Ήταν Ιούνιος του 2007, όταν η φωτιά που ξέσπασε στο χωριό Στεφάνη Βοιωτίας δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα μ’ αποτέλεσμα να ξεφύγει και να κατακάψει 56.000 στρέμματα στην Πάρνηθα, εκ των οποίων 21.800 στρέμματα ήταν δάσος κεφαλληνιακής ελάτης.
Από τότε, όμως, μέχρι και σήμερα πολλά φαίνεται να έχουν αλλάξει στον μεγαλύτερο πνεύμονα πρασίνου της Αττικής, διαμορφώνοντας μία καινούργια κατάσταση για τις κλιματικές συνθήκες και το περιβάλλον της περιοχής.
Η καταστροφή, που έγινε στον Εθνικό Δρυμό, είναι πολύ μεγάλη ως προς την αναδημιουργία του δάσους, για κάποιες επιφάνειες μάλιστα, μη αναστρέψιμη. Τις δυσμενείς επιπτώσεις της καταστροφής αυτής θα βιώσουν πολύ έντονα, για πολλά χρόνια και σε πολλούς τομείς, οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου της Αττικής.
Τα άλλοτε καταπράσινα πεύκα και έλατα μπορεί να παραδόθηκαν στο έλεος της φωτιάς, όμως ο «αγώνας» της γης για ζωή συνεχίζεται και σταδιακά η χλωρίδα και η πανίδα του βουνού ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες.
«Οι πρώτες αναδασώσεις ξεκίνησαν το 2008 με 45.000 φυτάρια κεφαλληνιακής ελάτης. Ήδη, έχουν φυτευτεί 300.000 δενδρύλλια μαύρης πεύκης για τη δημιουργία προδάσους, ώστε να ακολουθήσει η ανάπτυξη των ελάτων. Υπάρχει σχετικό πενταετές πρόγραμμα με προδιαγραφές από τον Φορέα Αναδάσωσης. Στις βόρειες περιοχές, που είναι πιο υγρές, τα έλατα φυτεύονται κατευθείαν στο έδαφος, ενώ στις νότιες που είναι πιο ξηρές, χρειάζονται προδάσος», τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος, πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, και πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλά και δεν έχουμε μεγάλες απώλειες. Το καλοκαίρι γίνονται ποτίσματα. Φέτος για πρώτη φορά στην αναδάσωση βοήθησαν εθελοντές. Είχε προηγηθεί εκπαίδευσή τους, γιατί η ελάτη είναι δύσκολη και απαιτητική και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί».
Από την πλευρά του ο ειδικός γραμματέας δασών του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), Γιώργος Αμοργιανιώτης, τόνισε ότι «υπάρχει πρόγραμμα αναδάσωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη και με ελάτη και μαύρη πεύκη». Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι «είναι μία πολύ δύσκολη επιλογή. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, μεγάλη δαπάνη και πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια ότι το ελατοδάσος, εκεί που χάθηκε, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να αποκατασταθεί πλήρως, έστω και μετά από πολλά χρόνια. Αλλά, οι αναδασώσεις που κάνουμε, ακόμα και με ελάτη, είναι ενθαρρυντικές».
Σύμφωνα με τον κ. Αμοργιανιώτη υπάρχει, επίσης, ένα μεγάλο κομμάτι βραχώδους έκτασης και εκεί η αποκατάσταση του περιβάλλοντος είναι τρομερά δύσκολη.
Σε ό,τι αφορά την πανίδα, ελάφια, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, αλεπούδες, λαγοί και πολλά άλλα ζώα άρχισαν σταδιακά να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες της Πάρνηθας, ζουν και αναπαράγονται στην καμένη γη. Η κοινότητα των κόκκινων ελαφιών αριθμεί σήμερα περίπου 700 άτομα. Προς το παρόν ο πληθυσμός των ελαφιών δεν απειλεί την αναγέννηση του δάσους, ωστόσο οι ερευνητές φοβούνται ότι λόγω της προστασίας των ελαφιών και το πρασίνισμα των καμένων εκτάσεων, ο αριθμός τους μπορεί να αυξηθεί θέτοντας σε κίνδυνο τα νέα βλαστάρια.
