Εντείνονται οι πιέσεις προς την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, ενόψει της επικείμενης επικύρωσης των αποφάσεων που ελήφθησαν στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου για τη θέσπιση του Μόνιμου Μηχανισμού Σταθερότητας ESM.
Η συμμετοχή της Γερμανίας στο μόνιμο μηχανισμό ESM είναι από οικονομική άποψη άκρως αμφιλεγόμενη και από νομική άποψη ενδεχομένως αντισυνταγματική, υποστηρίζουν 12 επιφανείς οικονομολόγοι και νομικοί της Γερμανίας σε έρευνα της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt (Χάντελσμπλατ, 18.04.11).
Ο Μάνφρεντ Νόιμαν καθ. στο Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικής πολιτικής στη Βόννη υποστηρίζει ότι «επειδή η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας δεν μπορεί να πει όχι, με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM εμφυτεύεται στην ΟΝΕ ο πυρήνας της Ένωσης μεταφοράς πόρων. Ήδη η θέσπιση του προσωρινού ταμείου βοήθειας ESFS καταδεικνύει πόσο γρήγορα επιταχύνονται τα μεγέθη».
Ο Μπερντ Λούκε, καθ. Οικονομίας στο παν/μιο του Αμβούργου σημειώνει ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα αποσκοπούσε στην αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της κρίση και σε άλλες χώρες. «Αυτό απέτυχε, διότι η κρίση πέρασε στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Την ώρα που η Γερμανία πρέπει να δίνει εγγυήσεις, αυτές οι χώρες δεν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις. Εάν πάψουν να αποδέχονται τους όρους αναδιάρθρωσης της οικονομίας, κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει να κηρύξουν μονομερώς πτώχευση».
Ο Τσαρλς Μπλανκαρτ, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του υπουργείου Οικονομίας, υποστηρίζει ότι «η γερμανική βουλή θα διαπιστώσει ότι οι απόψεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε σημαίνουν συνεχώς νέα βάρη για το Γερμανό φορολογούμενο, χωρίς να μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση. Μόνον μία αξιόπιστη διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να βάλει σε αυτό ένα τέλος».
Ο Γκούσταβ Χορν από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας που πρόσκειται στα συνδικάτα, διαπιστώνει ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα, αν θα αντιμετωπίσουν τα χρέη των χωρών-μελών ως εσωτερικό ή ως εξωτερικό χρέος. Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε να αποφασίσουν την κοινή εγγύηση των κρατικών χρεών με κάλυψη της ΕΚΤ. Έτσι θα διασκέδαζαν τους φόβους των αγορών και θα έπεφταν τα ασφάλιστρα κινδύνου». Προέκριναν όμως τη δεύτερη εκδοχή αντιμετωπίζοντας τα ως εξωτερικό χρέος. Κατά τον Χορν, «οι πολιτικοί δεν είχαν καθαρή εικόνα για το τίμημα των ενεργειών τους. Ο κίνδυνος είναι ότι στο μέλλον κρατικά ομόλογα σε ευρώ με το χρέος να διατηρείται στο ίδιο ύψος να έχουν συνεχώς υψηλότερα επιτόκια από τα ομόλογα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Καθόλου καλές προοπτικές για την Ευρωζώνη».
Ο Ντίτερ Σπέτμαν πρόεδρος του ομίλου Thyssen, ο οποίος ανήκει στην ομάδα που έχουν προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατά της βοήθειας στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι «με την πολιτική της Μέρκελ οι Έλληνες και Σια δεν θα γιατρευτούν. Αλλά αυτή η πολιτική αποδυναμώνει τη Γερμανία. Όταν οι γερμανικές τράπεζες και ασφάλειες θα χρειαστούν αύξηση των ίδιων κεφαλαίων που μόνο από το φορολογούμενο μπορεί να προέλθει, θα το καταλάβουν και οι πολίτες. Αλλά λεφτά των Γερμανών πολιτών για του ξένους πιστωτές της Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας, αυτό δεν το καταλαβαίνει ο πολίτης».
Ο Μάνφρεντ Νόιμαν καθ. στο Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικής πολιτικής στη Βόννη υποστηρίζει ότι «επειδή η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας δεν μπορεί να πει όχι, με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM εμφυτεύεται στην ΟΝΕ ο πυρήνας της Ένωσης μεταφοράς πόρων. Ήδη η θέσπιση του προσωρινού ταμείου βοήθειας ESFS καταδεικνύει πόσο γρήγορα επιταχύνονται τα μεγέθη».
Ο Μπερντ Λούκε, καθ. Οικονομίας στο παν/μιο του Αμβούργου σημειώνει ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα αποσκοπούσε στην αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της κρίση και σε άλλες χώρες. «Αυτό απέτυχε, διότι η κρίση πέρασε στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Την ώρα που η Γερμανία πρέπει να δίνει εγγυήσεις, αυτές οι χώρες δεν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις. Εάν πάψουν να αποδέχονται τους όρους αναδιάρθρωσης της οικονομίας, κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει να κηρύξουν μονομερώς πτώχευση».
Ο Τσαρλς Μπλανκαρτ, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του υπουργείου Οικονομίας, υποστηρίζει ότι «η γερμανική βουλή θα διαπιστώσει ότι οι απόψεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε σημαίνουν συνεχώς νέα βάρη για το Γερμανό φορολογούμενο, χωρίς να μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση. Μόνον μία αξιόπιστη διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να βάλει σε αυτό ένα τέλος».
Ο Γκούσταβ Χορν από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας που πρόσκειται στα συνδικάτα, διαπιστώνει ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα, αν θα αντιμετωπίσουν τα χρέη των χωρών-μελών ως εσωτερικό ή ως εξωτερικό χρέος. Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε να αποφασίσουν την κοινή εγγύηση των κρατικών χρεών με κάλυψη της ΕΚΤ. Έτσι θα διασκέδαζαν τους φόβους των αγορών και θα έπεφταν τα ασφάλιστρα κινδύνου». Προέκριναν όμως τη δεύτερη εκδοχή αντιμετωπίζοντας τα ως εξωτερικό χρέος. Κατά τον Χορν, «οι πολιτικοί δεν είχαν καθαρή εικόνα για το τίμημα των ενεργειών τους. Ο κίνδυνος είναι ότι στο μέλλον κρατικά ομόλογα σε ευρώ με το χρέος να διατηρείται στο ίδιο ύψος να έχουν συνεχώς υψηλότερα επιτόκια από τα ομόλογα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Καθόλου καλές προοπτικές για την Ευρωζώνη».
Ο Ντίτερ Σπέτμαν πρόεδρος του ομίλου Thyssen, ο οποίος ανήκει στην ομάδα που έχουν προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατά της βοήθειας στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι «με την πολιτική της Μέρκελ οι Έλληνες και Σια δεν θα γιατρευτούν. Αλλά αυτή η πολιτική αποδυναμώνει τη Γερμανία. Όταν οι γερμανικές τράπεζες και ασφάλειες θα χρειαστούν αύξηση των ίδιων κεφαλαίων που μόνο από το φορολογούμενο μπορεί να προέλθει, θα το καταλάβουν και οι πολίτες. Αλλά λεφτά των Γερμανών πολιτών για του ξένους πιστωτές της Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας, αυτό δεν το καταλαβαίνει ο πολίτης».