Με λογιστικά τρικ 900 δισ. ωραιοποιούν χρέος-έλλειμμα
Στα χνάρια της Ιταλίας και το υπουργείο Οικονομικών
Με «ρυθμίσεις», οι οποίες αγγίζουν το 1 τρισ. δρχ., το υπουργείο Οικονομικών εξωραΐζει τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού το 2001.
Ετσι, με την εφαρμογή «έξυπνων» λογιστικών μεθόδων επιτυγχάνεται η μείωση του Δημόσιου Χρέους και η εμφάνιση πλεονάσματος στον προϋπολογισμό. Ωστόσο, οι μεθοδεύσεις αυτές δεν επιλύουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά, απλώς, τις μεταθέτουν για τα επόμενα χρόνια.
Ετσι, με την εφαρμογή «έξυπνων» λογιστικών μεθόδων επιτυγχάνεται η μείωση του Δημόσιου Χρέους και η εμφάνιση πλεονάσματος στον προϋπολογισμό. Ωστόσο, οι μεθοδεύσεις αυτές δεν επιλύουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά, απλώς, τις μεταθέτουν για τα επόμενα χρόνια.
Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί ελληνική ευρεσιτεχνία, καθώς και η Ιταλία είχε εφαρμόσει ανάλογες μεθοδεύσεις, οι οποίες, μάλιστα, την έφεραν αντιμέτωπη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με τη συνδρομή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους το ελληνικό δημόσιο συμφώνησε, φέτος, κεφάλαιο ύψους 500 δισ. δρχ., που θα έπρεπε να καταβάλει στις τράπεζες, να μετατραπεί σε «τόκους». Δηλαδή, έναντι «τόκου» που θα καταβάλλει το ελληνικό δημόσιο, η οφειλή αυτή προς τις τράπεζες θα εξοφλείται τμηματικά. Με τον τρόπο αυτό όμως το χρέος των 500 δισ. δρχ. δεν προστίθεται στο Δημόσιο Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο έτσι μειώνεται για το 2001 στο 99,6% του ΑΕΠ.
Ρυθμίσεις τόκων 400 δισ.
Από την άλλη πλευρά, το υπουργείο Οικονομικών για ακόμη μία χρονιά προώθησε τη ρύθμιση τόκων ύψους 400 δισ. δρχ. που έπρεπε να καταβληθούν στις τράπεζες. Η καταβολή του ποσού αυτού θα διόγκωνε ισόποσα το έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης. Μία τέτοια εξέλιξη θα έθετε σε κίνδυνο τον πλεονασματικό χαρακτήρα που έπρεπε να εμφανίσει φέτος ο προϋπολογισμός. Τελικά, ύστερα από συντονισμένες προσπάθειες, ο φετινός προϋπολογισμός θα εμφανίσει πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση, το οποίο αντιστοιχεί στο 0,1% του ΑΕΠ, έναντι του 0,5% του ΑΕΠ που προσδοκούσε η κυβέρνηση. Πάντως και αυτή η ρύθμιση των τόκων γίνεται με κόστος για το Δημόσιο, αφού είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει μελλοντικά μεγαλύτερους τόκους.
Ενώ όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται στο χώρο της «γκρίζας» διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε χθες το δανειακό πρόγραμμα για την εξυπηρέτηση του «επίσημου» Δημόσιου Χρέους το πρώτο τρίμηνο του 2002. Αγκάθι στην όλη διαδικασία αποτελεί το ύψος των χρεολυσίων που θα πρέπει να καταβάλει την επόμενη χρονιά το ελληνικό δημόσιο, που προσεγγίζουν τα 7 τρισ. δρχ. Τα χρεολύσια του 2002 θα είναι αυξημένα κατά 55% σε σχέση με το 2001. Περίπου το 1/3 του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου θ' αντικατασταθεί μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων αναφοράς.
Συνολικά, μέσα στο 2002 ο αριθμός των δημοπρασιών που θα πραγματοποιήσει ο Οργανισμός Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους θα φτάσει τις εννέα. Στόχος του προγράμματος αυτού είναι να περιοριστεί η ανισομέρεια των υποχρεώσεων που αντιμετωπίζει το Δημόσιο στη διάρκεια του έτους.
