«Στο σαρμπονάζ (ανθρακωρυχείο), όταν ήσουν μόνος σου στη γαλαρία, η μόνη χαρά ήταν που έβλεπες ποντίκια ζωντανά! Γιατί, όταν ήσουν μόνος σου, στο βάθος, ζωή δεν υπήρχε. Ήταν μόνο πέτρα και σίδερα ... κι έβλεπες το ποντίκι και χαιρόσουν! Κανένας ανθρακωρύχος δεν σκότωσε ποντίκι, καμία φορά. Τα ταΐζαμε, μας περιμένανε, μας τρώγανε το ψωμί από εκεί που το κρεμάγαμε ... Είχαμε παρέα!».
Η συγκλονιστική αυτή μαρτυρία του Κρητικού Μανώλη Καφφάτου, που εργάστηκε από τα δεκαοκτώ του χρόνια σε ανθρακωρυχεία του Βελγίου, είναι μια από τις πολλές, συγκινητικές ιστορίες, που δημοσιεύονται στο βιβλίο-λεύκωμα της Μαρίας Δερμιτζάκη, με τίτλο "Οι Έλληνες στο Λιμβούργο μέσα από την οπτική και τις αφηγήσεις των Ελλήνων Μεταναστών".
Η συγκλονιστική αυτή μαρτυρία του Κρητικού Μανώλη Καφφάτου, που εργάστηκε από τα δεκαοκτώ του χρόνια σε ανθρακωρυχεία του Βελγίου, είναι μια από τις πολλές, συγκινητικές ιστορίες, που δημοσιεύονται στο βιβλίο-λεύκωμα της Μαρίας Δερμιτζάκη, με τίτλο "Οι Έλληνες στο Λιμβούργο μέσα από την οπτική και τις αφηγήσεις των Ελλήνων Μεταναστών".
Μέσα από τις επιλεγμένες αφηγήσεις τριάντα ανδρών και γυναικών, στις περίπου τριακόσιες σελίδες του βιβλίου, πλαισιωμένες από ασπρόμαυρές και έγχρωμες φωτογραφίες, ζωντανεύουν τα 50 χρόνια μεταναστευτικής πορείας και προσαρμογής της ελληνικής κοινότητας στο Λιμβούργο.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη φλαμανδική γλώσσα και έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τους Βέλγους. Η δε έρευνα διήρκησε τρία χρόνια και επικεντρώθηκε στις τρεις γενιές Ελλήνων της βελγικής επαρχίας, όπου ζουν περίπου 4.000 Έλληνες. Το προϊόν της έρευνας αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως υλικό για ένα ντοκιμαντέρ με το ίδιο θέμα.
«Ήταν μια δυνατή εμπειρία. Ήρθαν στιγμές που δάκρυσα, με τις περιγραφές τους», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τις Βρυξέλλες, η 36χρονη Μαρία Δερμιτζάκη και σημειώνει: «Αυτό που διαχέεται έντονα στο βιβλίο και στο ντοκιμαντέρ είναι η αμεσότητα αυτών των ανθρώπων. Είναι σημαντικό να δεις το πόσο υπερήφανοι αισθάνονται για το ότι τα κατάφεραν, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν».
Το βιβλίο προλογίζουν η Δρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Λιέγης, Αμαλία Αλεξίου, και ο Βέλγος Ιστορικός Δρ Rob Belemans, οι οποίοι θα είναι και οι κύριοι ομιλητές στην παρουσίαση του βιβλίου, στις 18 Μαρτίου, στο δημαρχιακό μέγαρο της πόλης του Γενκ (Genk), στο Λιμβούργο. Την εκδήλωση διοργανώνουν ο οργανισμός "Erfgoedcel Mijn-Erfgoed", το Cultuurcentrum και η πολιτιστική εταιρία Tirasila.
Το βιβλίο, πάντως, δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά, καθώς δεν έχει εκδηλωθεί κάποιο ενδιαφέρον, γεγονός για το οποίο η Μαρία Δερμιτζάκη δεν κρύβει την πικρία της.
«Για τους Βέλγους, η ιστορία των Ελλήνων μεταναστών στη χώρα τους, είναι κομμάτι και της δικής τους ιστορίας. Η έρευνά μου έχει ως στόχο τις επόμενες γενιές Ελλήνων, αλλά και τους Βέλγους, ώστε να γνωρίσουν, να νιώσουν καλύτερα τους Έλληνες γείτονές τους. Γιατί, μόνο γνωρίζοντας τον άλλο, τον διαφορετικό, μπορούμε να τον κατανοήσουμε και να συμβιώσουμε μαζί του αρμονικά. Η ακμάζουσα κοινότητα των Ελλήνων, αν και αρκετά καλά ενσωματωμένη στη βελγική κοινωνία, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κατά τρόπο ώστε για ένα μεγάλο ποσοστό Βέλγων, η φολκλορική εκδοχή της "Ελλάδας του Ζορμπά" να είναι πιο οικεία απ' ό,τι η αυθεντική πολιτισμική φυσιογνωμία των εγκατεστημένων στο Βέλγιο ελληνικής καταγωγής συμπολιτών τους», επισημαίνει η Μαρία Δερμιτζάκη.