Όπως τόνισε ο κ. Δημόπουλος, «ο αγριόχοιρος προξενεί ζημιές στο έδαφος και στα φυτά και τα ελάφια τρώνε τις κορυφές από τα φυτάρια της μαύρης πεύκης, που φυτεύουμε για προδάσος. Γι αυτό και τα προστατεύουμε». Μάλιστα επισήμανε ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο, αν και, όπως είπε, είναι ακόμα νωρίς, κάποια από τα κόκκινα ελάφια να μεταφερθούν σε άλλο σημείο στην Ελλάδα, με παρόμοιο βιότοπο.
Ένα από τα κυρίαρχα θέματα, που έπρεπε να διαχειριστούν οι υπεύθυνοι, ήταν η προστασία του εδάφους, το οποίο στην Πάρνηθα είναι λίγο και επιπλέον, είναι εύκολο να αποπλυθεί, λόγω των μεγάλων εγκάρσιων κλίσεων που υπάρχουν, όπως και η προστασία των πέριξ του δρυμού δήμων, στους οποίους καταλήγουν τα μεγάλα ρέματα της Πάρνηθας, που θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν από πλημμυρικά φαινόμενα.
Τα μέτρα προστασίας του εδάφους των καμένων εκτάσεων και η αποφυγή πλημμυρικών φαινομένων υλοποιήθηκαν από τη Διεύθυνση Αναδασώσεων της Αττικής και το Δασαρχείο Πάρνηθας με την κατασκευή κορμοδεμάτων και κορμοπλεγμάτων στις πλαγιές, καθώς και κορμοφραγμάτων και λιθοφραγμάτων στα ρέματα ολόκληρης της καμένης έκτασης.
Η Σπυριδούλα Μιχελάκη, δασοπόνος στον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σημείωσε ότι «τα αντιπλημμυρικά - αντιδιαβρωτικά έργα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2007, αμέσως μετά τη φωτιά σε συνολική επιφάνεια 27.800.000 τμ. Με την εφαρμογή τους έχουν μειωθεί οι πλημμύρες και η συγκράτηση του εδάφους πέτυχε».
Επισήμανε ακόμη πως «εάν εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα, το φτιάχνουμε, αλλά ήδη τα έργα αυτά έκαναν τη δουλειά τους, μιας και το ξύλο από μόνο του σαπίζει και γίνεται ένα με το έδαφος».
Αναφορικά με τα αντιπλημμυρικά μέτρα ο κ. Αμοργιανιώτης είπε ότι «καταφέραμε να προστατεύσουμε τις γύρω περιοχές γιατί δεν κατέβηκε χώμα και λάσπη. Ούτε στα τέλη του 2007, με τις βροχές και τα χιόνια, ούτε μετέπειτα είχαμε κάποιο πρόβλημα από τα συνήθη που έχουμε μετά από πυρκαγιές. Τα αντιπλημμυρικά αυτά απέδωσαν. Βέβαια, αυτό που θέλουμε είναι να συγκρατήσουμε το χώμα ψηλά για να αναδασώσουμε».
Σε αριθμούς, τοποθετήθηκαν 1.288 χιλιόμετρα κορμοδέματα, 496.000 μέτρα κλαδοπλέγματα στις πλαγιές, 44 λιθοφράγματα και κορμοφράγματα στις κοίτες των ρεμάτων και 4.000 τ.μ. ξυλοφράγματα για να συγκρατούν τα νερά και το χώμα, όπου σχηματίζονται χείμαρροι.
Μετά την πυρκαγιά του 2007 σημαντικά βήματα έγιναν και στον τομέα της πυρασφάλειας της Πάρνηθας, καθώς το καλοκαίρι που πέρασε δεν σημειώθηκε ούτε ένα επεισόδιο φωτιάς.
«Αυτό είναι αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής, που εφαρμόζουμε ενάντια στις πυρκαγιές», υποστήριξε ο κ. Δημόπουλος, επισημαίνοντας πως «σε συνεργασία με την πυροσβεστική εκπονήθηκε σχέδιο πυροπροστασίας με συντονισμό. Τα δώδεκα μικρά πυροσβεστικά με δεξαμενές πυρόσβεσης και συστήματα εντοπισμού φωτιάς, που δώρισε ιδιωτική τράπεζα το καλοκαίρι του 2010, μοιράστηκαν τους δήμους Λιοσίων και Φυλής, καθώς και σε επιλεγμένα σημεία στο βουνό».
