«Οι Αμερικανοί, τον Οκτώβρη του 2005, θεωρούν ότι υπό εκείνες τις περιστάσεις η καλύτερη ευκαιρία για να επαναφέρουν την ελληνοκυπριακή πλευρά στο τραπέζι των συνομιλιών θα έχει ως αφετηρία μια παρατεταμένη περίοδο αδράνειας εκ μέρους του ΟΗΕ, η οποία θα δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις του Τάσσου Παπαδόπουλου, με τον υπέρ της λύσης εταίρο του, το ΑΚΕΛ, και οι βουλευτικές εκλογές του 2006 θα αποτελέσουν μια κρίσιμη ένδειξη σε ό,τι αφορά το τίμημα του ΑΚΕΛ για την επιλογή του να στηρίξει τον Παπαδόπουλο».
Αυτά προκύπτουν από τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας της Λευκωσίας, του Οκτωβρίου του 2005, όπως αποκαλύπτεται από την ιστοσελίδα Wikileaks και το οποίο συγκαταλέγεται σε χιλιάδες άλλα που εξασφάλισε η «Καθημερινή» Κύπρου.
Παράλληλα, απαντώντας στο ερώτημα «τι κάνουμε χωρίς συνομιλίες», αναφέρονται σε σειρά ζητημάτων, όπου η Κύπρος ως ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και τα αμερικανικά συμφέροντα εντασσόμενη σε ομάδες όπως εκείνη για το Καθεστώς Ελέγχου Πυραυλικής Τεχνολογίας (MTCR) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ).
Η Αμερικανίδα επιτετραμμένη στη Λευκωσία, Τζέιν Ζίμερμαν, στο εμπιστευτικό τηλεγράφημα 05NICOSIA1617, σημειώνει στην περίληψή της μεταξύ άλλων τα παρακάτω: «Παρ’ όλο που το τελικό αποτέλεσμα αναφορικά με την απόφαση της Ε.Ε. για την Τουρκία στις 3 Οκτωβρίου ήταν θετικό, οι στριφνές διαπραγματεύσεις περί του πλαισίου και της “αντι-δήλωσης” τονίζουν τις επιπτώσεις του άλυτου Κυπριακού επάνω στα συμφέροντα των ΗΠΑ σε μια μεγάλη σειρά θεμάτων.
Ενώ οι προοπτικές για ένα νέο γύρο συνομιλιών φαίνονται να είναι αμυδρές, πρέπει να προχωρήσουμε με συντονισμένα βήματα, τόσο για να ενδυναμώσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας των μελλοντικών διαπραγματεύσεων, όσο και για να διασφαλίσουμε πως το πρόβλημα δεν θα διαχυθεί σε άλλες θεματικές περιοχές.
Οι άμεσοι στόχοι μας πρέπει να περιλαμβάνουν:
1. την οικοδόμηση γεφυρών μεταξύ των δύο κοινοτήτων,
2. την ενίσχυση της τουρκοκυπριακής στήριξης για επανένωση,
3. την προώθηση μιας πιο εποικοδομητικής ελληνοκυπριακής θέσης για το πακέτο λύσης.
Δεδομένης της απουσίας διαπραγμάτευσης επί μιας συνολικής διευθέτησης, ίσως να πρέπει να μεσολαβήσουμε για τη διευκόλυνση ορισμένων παράλληλων ζητημάτων, όπως αυτών του εμπορικού αποκλεισμού, η οποία θα προωθούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της διάδοσης [πυρηνικών όπλων] αλλά και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ-Ε.Ε.
Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης του διαλόγου μαζί με τη Λευκωσία σε θέματα πέραν του Κυπριακού, στα οποία προκύπτουν κοινά συμφέροντα. Αυτά περιλαμβάνουν τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, τον περιορισμό των πυρηνικών και τη θεσμική μεταρρύθμιση των Ηνωμένων Εθνών».
Η Αμερικανίδα διπλωμάτης σημειώνει πως το Κυπριακό θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά και να περιπλέκει σημαντικά στοιχεία της περιφερειακής ατζέντας των ΗΠΑ: «Η διένεξη μεταξύ Τουρκίας-Κύπρου υπονομεύει τις προσπάθειές μας να εξεύρουμε μια συμβιβαστική λύση για τη συνεργασία Ε.Ε.-ΝΑΤΟ, παρεμποδίζει την πρόοδο στην επαναπροσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και επιπλέον τορπιλίζει τη συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και άλλων βασικών μηχανισμών μη διάδοσης των πυρηνικών».