Μετά το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων, πολλοί από τους Έλληνες μετανάστες, που εν τω μεταξύ ενσωματώθηκαν πλήρως, έχοντας συνήθως παιδιά και εγγόνια, μετακινήθηκαν στις Βρυξέλλες.
«Τρεις γενιές, η κάθε μια με τη δική της, πολύ ξεχωριστή ιστορία, και με το δικό της τρόπο, αντιμετωπίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην ελληνική καταγωγή και την επίκτητη βελγική ταυτότητα», σημειώνει η κα Δερμιτζάκη.
«Μια κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο βάθος του χρόνου και βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη, εντελώς χαρακτηριστική της ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία συντελεί στο μετασχηματισμό των ταυτοτήτων», προσθέτει.
Το όλο πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από τον επιχορηγούμενο από τη φλαμανδική κυβέρνηση οργανισμό "Erfgoedcel Limburg" και την πόλη του Γενκ, με την υποστήριξη των Ελληνικών Κοινοτήτων της επαρχίας του Λιμβούργου, την Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Βελγίου, το Φλαμανδικό Ινστιτούτο για την Προφορική Ιστορία "Faro", το Μουσείο των Ανθρακωρυχείων στην περιοχή του Beringen "Mijnmuseum' of Beringen" και το "Museum van de Mijnwerkers Woning" (Μουσείο του Σπιτιού του Ανθρακωρύχου) στο Eisden του Λιμβούργου.
Χαρακτηριστικές μαρτυρίες
Οι Έλληνες του Λιβούργου μιλούν, μέσα από την καρδιά τους, για τις ελληνικές ρίζες τους, τις συνθήκες της μετανάστευσής τους, τις συνήθως εντυπωσιακές ταξιδιωτικές τους περιπέτειες, την άφιξη τους στο κρύο Βέλγιο, τη διαμονή τους στα καταλύματα, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους και για την εργασία τους στην παραγωγή, σε σχέση με άλλες εθνότητες -Ιταλούς, Πολωνούς, Ισπανούς, Τούρκους, Μαροκινούς, Βέλγους.
Μιλούν ακόμη για τη σημερινή τους θέση στη βελγική κοινωνία, τις αναμνήσεις από την πατρίδα που άφησαν, αλλά και τις απόψεις τους για τη σύγχρονη Ελλάδα, την προσέγγιση της ελληνοβελγικής ταυτότητας, τις προσδοκίες τους για το μέλλον και την ενδεχόμενη επιστροφή στην Ελλάδα. Η πρόσμιξη ελληνικών, φλαμανδικών και ιδιαίτερων διαλεκτικών στοιχείων από την ντοπιολαλιά των μεταναστών, όπως λέει η κα Δερμιτζάκη, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα, την ποικιλία και την "πολυχρωμία" της κοινωνίας των Ελλήνων μεταναστών στο Βέλγιο.
«Ο κάθε γονιός ήθελε το παιδί του να αποφύγει το ορυχείο, να μην κατεβεί στα 1000 μέτρα κάτω από τη γη να δουλέψει. Διότι ήταν ένας πόλεμος, από τη στιγμή που μπαίναμε στο ασανσέρ, στην κάσα όπως τη λέγαμε, για να κατεβούμε και μετά να βγούμε απάνω», λέει χαρακτηριστικά ο Σίμος Καραγάννης.
«Όταν βγαίναμε, ήμασταν ευχαριστημένοι, που γλιτώσαμε το τομάρι μας και βγήκαμε ζωντανοί! Γιατί από τη στιγμή που μπαίναμε μέσα στην κάσα για να κατεβούμε να πάμε για δουλειά, όποιος πει ότι θυμόταν μάνα, πατέρα, παιδιά, γυναίκα, το λέει ψέματα! Πηγαίναμε σ' έναν πόλεμο! Είναι η πιο ανθυγιεινή και η χειρότερη δουλειά που υπήρξε στη ζωή! Είκοσι έξι χρόνια έκανα εκεί μέσα», θυμάται.