Σημαντική είναι και η βοήθεια που προσφέρουν στην πυρασφάλεια και οι Εθελοντές Δασοπυροσβέστες Αττικής (ΕΔΑΣΑ), ο Ελληνικός Πολιτιστικός Ορειβατικός Σύλλογος (ΕΠΟΣ) Φυλής, ενώ, όπως είπε ο κ. Δημόπουλος, φέτος προστέθηκαν τρεις επιπλέον δεξαμενές νερού για ελικόπτερα στις ήδη 68 υπάρχουσες για ελικόπτερα και οχήματα. «Η προσοχή όλων τώρα είναι στραμμένη στο Τατόι, το οποίο φυλάσσεται ειδικά μέρα-νύχτα. Η πλούσια βιομάζα του και το γερασμένο, ώριμο δάσος του, το καθιστούν εξαιρετικά εύφλεκτο», επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος.
Για το Τατόι, ο κ. Αμοργιανιώτης είπε πως «είναι μία έκταση περί τα 2.000 στρέμματα, με συμπαγή και πυκνά δάση, πανέμορφη βέβαια, η οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά πευκοδάσος. Τα στατιστικά στοιχεία μάς δείχνουν ότι υπάρχει περιοδικότητα στη φωτιά. Όταν μαζεύεται πολλή ξηρή ύλη, τότε το παραμικρό μπορεί να φέρει την καταστροφή».
Τόνισε ακόμη ότι σε κάποια τμήματα έχει να περάσει φωτιά εδώ και 50, ή και παραπάνω, χρόνια, σε κάποια άλλα από το 1974, σε άλλα αργότερα. «Σήμερα, έχουμε εκεί ένα συμπαγές δάσος και φοβόμαστε μία ακραία καιρική συνθήκη», επισήμανε και πρόσθεσε: «Το φοβόμαστε, κυρίως, όχι από μέσα, αλλά μήπως έρθει ένα μέτωπο φωτιάς. Όπως έγινε στην Πάρνηθα. Αν ξεκινήσει από μέσα, μπορούμε να το προλάβουμε, επειδή η περιοχή φυλάσσεται. Αν έρθει, όμως, ένα μέτωπο χιλίων μέτρων...».
Στο μεταξύ και παρότι η Πάρνηθα έχει ανακηρυχθεί σε Εθνικό Δρυμό από το 1961 το πλαίσιο προστασίας και δόμησης δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί.
Νόμοι επί νόμων, αποφάσεις επί αποφάσεων, όλα αυτά τα χρόνια αντί να ξεκαθαρίσουν το τοπίο, δημιούργησαν φαινόμενα αυθαιρεσίας με καταπατήσεις δασικών εκτάσεων.
Το ίδιο επιχειρήθηκε γι ακόμη μία φορά με την άμεση αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του Προεδρικού Διατάγματος, που εκδόθηκε έναν μηνά μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Πάρνηθα και με το οποίο καθορίστηκαν οι ζώνες προστασίας και χρήσης γης.
Η μία προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίφθηκε, η δεύτερη παραπέμφθηκε στην ολομέλεια στου ΣτΕ και εκκρεμεί. Παρόλα αυτά, τον περασμένο Αύγουστο, ξεκίνησαν οικοδομικές εργασίες για την επέκταση των εγκαταστάσεων του Καζίνου. Η αίτηση για αναστολή των εργασιών που κατέθεσαν οι Εθελοντές Δασοπυροσβέστες Αττικής (ΕΔΑΣΑ) ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε και η αίτηση ακύρωσης στο ίδιο δικαστήριο δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Έτσι, με Κοινή Υπουργική Απόφαση του υπουργού Οικονομικών, Γιώργου Παπακωνσταντίνου, και του υφυπουργού Πολιτισμού, Γιώργου Νικητιάδη, δίνεται άδεια για τη ριζική ανακατασκευή και επέκταση του Καζίνου με το ξενοδοχειακό συγκρότημά του, καθώς και για την εγκατάσταση πρόσθετων μηχανημάτων τζόγου.
Τέλος, σημειώνεται ότι ο Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του ΥΠΕΚΑ και χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια. Ο κ. Δημόπουλος επισημαίνει ότι τα οικονομικά του φορέα είναι δύσκολα. «Τώρα περιμένουμε το τέταρτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Οι εθελοντές κάνουν μεγάλη δουλειά».