Και καταλήγει: «Εάν το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να “λυθεί”, θα χρειαστεί να βρούμε έναν τρόπο να το διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά». Η κ. Ζίμερμαν στη συνέχεια σημειώνει ότι οι προοπτικές ενός νέου γύρου συνομιλιών είναι αμυδρές και επικαλείται την ενημέρωση που έκανε τον Ιούνιο ο βοηθός γ.γ. των Η.Ε., Κίεραν Πρέντεργκαστ, προς το Σ.Α., ο οποίος είπε χαρακτηριστικά ότι το χάσμα μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών ήταν μεγάλο και αυξανόμενο και τα επίπεδα αμοιβαίας εμπιστοσύνης ήταν χαμηλά και έπεφταν ολοένα.
Σύμφωνα με το τηλεγράφημα, ο Πρέντεργκαστ χαρακτήρισε την προτεινόμενη από τους Ελληνοκύπριους λίστα αλλαγών επί του Σχεδίου Ανάν ως «αποθαρρυντική». Η Ζίμερμαν λέει στη συνέχεια ότι αν λεχθεί πως ο Παπαδόπουλος δεν επείγεται για μια γρήγορη λύση του Κυπριακού, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Άγκυρα, και εξηγεί: «Η τουρκική κυβέρνηση σταδιακά χάνει το κέρδος των καλών εντυπώσεων που έχει αποκομίσει μέσω της στήριξής της στο Σχέδιο Ανάν τον Απρίλιο του 2004 και δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως το “ναι” της Τουρκίας είναι ένα “ατού” που φθίνει με τον χρόνο».
Μεταξύ των πρωταγωνιστών, η μόνη πλευρά που επείγεται για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων είναι -κατά την κ. Ζίμερμαν- η τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος «έχει ανέλθει στην εξουσία βάσει της διακηρυγμένης του βούλησης για λύση και διευθέτηση του Κυπριακού, αλλά δεν μπορεί να υλοποιήσει τη δέσμευση αυτή χωρίς τη συνεργασία των Ελληνοκυπρίων».
Σε ό,τι αφορά τις άλλες εμπλεκόμενες στο Κυπριακό δυνάμεις, η κ. Ζίμερμαν σημειώνει χαρακτηριστικά: «Εμείς έχουμε παίξει όλα σχεδόν τα χαρτιά μας και, από την άλλη, η δυνατότητα των Ευρωπαίων να τείνουν μία χείρα βοηθείας προς τους Τουρκοκυπρίους -στο πλαίσιο της ιδιότητας της Λευκωσίας ως μέλους της Ε.Ε.- είναι περιορισμένη». Επίσης, «ο Ανάν δικαιολογημένα νιώθει απρόθυμος να επανεμπλακεί στο Κυπριακό και δεν πρέπει να τον πιέζουμε να το πράξει».
Σε ό,τι αφορά τους τρεις στόχους που τίθενται από αμερικανικής πλευράς, σημειώνεται: «Εργαζόμαστε ήδη σκληρά για την επίτευξη και των τριών στόχων. Τα παραδοσιακά επαναπροσεγγιστικά μας προγράμματα στηρίζουν τον πρώτο στόχο, όπως επίσης και οι πιο πρόσφατες προσπάθειές μας που στοχεύουν στην αντιστοιχία μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών επιχειρήσεων.
Έχουμε επίσης επιτύχει στην προώθηση διάνοιξης περισσότερων οδοφραγμάτων, στο να ενθαρρύνουμε την πρόοδο στο έργο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους, στην αποναρκοθέτηση και στο να πιέσουμε την τουρκοκυπριακή πλευρά να επιτρέπει την άσκηση των ορθόδοξων θρησκευτικών καθηκόντων στον Βορρά αλλά και την πρόσβαση εμπειρογνωμόνων και συντηρητών σε μεσαιωνικά μνημεία της Ουδέτερης Ζώνης».
«Αναφορικά με τη στήριξη των τουρκοκυπριακών δυνάμεων της λύσης, έχει ξεκινήσει το $30,5 εκατομμυρίων πρόγραμμα Κυπριακός Συνεταιρισμός για Οικονομική Ανάπτυξη (CyPEG) κι έχουν ήδη υπογραφεί τρία μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Αυτά τα τρία συμβόλαια επικεντρώνονται στην επιχειρηματική ανάπτυξη και τις τραπεζικές εργασίες, στο υδατικό και την αποδοτική χρήση ενέργειας, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Δυστυχώς, οι Ελληνοκύπριοι τείνουν να βλέπουν, τόσο τον CyPEG, όσο και τα δικοινοτικά μας προγράμματα, ως απειλητικά και ως “τιμωρία” για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Είναι, επομένως, σημαντικό όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιδιώκει την ανακούφιση από τις συνέπειες της τροπολογίας Nethercutt σε πιστωτικές πράξεις για τη χρήση το προσεχές έτος 2006 και τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε τα επαναπροσεγγιστικά προγράμματα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να μην αποκλείουν δραστηριότητες που να ωφελούν την κυβέρνηση της Κύπρου».