Η Ρήνα Δέλιου βρέθηκε στο Βέλγιο το 1962, σε ηλικία 16 ετών. Πήγε στο Γενκ σε μια θεία της, υποτίθεται για να προσέχει τα μωρά της, μέχρι να βρει δουλειά. «Ό,τι μπορέσαμε κάναμε! Μεγαλώσαμε εμείς, μεγαλώσαμε και τα παιδιά μας. Φυσικά, η ζωή μας ήταν δύσκολη στην αρχή. Δεν ξέραμε τη γλώσσα και τους νόμους, δεν ξέραμε τίποτα εδώ! Είχαμε κάποιους διερμηνείς, που όπως ήθελαν τα έλεγαν και ό,τι ήθελαν μας έλεγαν! Πιστεύαμε ό,τι μας έλεγαν αυτοί, που δήθεν ήξεραν κάτι παραπάνω από μας. Οι διερμηνείς ήταν Έλληνες, αλλά τι ήξεραν κι αυτοί; Ήξεραν μόνο μερικά γερμανικά από τον πόλεμο ...», λέει η κα Δέλιου.
Η ίδια αναφέρεται στη "μαύρη επταετία" στην Ελλάδα, που μοιραία επηρέασε και τη ζωή των Ελλήνων στο Βέλγιο. «Με τη χούντα δεν ήταν ωραία τα πράγματα. Γιατί, η δικτατορία άλλους μας είχε ενώσει πολύ, ενώ άλλους μας είχε χωρίσει στα άκρα! Τόσο, που δεν θέλαμε να πούμε ούτε καλημέρα ο ένας στον άλλον! Έμειναν, όμως, αυτά...», θυμάται η Ρήνα Δέλιου.
Και συνεχίζει: «Σ' εμένα, κατά τη δικτατορία ήρθαν να ελέγξουν μέσα στο σπίτι μου ότι δήθεν, ως κομμουνιστές, είχαμε όπλα και θέλαμε να επιτεθούμε στο "Ελληνικό Σπίτι", στο Winterslag, την επέτειο της 21ης Απριλίου! Μα, εμείς δεν είχαμε ιδέα. Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Φυσικά, δεν ήταν το μοναδικό σπίτι που έψαξαν, αλλά και του πατέρα μου, του θείου μου! Έψαξαν πάρα πολλούς Έλληνες που ήταν αριστεροί!».
Σε άλλο σημείο της αφήγησής της σημειώνει: «Εκείνη την εποχή είχαμε πρόβλημα με τα προξενεία και τις ελληνικές πρεσβείες. Γιατί, όταν θέλαμε να πάμε να πάρουμε κάποιο έγγραφο από ένα προξενείο, μας έλεγαν: Εσείς φύγετε! Είστε Βούλγαροι!».
Οι στιγμές του αποχωρισμού μένουν ανεξίτηλες, όσα χρόνια κι ν περάσουν. Και η φωνή του Καζαντζίδη, βάλσαμο στις καρδιές των μεταναστών...
«Ο μπαμπάς μου είδε ότι δεν καλυτέρευε η ζωή κι έτσι έφυγε, το 1957, για το Βέλγιο. Τα χρόνια εκείνα, όταν φεύγανε για τα ξένα, ακολουθώντας με τη λύρα και με τραγούδια, τους πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό μέχρι το Κιλκίς, όπου θα παίρνανε το λεωφορείο για την Αθήνα για να πάρουνε το καράβι από τον Πειραιά. Κλαίγοντας πηγαίναμε! Κι ο μπαμπάς μου έτσι έφυγε, σαν τώρα το θυμάμαι ...», αναφέρει η Ειρήνη Κοκκινίδου, ο πατέρας της οποίας δούλεψε τελικά στο ανθρακωρυχείο του Ζβάρτμπεργκ. Σ' έναν χρόνο έκανε πρόσκληση στην οικογένειά του.
«Όταν φτάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιέγης -αφηγείται η κα Κοκκινίδου- μύριζε μια παράξενη μυρωδιά... Παράξενη, αλλά εμένα μ' άρεσε! Μας εξήγησαν ότι ήταν η μυρωδιά από το κάρβουνο. Ήρθαμε στο Λιμβούργο, αλλά δεν είχαμε σπίτι κι έτσι μείναμε στη αρχή σ' ένα φιλικό σπίτι. Μετά, μείναμε στις παράγκες στο Τριούβε, πήραμε και μερικά έπιπλα της κακιάς ώρας... Καλή ήταν η παράγκα, δεν ήταν χειρότερα απ' όταν ήμασταν στην Ελλάδα. Θυμάμαι που στην αρχή, δεν χορταίναμε να τρώμε λευκό ψωμί με μαργαρίνη!».