Όπως είπε, το έργο προσπαθεί να προχωρήσει με δωρεές, χορηγίες και εθελοντική εργασία από μη κυβερνητικές οργανώσεις. Πρόσθεσε δε ότι το Καζίνο δίνει 350.000 ευρώ τον χρόνο για τη συντήρηση του δρυμού. «Αυτό προέκυψε το 2003 με την τελική ιδιωτικοποίηση του Καζίνου και μπήκε ως ρήτρα», είπε.
Η καταστροφή, που έγινε στον Εθνικό Δρυμό, είναι πολύ μεγάλη ως προς την αναδημιουργία του δάσους, για κάποιες επιφάνειες μάλιστα, μη αναστρέψιμη. Τις δυσμενείς επιπτώσεις της καταστροφής αυτής θα βιώσουν πολύ έντονα, για πολλά χρόνια και σε πολλούς τομείς, οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου της Αττικής.
Τα άλλοτε καταπράσινα πεύκα και έλατα μπορεί να παραδόθηκαν στο έλεος της φωτιάς, όμως ο «αγώνας» της γης για ζωή συνεχίζεται και σταδιακά η χλωρίδα και η πανίδα του βουνού ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες.
«Οι πρώτες αναδασώσεις ξεκίνησαν το 2008 με 45.000 φυτάρια κεφαλληνιακής ελάτης. Ήδη, έχουν φυτευτεί 300.000 δενδρύλλια μαύρης πεύκης για τη δημιουργία προδάσους, ώστε να ακολουθήσει η ανάπτυξη των ελάτων. Υπάρχει σχετικό πενταετές πρόγραμμα με προδιαγραφές από τον Φορέα Αναδάσωσης. Στις βόρειες περιοχές, που είναι πιο υγρές, τα έλατα φυτεύονται κατευθείαν στο έδαφος, ενώ στις νότιες που είναι πιο ξηρές, χρειάζονται προδάσος», τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος, πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, και πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλά και δεν έχουμε μεγάλες απώλειες. Το καλοκαίρι γίνονται ποτίσματα. Φέτος για πρώτη φορά στην αναδάσωση βοήθησαν εθελοντές. Είχε προηγηθεί εκπαίδευσή τους, γιατί η ελάτη είναι δύσκολη και απαιτητική και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί».
Από την πλευρά του ο ειδικός γραμματέας δασών του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), Γιώργος Αμοργιανιώτης, τόνισε ότι «υπάρχει πρόγραμμα αναδάσωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη και με ελάτη και μαύρη πεύκη». Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι «είναι μία πολύ δύσκολη επιλογή. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, μεγάλη δαπάνη και πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια ότι το ελατοδάσος, εκεί που χάθηκε, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να αποκατασταθεί πλήρως, έστω και μετά από πολλά χρόνια. Αλλά, οι αναδασώσεις που κάνουμε, ακόμα και με ελάτη, είναι ενθαρρυντικές».
Σύμφωνα με τον κ. Αμοργιανιώτη υπάρχει, επίσης, ένα μεγάλο κομμάτι βραχώδους έκτασης και εκεί η αποκατάσταση του περιβάλλοντος είναι τρομερά δύσκολη.
Σε ό,τι αφορά την πανίδα, ελάφια, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, αλεπούδες, λαγοί και πολλά άλλα ζώα άρχισαν σταδιακά να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες της Πάρνηθας, ζουν και αναπαράγονται στην καμένη γη. Η κοινότητα των κόκκινων ελαφιών αριθμεί σήμερα περίπου 700 άτομα. Προς το παρόν ο πληθυσμός των ελαφιών δεν απειλεί την αναγέννηση του δάσους, ωστόσο οι ερευνητές φοβούνται ότι λόγω της προστασίας των ελαφιών και το πρασίνισμα των καμένων εκτάσεων, ο αριθμός τους μπορεί να αυξηθεί θέτοντας σε κίνδυνο τα νέα βλαστάρια.
Όπως τόνισε ο κ. Δημόπουλος, «ο αγριόχοιρος προξενεί ζημιές στο έδαφος και στα φυτά και τα ελάφια τρώνε τις κορυφές από τα φυτάρια της μαύρης πεύκης, που φυτεύουμε για προδάσος. Γι αυτό και τα προστατεύουμε». Μάλιστα επισήμανε ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο, αν και, όπως είπε, είναι ακόμα νωρίς, κάποια από τα κόκκινα ελάφια να μεταφερθούν σε άλλο σημείο στην Ελλάδα, με παρόμοιο βιότοπο.