Ο τρίτος στόχος, το να πιεστεί δηλαδή η ελληνοκυπριακή πλευρά να υιοθετήσει μια πιο εποικοδομητική θέση, είναι ο πλέον σημαντικός και ταυτόχρονα ο πιο δύσκολος, θεωρεί η Αμερικανίδα επιτετραμμένη: «Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ επιθετικοί στην επίτευξη αυτού του στόχου, μιας και μόνο η υποψία αμερικανικών πιέσεων είναι αρκετή για να συσπειρώσει ακόμα και τους πιο φανατικούς εχθρούς του Παπαδόπουλου στο πλευρό του τελευταίου.
Επομένως, η καλύτερή μας ελπίδα σε ό,τι αφορά αυτόν τον δύσκολο στόχο είναι πως μια παρατεταμένη περίοδος αδράνειας εκ μέρους του ΟΗΕ θα δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις του Προέδρου με το ΑΚΕΛ, του ενστικτωδώς υπέρ της λύσης εταίρου του στην κυβέρνηση. Οι προγραμματισμένες για τον Μάιο του 2006 βουλευτικές εκλογές θα αποτελέσουν μια κρίσιμη ένδειξη σε ό,τι αφορά το τίμημα που θα πληρώσει το ΑΚΕΛ για την επιλογή του να στηρίξει τον Παπαδόπουλο.
Αν και είναι εύκολο για τον Παπαδόπουλο να αγνοεί και να αψηφά τις αγγλοαμερικανικές πιέσεις, είναι δύσκολο να κάνει το ίδιο και με τους Έλληνες αδερφούς. Ένας συνδυασμός πιέσεων από μέσα (ΑΚΕΛ) και από έξω (Αθήνα) θα είναι απαραίτητος, προκειμένου να πειστεί ο Παπαδόπουλος να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική προσέγγιση προς τα Η.Ε. αλλά και τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες του». Ένα σημαντικό σχόλιο στο οποίο προβαίνει καταληκτικά η Αμερικανίδα διπλωμάτης και εξηγεί τη λογική της δεύτερης μεγάλης ενότητας στο συγκεκριμένο τηλεγράφημα είναι το εξής: «Στον βαθμό του δυνατού, επομένως, θέλουμε να απελευθερώσουμε την αμερικανική πολιτική έναντι της Κύπρου από το αγκίστρι του κυπριακού προβλήματος καθ’ αυτό». Εκτιμά δε ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. «μας δημιουργεί σημαντικά κίνητρα να πάμε πέραν του προβλήματος και να προωθήσουμε τα κοινά μας συμφέροντα στις πολλές περιοχές όπου μπορούμε να συνεργαστούμε επί της ουσίας με τη Λευκωσία».
Παράλληλα, απαντώντας στο ερώτημα «τι κάνουμε χωρίς συνομιλίες», αναφέρονται σε σειρά ζητημάτων, όπου η Κύπρος ως ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και τα αμερικανικά συμφέροντα εντασσόμενη σε ομάδες όπως εκείνη για το Καθεστώς Ελέγχου Πυραυλικής Τεχνολογίας (MTCR) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ).
Η Αμερικανίδα επιτετραμμένη στη Λευκωσία, Τζέιν Ζίμερμαν, στο εμπιστευτικό τηλεγράφημα 05NICOSIA1617, σημειώνει στην περίληψή της μεταξύ άλλων τα παρακάτω: «Παρ’ όλο που το τελικό αποτέλεσμα αναφορικά με την απόφαση της Ε.Ε. για την Τουρκία στις 3 Οκτωβρίου ήταν θετικό, οι στριφνές διαπραγματεύσεις περί του πλαισίου και της “αντι-δήλωσης” τονίζουν τις επιπτώσεις του άλυτου Κυπριακού επάνω στα συμφέροντα των ΗΠΑ σε μια μεγάλη σειρά θεμάτων.
Ενώ οι προοπτικές για ένα νέο γύρο συνομιλιών φαίνονται να είναι αμυδρές, πρέπει να προχωρήσουμε με συντονισμένα βήματα, τόσο για να ενδυναμώσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας των μελλοντικών διαπραγματεύσεων, όσο και για να διασφαλίσουμε πως το πρόβλημα δεν θα διαχυθεί σε άλλες θεματικές περιοχές.