Η νοσταλγία για την Ελλάδα ήταν έντονη, όπως και η ανάγκη για διασκέδαση. «Πολύ κλαίγαμε εκείνα τα χρόνια, πάρα πολύ! Ο μπαμπάς μου όλη μέρα έβαζε τα τραγούδια του Καζαντζίδη στο πικ-απ, τα άκουγε και έκλαιγε κι εκείνος. Λέγαμε, θα καθίσουμε ένα χρόνο και θα φύγουμε πίσω στην Ελλάδα... Τότε, δεν ήταν όπως σήμερα. Μαζευόμασταν στα σπίτια και κάναμε το τραπέζι στους Έλληνες εργένηδες, που μένανε στις καντίνες, για να μην νιώθουν μοναξιά. Τους πλέναμε και τα ρούχα. Ε, μετά, με τα χρόνια συνηθίσαμε. Αλλά ακόμα, όλοι στην οικογένεια ακούμε τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τραγούδια για την ξενιτιά! Ακόμα νοσταλγώ εγώ, φυσικά, μα δεν μπορώ να φύγω πίσω, τα παιδιά μας παντρευτήκανε εδώ. Αλλιώς, θα έφευγα!», λέει η κα Δέλιου.
Μέσα από τις αφηγήσεις των δεύτερης γενιάς Ελλήνων διαφαίνεται και η αναγνώριση για τις θυσίες των γονιών τους. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, ήξερα ότι ο πατέρας μου είναι στο βάθος και δουλεύει. Εμείς, τα παιδιά, όμως είχαμε ευκαιρίες, που ο πατέρας μου δεν τις είχε. Ο πατέρας μού είπε: "Εμείς σου δίνουμε τις ευκαιρίες, εσύ φρόντισε να πηγαίνεις καλά στο σχολείο και κάνε ό,τι μπορείς στο ποδόσφαιρο, γιατί δεν θέλω τα παιδιά μου να πάνε στο ανθρακωρυχείο. Εγώ πηγαίνω εκεί πέρα, και ξέρω τι είναι". Εμείς, τα παιδιά, αυτό δεν το ξεχάσαμε», εξιστορεί ο Εμμανουήλ Καραγιάννης.
Ο ίδιος γεννήθηκε το 1966, στο Βέλγιο. Εκεί πήγε σχολείο και υπηρέτησε στο στρατό. Ως ποδοσφαιριστής ξεκίνησε την καριέρα του στο Eisden, το 1976. Για πολλά χρόνια έπαιξε στην KSV Waregem και στην πρώτη κατηγορία του βελγικού πρωταθλήματος, για να ακολουθήσουν πολλές ομάδες, όπως η RSC Anderlecht και η Germinal Beerschot. Το 2004, αποφάσισε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, αφού είχε παίξει για πολλά χρόνια και στην Εθνική Ομάδα του Βελγίου.
«Είμαι Βέλγος, αλλά το αίμα μου είναι ελληνικό!», δηλώνει κατηγορηματικά ο Εμμανουήλ Καραγιάννης.
Περιοδεύουσα έκθεση φωτογραφίας και ντοκιμαντέρ
Το εκπληκτικό φωτογραφικό υλικό, που συγκεντρώθηκε κατά την έρευνα, συνέθεσε και μια μοναδική έκθεση, με τίτλο "Οδύσσεια προς την ευτυχία. Έλληνες μετανάστες στο Λιμβούργο", η οποία παρουσιάστηκε, με πολύ μεγάλη επιτυχία, σε τρεις πόλεις του Βελγίου, με την υποστήριξη των Ελληνικών Κοινοτήτων του Λιμβούργου και τον οργανισμό "Erfgoedcel Limburg".
Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε στην Ελληνική Κοινότητα του Γενκ, καθώς και στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Μασμέχελεν, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ "Kleurijk Maasmechelen", το Μάιο του 2008, και στο Φεστιβάλ "Le Grand Bazar", στο πολιτιστικό κέντρο του Χαουτάλεν, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Ειδικότερα, την έκθεση στο δημαρχείο του Γένκ, από τις 22 Φεβρουαρίου έως τις 11 Απριλίου του 2010, επισκέφθηκαν πάνω από 5.000 άτομα, ελληνικής και μη καταγωγής.
Τις ημέρες αυτές, η έκθεση παρουσιάζεται στο "Amsab-museum" του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας (AMSAB) της Γάνδης (www.amsab.be). Η προσέλευση του κοινού, από τις 14 Ιανουαρίου είναι αξιοσημείωτη και αναμένεται να συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι τις 15 Απριλίου, όταν θα κλείσει τις πύλες της.