Ένα από τα κυρίαρχα θέματα, που έπρεπε να διαχειριστούν οι υπεύθυνοι, ήταν η προστασία του εδάφους, το οποίο στην Πάρνηθα είναι λίγο και επιπλέον, είναι εύκολο να αποπλυθεί, λόγω των μεγάλων εγκάρσιων κλίσεων που υπάρχουν, όπως και η προστασία των πέριξ του δρυμού δήμων, στους οποίους καταλήγουν τα μεγάλα ρέματα της Πάρνηθας, που θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν από πλημμυρικά φαινόμενα.
Τα μέτρα προστασίας του εδάφους των καμένων εκτάσεων και η αποφυγή πλημμυρικών φαινομένων υλοποιήθηκαν από τη Διεύθυνση Αναδασώσεων της Αττικής και το Δασαρχείο Πάρνηθας με την κατασκευή κορμοδεμάτων και κορμοπλεγμάτων στις πλαγιές, καθώς και κορμοφραγμάτων και λιθοφραγμάτων στα ρέματα ολόκληρης της καμένης έκτασης.
Η Σπυριδούλα Μιχελάκη, δασοπόνος στον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σημείωσε ότι «τα αντιπλημμυρικά - αντιδιαβρωτικά έργα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2007, αμέσως μετά τη φωτιά σε συνολική επιφάνεια 27.800.000 τμ. Με την εφαρμογή τους έχουν μειωθεί οι πλημμύρες και η συγκράτηση του εδάφους πέτυχε».
Επισήμανε ακόμη πως «εάν εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα, το φτιάχνουμε, αλλά ήδη τα έργα αυτά έκαναν τη δουλειά τους, μιας και το ξύλο από μόνο του σαπίζει και γίνεται ένα με το έδαφος».
Αναφορικά με τα αντιπλημμυρικά μέτρα ο κ. Αμοργιανιώτης είπε ότι «καταφέραμε να προστατεύσουμε τις γύρω περιοχές γιατί δεν κατέβηκε χώμα και λάσπη. Ούτε στα τέλη του 2007, με τις βροχές και τα χιόνια, ούτε μετέπειτα είχαμε κάποιο πρόβλημα από τα συνήθη που έχουμε μετά από πυρκαγιές. Τα αντιπλημμυρικά αυτά απέδωσαν. Βέβαια, αυτό που θέλουμε είναι να συγκρατήσουμε το χώμα ψηλά για να αναδασώσουμε».
Σε αριθμούς, τοποθετήθηκαν 1.288 χιλιόμετρα κορμοδέματα, 496.000 μέτρα κλαδοπλέγματα στις πλαγιές, 44 λιθοφράγματα και κορμοφράγματα στις κοίτες των ρεμάτων και 4.000 τ.μ. ξυλοφράγματα για να συγκρατούν τα νερά και το χώμα, όπου σχηματίζονται χείμαρροι.
Μετά την πυρκαγιά του 2007 σημαντικά βήματα έγιναν και στον τομέα της πυρασφάλειας της Πάρνηθας, καθώς το καλοκαίρι που πέρασε δεν σημειώθηκε ούτε ένα επεισόδιο φωτιάς.
«Αυτό είναι αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής, που εφαρμόζουμε ενάντια στις πυρκαγιές», υποστήριξε ο κ. Δημόπουλος, επισημαίνοντας πως «σε συνεργασία με την πυροσβεστική εκπονήθηκε σχέδιο πυροπροστασίας με συντονισμό. Τα δώδεκα μικρά πυροσβεστικά με δεξαμενές πυρόσβεσης και συστήματα εντοπισμού φωτιάς, που δώρισε ιδιωτική τράπεζα το καλοκαίρι του 2010, μοιράστηκαν τους δήμους Λιοσίων και Φυλής, καθώς και σε επιλεγμένα σημεία στο βουνό».
Σημαντική είναι και η βοήθεια που προσφέρουν στην πυρασφάλεια και οι Εθελοντές Δασοπυροσβέστες Αττικής (ΕΔΑΣΑ), ο Ελληνικός Πολιτιστικός Ορειβατικός Σύλλογος (ΕΠΟΣ) Φυλής, ενώ, όπως είπε ο κ. Δημόπουλος, φέτος προστέθηκαν τρεις επιπλέον δεξαμενές νερού για ελικόπτερα στις ήδη 68 υπάρχουσες για ελικόπτερα και οχήματα. «Η προσοχή όλων τώρα είναι στραμμένη στο Τατόι, το οποίο φυλάσσεται ειδικά μέρα-νύχτα. Η πλούσια βιομάζα του και το γερασμένο, ώριμο δάσος του, το καθιστούν εξαιρετικά εύφλεκτο», επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος.