Οι άμεσοι στόχοι μας πρέπει να περιλαμβάνουν:
1. την οικοδόμηση γεφυρών μεταξύ των δύο κοινοτήτων,
2. την ενίσχυση της τουρκοκυπριακής στήριξης για επανένωση,
3. την προώθηση μιας πιο εποικοδομητικής ελληνοκυπριακής θέσης για το πακέτο λύσης.
Δεδομένης της απουσίας διαπραγμάτευσης επί μιας συνολικής διευθέτησης, ίσως να πρέπει να μεσολαβήσουμε για τη διευκόλυνση ορισμένων παράλληλων ζητημάτων, όπως αυτών του εμπορικού αποκλεισμού, η οποία θα προωθούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της διάδοσης [πυρηνικών όπλων] αλλά και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ-Ε.Ε.
Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης του διαλόγου μαζί με τη Λευκωσία σε θέματα πέραν του Κυπριακού, στα οποία προκύπτουν κοινά συμφέροντα. Αυτά περιλαμβάνουν τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, τον περιορισμό των πυρηνικών και τη θεσμική μεταρρύθμιση των Ηνωμένων Εθνών».
Η Αμερικανίδα διπλωμάτης σημειώνει πως το Κυπριακό θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά και να περιπλέκει σημαντικά στοιχεία της περιφερειακής ατζέντας των ΗΠΑ: «Η διένεξη μεταξύ Τουρκίας-Κύπρου υπονομεύει τις προσπάθειές μας να εξεύρουμε μια συμβιβαστική λύση για τη συνεργασία Ε.Ε.-ΝΑΤΟ, παρεμποδίζει την πρόοδο στην επαναπροσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και επιπλέον τορπιλίζει τη συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και άλλων βασικών μηχανισμών μη διάδοσης των πυρηνικών».
Και καταλήγει: «Εάν το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να “λυθεί”, θα χρειαστεί να βρούμε έναν τρόπο να το διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά». Η κ. Ζίμερμαν στη συνέχεια σημειώνει ότι οι προοπτικές ενός νέου γύρου συνομιλιών είναι αμυδρές και επικαλείται την ενημέρωση που έκανε τον Ιούνιο ο βοηθός γ.γ. των Η.Ε., Κίεραν Πρέντεργκαστ, προς το Σ.Α., ο οποίος είπε χαρακτηριστικά ότι το χάσμα μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών ήταν μεγάλο και αυξανόμενο και τα επίπεδα αμοιβαίας εμπιστοσύνης ήταν χαμηλά και έπεφταν ολοένα.
Σύμφωνα με το τηλεγράφημα, ο Πρέντεργκαστ χαρακτήρισε την προτεινόμενη από τους Ελληνοκύπριους λίστα αλλαγών επί του Σχεδίου Ανάν ως «αποθαρρυντική». Η Ζίμερμαν λέει στη συνέχεια ότι αν λεχθεί πως ο Παπαδόπουλος δεν επείγεται για μια γρήγορη λύση του Κυπριακού, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Άγκυρα, και εξηγεί: «Η τουρκική κυβέρνηση σταδιακά χάνει το κέρδος των καλών εντυπώσεων που έχει αποκομίσει μέσω της στήριξής της στο Σχέδιο Ανάν τον Απρίλιο του 2004 και δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως το “ναι” της Τουρκίας είναι ένα “ατού” που φθίνει με τον χρόνο».
Μεταξύ των πρωταγωνιστών, η μόνη πλευρά που επείγεται για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων είναι -κατά την κ. Ζίμερμαν- η τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος «έχει ανέλθει στην εξουσία βάσει της διακηρυγμένης του βούλησης για λύση και διευθέτηση του Κυπριακού, αλλά δεν μπορεί να υλοποιήσει τη δέσμευση αυτή χωρίς τη συνεργασία των Ελληνοκυπρίων».
Σε ό,τι αφορά τις άλλες εμπλεκόμενες στο Κυπριακό δυνάμεις, η κ. Ζίμερμαν σημειώνει χαρακτηριστικά: «Εμείς έχουμε παίξει όλα σχεδόν τα χαρτιά μας και, από την άλλη, η δυνατότητα των Ευρωπαίων να τείνουν μία χείρα βοηθείας προς τους Τουρκοκυπρίους -στο πλαίσιο της ιδιότητας της Λευκωσίας ως μέλους της Ε.Ε.- είναι περιορισμένη». Επίσης, «ο Ανάν δικαιολογημένα νιώθει απρόθυμος να επανεμπλακεί στο Κυπριακό και δεν πρέπει να τον πιέζουμε να το πράξει».