Όλες οι βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις των Ελλήνων του Λιμβούργου, αξιοποιήθηκαν. Μαζί με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που συγκέντρωσε η Μαρία Δερμιτζάκη, αποτέλεσαν ένα πρώτης τάξεως υλικό για ένα ντοκιμαντέρ, διάρκειας 80 λεπτών, στα φλαμανδικά, με ελληνικούς υπότιτλους, που ήδη έχει παρουσιαστεί στις εκθέσεις, που προηγήθηκαν, ενώ δεν αποκλείεται να αγοραστεί από το AMSAB. Σημαντική ήταν η βοήθεια του Βέλγου συζύγου της, σκηνοθέτη, Vital Schraenen, ο οποίος ανέλαβε την επιμέλεια και το μοντάζ του ντοκιμαντέρ.
«Είναι πολύ σημαντικό για τον ελληνισμό του Βελγίου, που όλο αυτό το υλικό δεν θα χαθεί, καθώς το Ινστιτούτο αυτό καταγράφει, αρχειοθετεί και διατηρεί ντοκουμέντα και αρχεία», επισημαίνει η κα Δερμιτζάκη, η οποία δεν μας κρύβει ότι σκοπεύει να συνεχίσει την έρευνά της και σε άλλες πόλεις και περιοχές του Βελγίου, ώστε να προβεί σε μια εις βάθος καταγραφή των βιωμάτων των Ελλήνων μεταναστών και των απογόνων τους.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη φλαμανδική γλώσσα και έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τους Βέλγους. Η δε έρευνα διήρκησε τρία χρόνια και επικεντρώθηκε στις τρεις γενιές Ελλήνων της βελγικής επαρχίας, όπου ζουν περίπου 4.000 Έλληνες. Το προϊόν της έρευνας αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως υλικό για ένα ντοκιμαντέρ με το ίδιο θέμα.
«Ήταν μια δυνατή εμπειρία. Ήρθαν στιγμές που δάκρυσα, με τις περιγραφές τους», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τις Βρυξέλλες, η 36χρονη Μαρία Δερμιτζάκη και σημειώνει: «Αυτό που διαχέεται έντονα στο βιβλίο και στο ντοκιμαντέρ είναι η αμεσότητα αυτών των ανθρώπων. Είναι σημαντικό να δεις το πόσο υπερήφανοι αισθάνονται για το ότι τα κατάφεραν, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν».
Το βιβλίο προλογίζουν η Δρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Λιέγης, Αμαλία Αλεξίου, και ο Βέλγος Ιστορικός Δρ Rob Belemans, οι οποίοι θα είναι και οι κύριοι ομιλητές στην παρουσίαση του βιβλίου, στις 18 Μαρτίου, στο δημαρχιακό μέγαρο της πόλης του Γενκ (Genk), στο Λιμβούργο. Την εκδήλωση διοργανώνουν ο οργανισμός "Erfgoedcel Mijn-Erfgoed", το Cultuurcentrum και η πολιτιστική εταιρία Tirasila.
Το βιβλίο, πάντως, δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά, καθώς δεν έχει εκδηλωθεί κάποιο ενδιαφέρον, γεγονός για το οποίο η Μαρία Δερμιτζάκη δεν κρύβει την πικρία της.
«Για τους Βέλγους, η ιστορία των Ελλήνων μεταναστών στη χώρα τους, είναι κομμάτι και της δικής τους ιστορίας. Η έρευνά μου έχει ως στόχο τις επόμενες γενιές Ελλήνων, αλλά και τους Βέλγους, ώστε να γνωρίσουν, να νιώσουν καλύτερα τους Έλληνες γείτονές τους. Γιατί, μόνο γνωρίζοντας τον άλλο, τον διαφορετικό, μπορούμε να τον κατανοήσουμε και να συμβιώσουμε μαζί του αρμονικά. Η ακμάζουσα κοινότητα των Ελλήνων, αν και αρκετά καλά ενσωματωμένη στη βελγική κοινωνία, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κατά τρόπο ώστε για ένα μεγάλο ποσοστό Βέλγων, η φολκλορική εκδοχή της "Ελλάδας του Ζορμπά" να είναι πιο οικεία απ' ό,τι η αυθεντική πολιτισμική φυσιογνωμία των εγκατεστημένων στο Βέλγιο ελληνικής καταγωγής συμπολιτών τους», επισημαίνει η Μαρία Δερμιτζάκη.
Μετά το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων, πολλοί από τους Έλληνες μετανάστες, που εν τω μεταξύ ενσωματώθηκαν πλήρως, έχοντας συνήθως παιδιά και εγγόνια, μετακινήθηκαν στις Βρυξέλλες.
«Τρεις γενιές, η κάθε μια με τη δική της, πολύ ξεχωριστή ιστορία, και με το δικό της τρόπο, αντιμετωπίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην ελληνική καταγωγή και την επίκτητη βελγική ταυτότητα», σημειώνει η κα Δερμιτζάκη.
