Το θέμα για το οποίο η Ιρλανδία αντέδρασε σε αντίθεση με την Ελλάδα που κατέβασε τα βρακιά, ανακοίνωσε η ΕΕ:
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα τη δημιουργία μιας κοινής βάσης για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα τη δημιουργία μιας κοινής βάσης για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι με την Κοινή Ενοποιημένη Βάση Φορολογίας Εταιρειών (ΚΕΒΦΕ) που προτείνει, οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν ενιαία φορολογική δήλωση για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στην ΕΕ, σε μία φορολογική υπηρεσία.
Επί του παρόντος, οι επιχειρήσεις στην ΕΕ υπόκεινται έως και σε 27 διαφορετικά εθνικά φορολογικά συστήματα και βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα για τον καθορισμό του τρόπου φορολόγησης των συναλλαγών εντός ομίλων (τιμές μεταβίβασης). Επίσης, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να συμψηφίσουν τις ζημιές τους σε ένα κράτος μέλος με τα κέρδη σε ένα άλλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μεν μεγαλύτερες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τεράστιες δαπάνες και πολύπλοκες διαδικασίες, οι δε μικρότερες να αποθαρρύνονται εντελώς από το να επεκταθούν εντός της ΕΕ.
Ωστόσο, στη βάση ενός συστήματος «ενιαίας θυρίδας», όπως το ονομάζει η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να ενοποιήσουν όλα τα κέρδη που αντλούν και τις ζημίες που υφίστανται σε όλο το χώρο της ΕΕ. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν το πλήρες κυριαρχικό δικαίωμά τους να καθορίζουν τον δικό τους συντελεστή φορολογίας εταιρειών, στο επίπεδο που θεωρούν κατάλληλο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η ΚΕΒΦΕ θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις στην ΕΕ να εξοικονομήσουν, ετησίως, 700 εκατομμύρια ευρώ με τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης σε διαφορετικά φορολογικά συστήματα και 1,3 δις ευρώ μέσω της ενοποίησης κερδών και ζημιών που υφίστανται. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επεκτείνουν τις διασυνοριακές δραστηριότητές τους θα εξοικονομήσουν έως και 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
Ο Επίτροπος αρμόδιος για τη φορολογία, Αλγκίρδα Σεμέτα, δήλωσε τα εξής: «Η ΚΕΒΦΕ θα καταστήσει ευκολότερη, φθηνότερη και πιο βολική την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ΕΕ. Θα δώσει επίσης ευκαιρίες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιθυμούν να αναπτυχθούν πέρα από την εγχώρια αγορά τους. Η σημερινή πρόταση είναι καλή για τις επιχειρήσεις, αλλά και για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.»
Η πρόταση της Επιτροπής για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων έρχεται σε μια περίοδο έντονης διαμάχης που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην Ιρλανδία και το γαλλογερμανικό άξονα. Στην Ιρλανδία ο φόρος για τις επιχειρήσεις ανέρχεται στο 12,5%, έναντι 25,7% που ισχύει, κατά μέσο όρο, στην ευρωζώνη.
Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο των ηγετών των χωρών του ευρώ, της 11ης Μαρτίου, η Γαλλία και η Γερμανία ζήτησαν από την Ιρλανδία να δεχτεί την αύξηση του φόρου επί των επιχειρήσεων, ως αντάλλαγμα για τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού της χώρας, όπως συμφωνήθηκε και για την Ελλάδα. Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Έντα Κένι αρνήθηκε κατηγορηματικά να το δεχτεί, τονίζοντας ότι πρόκειται για ζήτημα «ζωτικής σημασίας» για τη χώρα και για την οικονομική της ανάπτυξη.
Η ΚΕΒΦΕ αναφέρεται στο «Σύμφωνο για το Ευρώ», το οποίο αναμένεται να επικυρωθεί από τη Σύνοδο Κορυφής της 24ης και 25ης Μαρτίου. Στη Σύνοδο, η Ιρλανδία αναμένεται να δεχθεί εκ νέου πιέσεις για να αυξήσει τη φορολόγηση επί των επιχειρήσεων.
Επί του παρόντος, οι επιχειρήσεις στην ΕΕ υπόκεινται έως και σε 27 διαφορετικά εθνικά φορολογικά συστήματα και βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα για τον καθορισμό του τρόπου φορολόγησης των συναλλαγών εντός ομίλων (τιμές μεταβίβασης). Επίσης, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να συμψηφίσουν τις ζημιές τους σε ένα κράτος μέλος με τα κέρδη σε ένα άλλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μεν μεγαλύτερες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τεράστιες δαπάνες και πολύπλοκες διαδικασίες, οι δε μικρότερες να αποθαρρύνονται εντελώς από το να επεκταθούν εντός της ΕΕ.
Ωστόσο, στη βάση ενός συστήματος «ενιαίας θυρίδας», όπως το ονομάζει η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να ενοποιήσουν όλα τα κέρδη που αντλούν και τις ζημίες που υφίστανται σε όλο το χώρο της ΕΕ. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν το πλήρες κυριαρχικό δικαίωμά τους να καθορίζουν τον δικό τους συντελεστή φορολογίας εταιρειών, στο επίπεδο που θεωρούν κατάλληλο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η ΚΕΒΦΕ θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις στην ΕΕ να εξοικονομήσουν, ετησίως, 700 εκατομμύρια ευρώ με τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης σε διαφορετικά φορολογικά συστήματα και 1,3 δις ευρώ μέσω της ενοποίησης κερδών και ζημιών που υφίστανται. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επεκτείνουν τις διασυνοριακές δραστηριότητές τους θα εξοικονομήσουν έως και 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
Ο Επίτροπος αρμόδιος για τη φορολογία, Αλγκίρδα Σεμέτα, δήλωσε τα εξής: «Η ΚΕΒΦΕ θα καταστήσει ευκολότερη, φθηνότερη και πιο βολική την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ΕΕ. Θα δώσει επίσης ευκαιρίες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιθυμούν να αναπτυχθούν πέρα από την εγχώρια αγορά τους. Η σημερινή πρόταση είναι καλή για τις επιχειρήσεις, αλλά και για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.»
Η πρόταση της Επιτροπής για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων έρχεται σε μια περίοδο έντονης διαμάχης που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην Ιρλανδία και το γαλλογερμανικό άξονα. Στην Ιρλανδία ο φόρος για τις επιχειρήσεις ανέρχεται στο 12,5%, έναντι 25,7% που ισχύει, κατά μέσο όρο, στην ευρωζώνη.
Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο των ηγετών των χωρών του ευρώ, της 11ης Μαρτίου, η Γαλλία και η Γερμανία ζήτησαν από την Ιρλανδία να δεχτεί την αύξηση του φόρου επί των επιχειρήσεων, ως αντάλλαγμα για τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού της χώρας, όπως συμφωνήθηκε και για την Ελλάδα. Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Έντα Κένι αρνήθηκε κατηγορηματικά να το δεχτεί, τονίζοντας ότι πρόκειται για ζήτημα «ζωτικής σημασίας» για τη χώρα και για την οικονομική της ανάπτυξη.
Η ΚΕΒΦΕ αναφέρεται στο «Σύμφωνο για το Ευρώ», το οποίο αναμένεται να επικυρωθεί από τη Σύνοδο Κορυφής της 24ης και 25ης Μαρτίου. Στη Σύνοδο, η Ιρλανδία αναμένεται να δεχθεί εκ νέου πιέσεις για να αυξήσει τη φορολόγηση επί των επιχειρήσεων.