Αρνητικές εισηγήσεις αναφορικά με την επαναπρόσληψη εργαζομένων μετά από παράνομη απόλυση έκαναν στην πλήρη (μεγάλη) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τόσο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ι. Τέντες, όσο και ο αρεοπαγίτης Α. Αθηναίος.
Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε άκυρη την καταγγελία συμβάσεως εργασίας που είχε κάνει Τράπεζα και έκανε δεκτά τα αιτήματα τραπεζοϋπαλλήλου και υποχρεώθηκε η Τράπεζα να καταβάλει μισθούς υπερημερίας.
Αντίθετα, το Εφετείο απέρριψε τα αιτήματα του εργαζομένου να αποδέχεται η Τράπεζα την εργασία του, να τον απασχολεί στην εργασία την οποία προσέφερε και στη θέση που είχε πριν την απόλυσή του ή σε παρεμφερή ή ομοειδή θέση.
Αναλυτικότερα, η εφετειακή απόφαση έκρινε ότι η αγωγή του εργαζομένου ήταν μη νόμιμη κατά τα τελευταία εν λόγω αιτήματα (να αποδέχεται την εργασία του, κ.λπ.) γιατί δεν γινόταν επίκληση περιστατικών που να θα καθιστούσαν καταχρηστική την άρνηση της Τράπεζας να υλοποιήσει τα αιτήματα του εργαζομένου τα οποία απερρίφθησαν.
Οι κ. Τέντες και Αθηναίος ενώπιον της Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υποστήριξαν ότι οι εργοδότες δεν είναι υποχρεωμένοι να επαναπροσλάβουν τον απολυθέντα, εκτός εάν η απόλυση του κριθεί καταχρηστική από τα δικαστήρια.
Συγκεκριμένα υποστήριξαν ότι η νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και αποβαίνει έτσι καταχρηστική η απόλυση. Δηλαδή, όταν θίγονται υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επέρχεται χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του.
Έτσι, οι δύο λειτουργοί της Δικαιοσύνης τάχθηκαν με την άποψη του Εφετείου και πρότεινα να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του τραπεζοϋπαλλήλου.
Να σημειωθεί ότι παλαιότερες αποφάσεις (νομολογία) του Αρείου Πάγου έχουν δεχθεί ότι οι εργοδότες έχουν τη υποχρέωση να επαναπροσλαμβάνουν τους απολυθέντες μισθωτούς μετά την ακύρωση της απόλυσης τους με δικαστική απόφαση, χωρίς να συντρέχουν άλλες προϋποθέσεις. Ωστόσο υπάρχει και νομολογία που συντάσσεται με την άποψη των δυο λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Η υπόθεση απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή της.
Αντίθετα, το Εφετείο απέρριψε τα αιτήματα του εργαζομένου να αποδέχεται η Τράπεζα την εργασία του, να τον απασχολεί στην εργασία την οποία προσέφερε και στη θέση που είχε πριν την απόλυσή του ή σε παρεμφερή ή ομοειδή θέση.
Αναλυτικότερα, η εφετειακή απόφαση έκρινε ότι η αγωγή του εργαζομένου ήταν μη νόμιμη κατά τα τελευταία εν λόγω αιτήματα (να αποδέχεται την εργασία του, κ.λπ.) γιατί δεν γινόταν επίκληση περιστατικών που να θα καθιστούσαν καταχρηστική την άρνηση της Τράπεζας να υλοποιήσει τα αιτήματα του εργαζομένου τα οποία απερρίφθησαν.
Οι κ. Τέντες και Αθηναίος ενώπιον της Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υποστήριξαν ότι οι εργοδότες δεν είναι υποχρεωμένοι να επαναπροσλάβουν τον απολυθέντα, εκτός εάν η απόλυση του κριθεί καταχρηστική από τα δικαστήρια.
Συγκεκριμένα υποστήριξαν ότι η νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και αποβαίνει έτσι καταχρηστική η απόλυση. Δηλαδή, όταν θίγονται υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επέρχεται χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του.
Έτσι, οι δύο λειτουργοί της Δικαιοσύνης τάχθηκαν με την άποψη του Εφετείου και πρότεινα να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του τραπεζοϋπαλλήλου.
Να σημειωθεί ότι παλαιότερες αποφάσεις (νομολογία) του Αρείου Πάγου έχουν δεχθεί ότι οι εργοδότες έχουν τη υποχρέωση να επαναπροσλαμβάνουν τους απολυθέντες μισθωτούς μετά την ακύρωση της απόλυσης τους με δικαστική απόφαση, χωρίς να συντρέχουν άλλες προϋποθέσεις. Ωστόσο υπάρχει και νομολογία που συντάσσεται με την άποψη των δυο λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Η υπόθεση απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή της.