ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1947: Το δράμα του ιερέα Γεωργίου Σκρέκα που μαρτύρησε σαν τον Ιησού, αφού τον σταυρώσαν οι βάρβαροι κομμουνιστές
Όταν στη χώρα μας ξέσπασε η ξενοκίνητη κομμουνιστική ανταρσία, ως βασικοί στόχοι εξολόθρευσης των άθεων συμμοριτών, επιλέχθηκαν οι ιερείς. Αρκετοί απο αυτούς, αντιλαμβανόμενοι τον θανάσιμο κίνδυνο έφυγαν απο τα χωριά τους και κατέβηκαν στις πόλεις, όπου υπήρχε περισσότερη ασφάλεια.
Πολλοί όμως, μη πιστεύοντας οτι κάποιος Έλληνας (όπως νόμιζαν) θα μπορούσε να τους βλάψει, και αφού κανέναν δεν πείραζαν παρά μόνον επιτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, έμειναν. Από αυτούς, εκατοντάδες δολοφονήθηκαν με φρικτό τρόπο, όπως επί Νέρωνα και Διοκλητιανού. Μάλιστα αρκετοί σταυρώθηκαν. Όμως κανενός το μαρτύριο δεν μοιάζει τόσο με το Θείο Δράμα, όσο του ιερέα Γιώργου Σκρέκα.
Ο Γεώργιος Σκρέκας ήταν εφημέριος του χωριού Μεγάρχη Τρικάλων, πολύτεκνος, πατέρας 6 παιδιών (το μεγαλύτερο ήταν 12 ετών και το μικρότερο αβάπτιστο). Την 27η Μαρτίου 1947, ο ιερέας πληροφορήθηκε οτι οι εαμοκομμουνιστές Μεγάρχης έκαμαν συμβούλιο στο οποίο αποφασίστηκε να τον απογυμνώσουν από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Όντως, τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου μετέβηκαν οι λησταντάρτες στο σπίτι του και του αφαίρεσαν τα πάντα.
Μη αρκούμενοι όμως σε αυτά, αφού άδειασαν τους στάβλους από τα ζώα και ανάγκασαν τον πατέρα και τον θείο του ιερέα να πάνε τα ζώα στο χωριό Πρόδρομος μαζί με δύο λησταντάρτες, έκλεισαν τον ιερέα μέσα στον στάβλο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια, ζητώντας του κι άλλα χρήματα. Η γυναίκα του, ακούγοντας τις φωνές και τις κραυγές του άνδρα της, έτρεξε στον ιούδα Αθανάσιο Ίτσιο, κομμουνιστή από τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλα μέλη της “αυτοάμυνας” Μεγάρχης. Με δάκρυα τους εκλιπαρούσε να ελευθερώσουν τον σύζυγο της και να πάψουν να τον χτυπούν. Δυστυχώς, ο εν λόγω ιούδας και οι άλλοι δεν θέλησαν να ακούσουν τα παρακάλια της και δεν έκαναν τίποτα για τον συλληφθέντα.
Την ίδια νύχτα παρέλαβαν τον ιερέα Γιώργο Σκρέκα αιμόφυρτο, ημίγυμνο και ξυπόλητο και τον οδήγησαν στο χωριό Γοργογύριο. Ο μελλοθάνατος ζήτησε να δει τον εκεί ιερέα. Με δάκρυα στα μάτια είπε στον ιερέα που ήρθε να τον παρηγορήσει: “Ο Θεός γνωρίζει τι θ’ απογίνω. Αν με το μαρτύριο με καλεί δίπλα Του, ας είναι ευλογημένο το όνομα Του, ας γίνει το θέλημα Του”.
Κατόπιν τον παρέλαβαν έφιπποι λησταντάρτες και τον έσυραν πεζό μέχρι το χωριό Τύρνα. Δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά τον μετέφεραν σε άθλια κατάσταση πρώτα στο Ξυλοπάροικο και μετά στο Νεραϊδοχώρι. Εκεί τον βασάνιζαν από το Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι την Μ.Παρασκευή (11 Απριλίου 1947). Γυναίκες συμμορίτισες, που η δυσοσμία τους φτάνει μέχρι το Νότι ο Πόλο του έλεγαν “γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;”, οι δε δήμιοι πιο ωμά “Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα”.
Αυτό που έγινε πριν 2 χιλιετηρίδες στον Γολγοθά, επαναλήφθηκε στην Πίνδο. Μεγάλη Παρασκευή, και οι συμμορίτες έσυραν τον βασανισμένο ιερέα στον Σταυρικό θάνατο. Τον σταύρωσαν επάνω σε ένα έλατο που είχε το σχήμα σταυρού. Του τρύπησαν τη δεξιά πλευρά με ξιφολόγχη και άνοιξαν πληγές στο μέτωπο του με περόνια. Οταν ξεψύχησε, έρριξαν το γυμνό σώμα του σε μια χαράδρα και το σκέπασαν με πέτρες και κλαδία, για να κρύψουν το έγκλημα τους.
Όταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα. Το μετέφερε στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία. Το φέρετρο του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας “Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι μου βαστάζω”.
Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της “συμφιλίωσης” δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μέχρι σήμερα. Μακάρι από εκεί ψηλά που βρίσκεται να μας βοηθάει και να μας προστατεύει από τον Σατανά και τους οπαδούς του.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (Ταμείο Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος), ιδού ποιός έσφαζε τους ιερείς κατά την Κατοχή: 26 ιερείς δολοφονήθηκαν από τους Βούλγαρους επιδρομείς, 20 ιερείς δολοφονήθηκαν από τους Ιταλούς φασίστες, 75 ιερείς από τους Γερμανούς ναζιστές και… 224 (!!!) από το ΚΚΕ, το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ. Φυσικά και μετά το τέλος της Κατοχής οι κομμουνιστές συνέχισαν με την ίδια και μεγαλύτερη αγριότητα το “έργο” τους.