Για το Τατόι, ο κ. Αμοργιανιώτης είπε πως «είναι μία έκταση περί τα 2.000 στρέμματα, με συμπαγή και πυκνά δάση, πανέμορφη βέβαια, η οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά πευκοδάσος. Τα στατιστικά στοιχεία μάς δείχνουν ότι υπάρχει περιοδικότητα στη φωτιά. Όταν μαζεύεται πολλή ξηρή ύλη, τότε το παραμικρό μπορεί να φέρει την καταστροφή».
Τόνισε ακόμη ότι σε κάποια τμήματα έχει να περάσει φωτιά εδώ και 50, ή και παραπάνω, χρόνια, σε κάποια άλλα από το 1974, σε άλλα αργότερα. «Σήμερα, έχουμε εκεί ένα συμπαγές δάσος και φοβόμαστε μία ακραία καιρική συνθήκη», επισήμανε και πρόσθεσε: «Το φοβόμαστε, κυρίως, όχι από μέσα, αλλά μήπως έρθει ένα μέτωπο φωτιάς. Όπως έγινε στην Πάρνηθα. Αν ξεκινήσει από μέσα, μπορούμε να το προλάβουμε, επειδή η περιοχή φυλάσσεται. Αν έρθει, όμως, ένα μέτωπο χιλίων μέτρων...».
Στο μεταξύ και παρότι η Πάρνηθα έχει ανακηρυχθεί σε Εθνικό Δρυμό από το 1961 το πλαίσιο προστασίας και δόμησης δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί.
Νόμοι επί νόμων, αποφάσεις επί αποφάσεων, όλα αυτά τα χρόνια αντί να ξεκαθαρίσουν το τοπίο, δημιούργησαν φαινόμενα αυθαιρεσίας με καταπατήσεις δασικών εκτάσεων.
Το ίδιο επιχειρήθηκε γι ακόμη μία φορά με την άμεση αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του Προεδρικού Διατάγματος, που εκδόθηκε έναν μηνά μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Πάρνηθα και με το οποίο καθορίστηκαν οι ζώνες προστασίας και χρήσης γης.
Η μία προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίφθηκε, η δεύτερη παραπέμφθηκε στην ολομέλεια στου ΣτΕ και εκκρεμεί. Παρόλα αυτά, τον περασμένο Αύγουστο, ξεκίνησαν οικοδομικές εργασίες για την επέκταση των εγκαταστάσεων του Καζίνου. Η αίτηση για αναστολή των εργασιών που κατέθεσαν οι Εθελοντές Δασοπυροσβέστες Αττικής (ΕΔΑΣΑ) ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε και η αίτηση ακύρωσης στο ίδιο δικαστήριο δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Έτσι, με Κοινή Υπουργική Απόφαση του υπουργού Οικονομικών, Γιώργου Παπακωνσταντίνου, και του υφυπουργού Πολιτισμού, Γιώργου Νικητιάδη, δίνεται άδεια για τη ριζική ανακατασκευή και επέκταση του Καζίνου με το ξενοδοχειακό συγκρότημά του, καθώς και για την εγκατάσταση πρόσθετων μηχανημάτων τζόγου.
Τέλος, σημειώνεται ότι ο Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του ΥΠΕΚΑ και χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια. Ο κ. Δημόπουλος επισημαίνει ότι τα οικονομικά του φορέα είναι δύσκολα. «Τώρα περιμένουμε το τέταρτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Οι εθελοντές κάνουν μεγάλη δουλειά».
Όπως είπε, το έργο προσπαθεί να προχωρήσει με δωρεές, χορηγίες και εθελοντική εργασία από μη κυβερνητικές οργανώσεις. Πρόσθεσε δε ότι το Καζίνο δίνει 350.000 ευρώ τον χρόνο για τη συντήρηση του δρυμού. «Αυτό προέκυψε το 2003 με την τελική ιδιωτικοποίηση του Καζίνου και μπήκε ως ρήτρα», είπε.