Περίπου το 65% των υποχρεώσεων είναι συγκεντρωμένες για Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Μάρτιο και Μάιο. Μία δεύτερη συνέπεια αυτού είναι η ανισομερής κατανομή της δαπάνης τόκων κατά τη διάρκεια του έτους, η οποία μεταφέρεται στην αρχή της χρονιάς. Οι νέες εκδόσεις των ομολόγων που θα πραγματοποιηθούν μέσα στο 2001 θα είναι 3, 5, 10 και 20 ετών, με κομβικό σημείο τους 10ετείς τίτλους. Το τελικό ύψος της κάθε έκδοσης θα είναι 6 έως 8 δισ. ευρώ (2,4 τρισ. δρχ).
Με τη συνδρομή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους το ελληνικό δημόσιο συμφώνησε, φέτος, κεφάλαιο ύψους 500 δισ. δρχ., που θα έπρεπε να καταβάλει στις τράπεζες, να μετατραπεί σε «τόκους». Δηλαδή, έναντι «τόκου» που θα καταβάλλει το ελληνικό δημόσιο, η οφειλή αυτή προς τις τράπεζες θα εξοφλείται τμηματικά. Με τον τρόπο αυτό όμως το χρέος των 500 δισ. δρχ. δεν προστίθεται στο Δημόσιο Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο έτσι μειώνεται για το 2001 στο 99,6% του ΑΕΠ.
Ρυθμίσεις τόκων 400 δισ.
Από την άλλη πλευρά, το υπουργείο Οικονομικών για ακόμη μία χρονιά προώθησε τη ρύθμιση τόκων ύψους 400 δισ. δρχ. που έπρεπε να καταβληθούν στις τράπεζες. Η καταβολή του ποσού αυτού θα διόγκωνε ισόποσα το έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης. Μία τέτοια εξέλιξη θα έθετε σε κίνδυνο τον πλεονασματικό χαρακτήρα που έπρεπε να εμφανίσει φέτος ο προϋπολογισμός. Τελικά, ύστερα από συντονισμένες προσπάθειες, ο φετινός προϋπολογισμός θα εμφανίσει πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση, το οποίο αντιστοιχεί στο 0,1% του ΑΕΠ, έναντι του 0,5% του ΑΕΠ που προσδοκούσε η κυβέρνηση. Πάντως και αυτή η ρύθμιση των τόκων γίνεται με κόστος για το Δημόσιο, αφού είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει μελλοντικά μεγαλύτερους τόκους.
Ενώ όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται στο χώρο της «γκρίζας» διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε χθες το δανειακό πρόγραμμα για την εξυπηρέτηση του «επίσημου» Δημόσιου Χρέους το πρώτο τρίμηνο του 2002. Αγκάθι στην όλη διαδικασία αποτελεί το ύψος των χρεολυσίων που θα πρέπει να καταβάλει την επόμενη χρονιά το ελληνικό δημόσιο, που προσεγγίζουν τα 7 τρισ. δρχ. Τα χρεολύσια του 2002 θα είναι αυξημένα κατά 55% σε σχέση με το 2001. Περίπου το 1/3 του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου θ' αντικατασταθεί μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων αναφοράς.
Συνολικά, μέσα στο 2002 ο αριθμός των δημοπρασιών που θα πραγματοποιήσει ο Οργανισμός Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους θα φτάσει τις εννέα. Στόχος του προγράμματος αυτού είναι να περιοριστεί η ανισομέρεια των υποχρεώσεων που αντιμετωπίζει το Δημόσιο στη διάρκεια του έτους.
Περίπου το 65% των υποχρεώσεων είναι συγκεντρωμένες για Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Μάρτιο και Μάιο. Μία δεύτερη συνέπεια αυτού είναι η ανισομερής κατανομή της δαπάνης τόκων κατά τη διάρκεια του έτους, η οποία μεταφέρεται στην αρχή της χρονιάς. Οι νέες εκδόσεις των ομολόγων που θα πραγματοποιηθούν μέσα στο 2001 θα είναι 3, 5, 10 και 20 ετών, με κομβικό σημείο τους 10ετείς τίτλους. Το τελικό ύψος της κάθε έκδοσης θα είναι 6 έως 8 δισ. ευρώ (2,4 τρισ. δρχ).