«Μια κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο βάθος του χρόνου και βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη, εντελώς χαρακτηριστική της ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία συντελεί στο μετασχηματισμό των ταυτοτήτων», προσθέτει.
Το όλο πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από τον επιχορηγούμενο από τη φλαμανδική κυβέρνηση οργανισμό "Erfgoedcel Limburg" και την πόλη του Γενκ, με την υποστήριξη των Ελληνικών Κοινοτήτων της επαρχίας του Λιμβούργου, την Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Βελγίου, το Φλαμανδικό Ινστιτούτο για την Προφορική Ιστορία "Faro", το Μουσείο των Ανθρακωρυχείων στην περιοχή του Beringen "Mijnmuseum' of Beringen" και το "Museum van de Mijnwerkers Woning" (Μουσείο του Σπιτιού του Ανθρακωρύχου) στο Eisden του Λιμβούργου.
Χαρακτηριστικές μαρτυρίες
Οι Έλληνες του Λιβούργου μιλούν, μέσα από την καρδιά τους, για τις ελληνικές ρίζες τους, τις συνθήκες της μετανάστευσής τους, τις συνήθως εντυπωσιακές ταξιδιωτικές τους περιπέτειες, την άφιξη τους στο κρύο Βέλγιο, τη διαμονή τους στα καταλύματα, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους και για την εργασία τους στην παραγωγή, σε σχέση με άλλες εθνότητες -Ιταλούς, Πολωνούς, Ισπανούς, Τούρκους, Μαροκινούς, Βέλγους.
Μιλούν ακόμη για τη σημερινή τους θέση στη βελγική κοινωνία, τις αναμνήσεις από την πατρίδα που άφησαν, αλλά και τις απόψεις τους για τη σύγχρονη Ελλάδα, την προσέγγιση της ελληνοβελγικής ταυτότητας, τις προσδοκίες τους για το μέλλον και την ενδεχόμενη επιστροφή στην Ελλάδα. Η πρόσμιξη ελληνικών, φλαμανδικών και ιδιαίτερων διαλεκτικών στοιχείων από την ντοπιολαλιά των μεταναστών, όπως λέει η κα Δερμιτζάκη, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα, την ποικιλία και την "πολυχρωμία" της κοινωνίας των Ελλήνων μεταναστών στο Βέλγιο.
«Ο κάθε γονιός ήθελε το παιδί του να αποφύγει το ορυχείο, να μην κατεβεί στα 1000 μέτρα κάτω από τη γη να δουλέψει. Διότι ήταν ένας πόλεμος, από τη στιγμή που μπαίναμε στο ασανσέρ, στην κάσα όπως τη λέγαμε, για να κατεβούμε και μετά να βγούμε απάνω», λέει χαρακτηριστικά ο Σίμος Καραγάννης.
«Όταν βγαίναμε, ήμασταν ευχαριστημένοι, που γλιτώσαμε το τομάρι μας και βγήκαμε ζωντανοί! Γιατί από τη στιγμή που μπαίναμε μέσα στην κάσα για να κατεβούμε να πάμε για δουλειά, όποιος πει ότι θυμόταν μάνα, πατέρα, παιδιά, γυναίκα, το λέει ψέματα! Πηγαίναμε σ' έναν πόλεμο! Είναι η πιο ανθυγιεινή και η χειρότερη δουλειά που υπήρξε στη ζωή! Είκοσι έξι χρόνια έκανα εκεί μέσα», θυμάται.
Η Ρήνα Δέλιου βρέθηκε στο Βέλγιο το 1962, σε ηλικία 16 ετών. Πήγε στο Γενκ σε μια θεία της, υποτίθεται για να προσέχει τα μωρά της, μέχρι να βρει δουλειά. «Ό,τι μπορέσαμε κάναμε! Μεγαλώσαμε εμείς, μεγαλώσαμε και τα παιδιά μας. Φυσικά, η ζωή μας ήταν δύσκολη στην αρχή. Δεν ξέραμε τη γλώσσα και τους νόμους, δεν ξέραμε τίποτα εδώ! Είχαμε κάποιους διερμηνείς, που όπως ήθελαν τα έλεγαν και ό,τι ήθελαν μας έλεγαν! Πιστεύαμε ό,τι μας έλεγαν αυτοί, που δήθεν ήξεραν κάτι παραπάνω από μας. Οι διερμηνείς ήταν Έλληνες, αλλά τι ήξεραν κι αυτοί; Ήξεραν μόνο μερικά γερμανικά από τον πόλεμο ...», λέει η κα Δέλιου.
