράκης, ο Αγγελόπουλος. Οι μεγαλύτεροι φιλέλληνες πλέον θεωρούνται οι ίδιοι οι νεοέλληνες, που «απελευθερωμένοι από το ιδεολογικό φορτίο, με πλήρη αυτοσυνειδησία και εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, έχουν παραλάβει τη σκυτάλη της προσπάθειας για την πραγμάτωση των κλασικών αξιών, που το ελληνικό πνεύμα είχε την ικανότητα δια μέσου των αιώνων να παράγει», κατέληξε.
Από την ομιλία του Γερμανού καθηγητή δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν και τα καυστικά σχόλια για τα σημερινά τεκταινόμενα. «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας φέρω καλύτερα μαντάτα από την Άγκελα Μέρκελ για τις ελληνογερμανικές σχέσεις σ’ αυτούς τους κρίσιμους καιρούς», είπε.
Ο καθηγητής Χανς Αϊντενάιερ γεννήθηκε το 1937 στη Στουτγάρδη. Από το 1974 ως το 1994 δίδαξε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και από το 1994 ως στο 2002 Βυζαντινολογία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής και στα πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, Κρήτης και Λευκωσίας. Είναι επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο φιλελληνισμός των Ευρωπαίων που αναπτύχθηκε το 18ο και 19ο αιώνα βασίστηκε στην αγάπη για τους αρχαίους Έλληνες, τα ιδεώδη και τα επιτεύγματά τους, αλλά όχι και το ενδιαφέρον τους για τους Βυζαντινούς ή τους Νεοέλληνες.
«Εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρχαία ελληνική πνευματική ζωή που έλαβε χαρακτήρα προτύπου για τους επερχόμενους διαμορφώθηκε μέσα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο, ευθύς εξαρχής δεν υπήρξε οποιοσδήποτε συσχετισμός με όσους κατοίκησαν μεταγενέστερα στις κλασικές περιοχές», παρατήρησε ο κ. Αϊντενάιερ, συμπληρώνοντας: «Στη Γερμανία πρώτο μέλημα ήταν πάντα η υπεράσπιση μιας ανθρωπιστικής ιδεολογίας, της οποίας κύριο χαρακτηριστικό ήταν η όσο το δυνατόν απόλυτη διατήρηση της απόστασης από τους ζωντανούς φορείς της γλώσσας».
Οι φιλελληνικές εκδηλώσεις κορυφώθηκαν κατά τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Όπως επισήμανε ο ομιλητής, «οι φιλέλληνες ως γνήσιοι φίλοι των μεγάλων πνευμάτων της κλασικής εποχής του Ελληνισμού, θέλησαν να βοηθήσουν τους κατοίκους των ευγενών αυτών περιοχών. Εκτός από τη φρικτή βρομιά και την απόλυτη ένδεια, συνάντησαν εδώ κατοίκους που αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι και Ρωμιοί. Αντί να δημιουργηθεί μια γέφυρα που θα οδηγούσε στην κατανόηση της Ελλάδας από μέρους της Κεντρικής Ευρώπης, βάθυνε μάλλον το χάσμα της άγνοιας, καταλήγοντας ακόμα και σε ενεργό άρνηση».
Η διάθεση ταύτισης της νεότερης Ελλάδας με το αρχαίο τοπίο που οι Γερμανοί φιλέλληνες είχαν στο μυαλό τους και η τελική απογοήτευσή τους, είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή του φιλελληνικού κινήματος στα γερμανικά σπουδαστήρια, «για να παραμείνει έκτοτε ανεπηρέαστο από οποιαδήποτε προσέγγιση προς την πραγματικότητα της Ελλάδας», όπως εξήγησε ο κ. Αϊντενάιερ.
Στα ιδανικά της αρχαίας Ελλάδας ανέτρεξαν μετά την απελευθέρωσή τους και οι ίδιοι οι Έλληνες «στην προσπάθειά τους να πραγματώσουν ένα εθνικό κράτος σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». «Με τον τρόπο όμως αυτόν, παρέλαβαν από τους φιλέλληνες μια ιδεολογία, η οποία περιφρονούσε απροκάλυπτα τη χώρα τους και τις δικές τους πολιτιστικές επιδόσεις». Την ίδια περίοδο δηλώσεις, όπως του Γερμανού ιστορικού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ ότι «στις φλέβες του Νεοέλληνα δεν ρέει ούτε σταγόνα αρχαίου ελληνικού αίματος» οδήγησε τους Έλληνες στη βεβαιότητα ότι οι ξένες χώρες δεν τους κατανοούν.
Αναφερόμενος στον 20ο αιώνα, ο Χανς Αϊντενάιερ παρατήρησε ότι η αναθεώρηση της ρομαντικής γερμανικής ιδεολογίας δεν έγινε ποτέ στην πραγματικότητα. Όπως είπε, σήμερα ο ενθουσιασμός για τον κλασικό πολιτισμό έχει συρρικνωθεί, ενώ το ενδιαφέρον για την Ελλάδα δεν είναι αυστηρά συνυφασμένο με την αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά έχει διευρυνθεί και στα επιτεύγματα σύγχρονων δημιουργών, όπως ο Θεοδωράκης, ο Αγγελόπουλος. Οι μεγαλύτεροι φιλέλληνες πλέον θεωρούνται οι ίδιοι οι νεοέλληνες, που «απελευθερωμένοι από το ιδεολογικό φορτίο, με πλήρη αυτοσυνειδησία και εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, έχουν παραλάβει τη σκυτάλη της προσπάθειας για την πραγμάτωση των κλασικών αξιών, που το ελληνικό πνεύμα είχε την ικανότητα δια μέσου των αιώνων να παράγει», κατέληξε.
Από την ομιλία του Γερμανού καθηγητή δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν και τα καυστικά σχόλια για τα σημερινά τεκταινόμενα. «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας φέρω καλύτερα μαντάτα από την Άγκελα Μέρκελ για τις ελληνογερμανικές σχέσεις σ’ αυτούς τους κρίσιμους καιρούς», είπε.
Ο καθηγητής Χανς Αϊντενάιερ γεννήθηκε το 1937 στη Στουτγάρδη. Από το 1974 ως το 1994 δίδαξε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και από το 1994 ως στο 2002 Βυζαντινολογία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής και στα πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, Κρήτης και Λευκωσίας. Είναι επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.