Η ίδια αναφέρεται στη "μαύρη επταετία" στην Ελλάδα, που μοιραία επηρέασε και τη ζωή των Ελλήνων στο Βέλγιο. «Με τη χούντα δεν ήταν ωραία τα πράγματα. Γιατί, η δικτατορία άλλους μας είχε ενώσει πολύ, ενώ άλλους μας είχε χωρίσει στα άκρα! Τόσο, που δεν θέλαμε να πούμε ούτε καλημέρα ο ένας στον άλλον! Έμειναν, όμως, αυτά...», θυμάται η Ρήνα Δέλιου.
Και συνεχίζει: «Σ' εμένα, κατά τη δικτατορία ήρθαν να ελέγξουν μέσα στο σπίτι μου ότι δήθεν, ως κομμουνιστές, είχαμε όπλα και θέλαμε να επιτεθούμε στο "Ελληνικό Σπίτι", στο Winterslag, την επέτειο της 21ης Απριλίου! Μα, εμείς δεν είχαμε ιδέα. Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Φυσικά, δεν ήταν το μοναδικό σπίτι που έψαξαν, αλλά και του πατέρα μου, του θείου μου! Έψαξαν πάρα πολλούς Έλληνες που ήταν αριστεροί!».
Σε άλλο σημείο της αφήγησής της σημειώνει: «Εκείνη την εποχή είχαμε πρόβλημα με τα προξενεία και τις ελληνικές πρεσβείες. Γιατί, όταν θέλαμε να πάμε να πάρουμε κάποιο έγγραφο από ένα προξενείο, μας έλεγαν: Εσείς φύγετε! Είστε Βούλγαροι!».
Οι στιγμές του αποχωρισμού μένουν ανεξίτηλες, όσα χρόνια κι ν περάσουν. Και η φωνή του Καζαντζίδη, βάλσαμο στις καρδιές των μεταναστών...
«Ο μπαμπάς μου είδε ότι δεν καλυτέρευε η ζωή κι έτσι έφυγε, το 1957, για το Βέλγιο. Τα χρόνια εκείνα, όταν φεύγανε για τα ξένα, ακολουθώντας με τη λύρα και με τραγούδια, τους πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό μέχρι το Κιλκίς, όπου θα παίρνανε το λεωφορείο για την Αθήνα για να πάρουνε το καράβι από τον Πειραιά. Κλαίγοντας πηγαίναμε! Κι ο μπαμπάς μου έτσι έφυγε, σαν τώρα το θυμάμαι ...», αναφέρει η Ειρήνη Κοκκινίδου, ο πατέρας της οποίας δούλεψε τελικά στο ανθρακωρυχείο του Ζβάρτμπεργκ. Σ' έναν χρόνο έκανε πρόσκληση στην οικογένειά του.
«Όταν φτάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιέγης -αφηγείται η κα Κοκκινίδου- μύριζε μια παράξενη μυρωδιά... Παράξενη, αλλά εμένα μ' άρεσε! Μας εξήγησαν ότι ήταν η μυρωδιά από το κάρβουνο. Ήρθαμε στο Λιμβούργο, αλλά δεν είχαμε σπίτι κι έτσι μείναμε στη αρχή σ' ένα φιλικό σπίτι. Μετά, μείναμε στις παράγκες στο Τριούβε, πήραμε και μερικά έπιπλα της κακιάς ώρας... Καλή ήταν η παράγκα, δεν ήταν χειρότερα απ' όταν ήμασταν στην Ελλάδα. Θυμάμαι που στην αρχή, δεν χορταίναμε να τρώμε λευκό ψωμί με μαργαρίνη!».
Η νοσταλγία για την Ελλάδα ήταν έντονη, όπως και η ανάγκη για διασκέδαση. «Πολύ κλαίγαμε εκείνα τα χρόνια, πάρα πολύ! Ο μπαμπάς μου όλη μέρα έβαζε τα τραγούδια του Καζαντζίδη στο πικ-απ, τα άκουγε και έκλαιγε κι εκείνος. Λέγαμε, θα καθίσουμε ένα χρόνο και θα φύγουμε πίσω στην Ελλάδα... Τότε, δεν ήταν όπως σήμερα. Μαζευόμασταν στα σπίτια και κάναμε το τραπέζι στους Έλληνες εργένηδες, που μένανε στις καντίνες, για να μην νιώθουν μοναξιά. Τους πλέναμε και τα ρούχα. Ε, μετά, με τα χρόνια συνηθίσαμε. Αλλά ακόμα, όλοι στην οικογένεια ακούμε τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τραγούδια για την ξενιτιά! Ακόμα νοσταλγώ εγώ, φυσικά, μα δεν μπορώ να φύγω πίσω, τα παιδιά μας παντρευτήκανε εδώ. Αλλιώς, θα έφευγα!», λέει η κα Δέλιου.
Μέσα από τις αφηγήσεις των δεύτερης γενιάς Ελλήνων διαφαίνεται και η αναγνώριση για τις θυσίες των γονιών τους. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, ήξερα ότι ο πατέρας μου είναι στο βάθος και δουλεύει. Εμείς, τα παιδιά, όμως είχαμε ευκαιρίες, που ο πατέρας μου δεν τις είχε. Ο πατέρας μού είπε: "Εμείς σου δίνουμε τις ευκαιρίες, εσύ φρόντισε να πηγαίνεις καλά στο σχολείο και κάνε ό,τι μπορείς στο ποδόσφαιρο, γιατί δεν θέλω τα παιδιά μου να πάνε στο ανθρακωρυχείο. Εγώ πηγαίνω εκεί πέρα, και ξέρω τι είναι". Εμείς, τα παιδιά, αυτό δεν το ξεχάσαμε», εξιστορεί ο Εμμανουήλ Καραγιάννης.
Ο ίδιος γεννήθηκε το 1966, στο Βέλγιο. Εκεί πήγε σχολείο και υπηρέτησε στο στρατό. Ως ποδοσφαιριστής ξεκίνησε την καριέρα του στο Eisden, το 1976. Για πολλά χρόνια έπαιξε στην KSV Waregem και στην πρώτη κατηγορία του βελγικού πρωταθλήματος, για να ακολουθήσουν πολλές ομάδες, όπως η RSC Anderlecht και η Germinal Beerschot. Το 2004, αποφάσισε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, αφού είχε παίξει για πολλά χρόνια και στην Εθνική Ομάδα του Βελγίου.
«Είμαι Βέλγος, αλλά το αίμα μου είναι ελληνικό!», δηλώνει κατηγορηματικά ο Εμμανουήλ Καραγιάννης.
Περιοδεύουσα έκθεση φωτογραφίας και ντοκιμαντέρ
Το εκπληκτικό φωτογραφικό υλικό, που συγκεντρώθηκε κατά την έρευνα, συνέθεσε και μια μοναδική έκθεση, με τίτλο "Οδύσσεια προς την ευτυχία. Έλληνες μετανάστες στο Λιμβούργο", η οποία παρουσιάστηκε, με πολύ μεγάλη επιτυχία, σε τρεις πόλεις του Βελγίου, με την υποστήριξη των Ελληνικών Κοινοτήτων του Λιμβούργου και τον οργανισμό "Erfgoedcel Limburg".
Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε στην Ελληνική Κοινότητα του Γενκ, καθώς και στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Μασμέχελεν, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ "Kleurijk Maasmechelen", το Μάιο του 2008, και στο Φεστιβάλ "Le Grand Bazar", στο πολιτιστικό κέντρο του Χαουτάλεν, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Ειδικότερα, την έκθεση στο δημαρχείο του Γένκ, από τις 22 Φεβρουαρίου έως τις 11 Απριλίου του 2010, επισκέφθηκαν πάνω από 5.000 άτομα, ελληνικής και μη καταγωγής.
Τις ημέρες αυτές, η έκθεση παρουσιάζεται στο "Amsab-museum" του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας (AMSAB) της Γάνδης (www.amsab.be). Η προσέλευση του κοινού, από τις 14 Ιανουαρίου είναι αξιοσημείωτη και αναμένεται να συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι τις 15 Απριλίου, όταν θα κλείσει τις πύλες της.
Όλες οι βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις των Ελλήνων του Λιμβούργου, αξιοποιήθηκαν. Μαζί με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που συγκέντρωσε η Μαρία Δερμιτζάκη, αποτέλεσαν ένα πρώτης τάξεως υλικό για ένα ντοκιμαντέρ, διάρκειας 80 λεπτών, στα φλαμανδικά, με ελληνικούς υπότιτλους, που ήδη έχει παρουσιαστεί στις εκθέσεις, που προηγήθηκαν, ενώ δεν αποκλείεται να αγοραστεί από το AMSAB. Σημαντική ήταν η βοήθεια του Βέλγου συζύγου της, σκηνοθέτη, Vital Schraenen, ο οποίος ανέλαβε την επιμέλεια και το μοντάζ του ντοκιμαντέρ.
«Είναι πολύ σημαντικό για τον ελληνισμό του Βελγίου, που όλο αυτό το υλικό δεν θα χαθεί, καθώς το Ινστιτούτο αυτό καταγράφει, αρχειοθετεί και διατηρεί ντοκουμέντα και αρχεία», επισημαίνει η κα Δερμιτζάκη, η οποία δεν μας κρύβει ότι σκοπεύει να συνεχίσει την έρευνά της και σε άλλες πόλεις και περιοχές του Βελγίου, ώστε να προβεί σε μια εις βάθος καταγραφή των βιωμάτων των Ελλήνων μεταναστών και των απογόνων τους.