Σε ό,τι αφορά τους τρεις στόχους που τίθενται από αμερικανικής πλευράς, σημειώνεται: «Εργαζόμαστε ήδη σκληρά για την επίτευξη και των τριών στόχων. Τα παραδοσιακά επαναπροσεγγιστικά μας προγράμματα στηρίζουν τον πρώτο στόχο, όπως επίσης και οι πιο πρόσφατες προσπάθειές μας που στοχεύουν στην αντιστοιχία μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών επιχειρήσεων.
Έχουμε επίσης επιτύχει στην προώθηση διάνοιξης περισσότερων οδοφραγμάτων, στο να ενθαρρύνουμε την πρόοδο στο έργο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους, στην αποναρκοθέτηση και στο να πιέσουμε την τουρκοκυπριακή πλευρά να επιτρέπει την άσκηση των ορθόδοξων θρησκευτικών καθηκόντων στον Βορρά αλλά και την πρόσβαση εμπειρογνωμόνων και συντηρητών σε μεσαιωνικά μνημεία της Ουδέτερης Ζώνης».
«Αναφορικά με τη στήριξη των τουρκοκυπριακών δυνάμεων της λύσης, έχει ξεκινήσει το $30,5 εκατομμυρίων πρόγραμμα Κυπριακός Συνεταιρισμός για Οικονομική Ανάπτυξη (CyPEG) κι έχουν ήδη υπογραφεί τρία μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Αυτά τα τρία συμβόλαια επικεντρώνονται στην επιχειρηματική ανάπτυξη και τις τραπεζικές εργασίες, στο υδατικό και την αποδοτική χρήση ενέργειας, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Δυστυχώς, οι Ελληνοκύπριοι τείνουν να βλέπουν, τόσο τον CyPEG, όσο και τα δικοινοτικά μας προγράμματα, ως απειλητικά και ως “τιμωρία” για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Είναι, επομένως, σημαντικό όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιδιώκει την ανακούφιση από τις συνέπειες της τροπολογίας Nethercutt σε πιστωτικές πράξεις για τη χρήση το προσεχές έτος 2006 και τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε τα επαναπροσεγγιστικά προγράμματα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να μην αποκλείουν δραστηριότητες που να ωφελούν την κυβέρνηση της Κύπρου».
Ο τρίτος στόχος, το να πιεστεί δηλαδή η ελληνοκυπριακή πλευρά να υιοθετήσει μια πιο εποικοδομητική θέση, είναι ο πλέον σημαντικός και ταυτόχρονα ο πιο δύσκολος, θεωρεί η Αμερικανίδα επιτετραμμένη: «Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ επιθετικοί στην επίτευξη αυτού του στόχου, μιας και μόνο η υποψία αμερικανικών πιέσεων είναι αρκετή για να συσπειρώσει ακόμα και τους πιο φανατικούς εχθρούς του Παπαδόπουλου στο πλευρό του τελευταίου.
Επομένως, η καλύτερή μας ελπίδα σε ό,τι αφορά αυτόν τον δύσκολο στόχο είναι πως μια παρατεταμένη περίοδος αδράνειας εκ μέρους του ΟΗΕ θα δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις του Προέδρου με το ΑΚΕΛ, του ενστικτωδώς υπέρ της λύσης εταίρου του στην κυβέρνηση. Οι προγραμματισμένες για τον Μάιο του 2006 βουλευτικές εκλογές θα αποτελέσουν μια κρίσιμη ένδειξη σε ό,τι αφορά το τίμημα που θα πληρώσει το ΑΚΕΛ για την επιλογή του να στηρίξει τον Παπαδόπουλο.
Αν και είναι εύκολο για τον Παπαδόπουλο να αγνοεί και να αψηφά τις αγγλοαμερικανικές πιέσεις, είναι δύσκολο να κάνει το ίδιο και με τους Έλληνες αδερφούς. Ένας συνδυασμός πιέσεων από μέσα (ΑΚΕΛ) και από έξω (Αθήνα) θα είναι απαραίτητος, προκειμένου να πειστεί ο Παπαδόπουλος να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική προσέγγιση προς τα Η.Ε. αλλά και τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες του». Ένα σημαντικό σχόλιο στο οποίο προβαίνει καταληκτικά η Αμερικανίδα διπλωμάτης και εξηγεί τη λογική της δεύτερης μεγάλης ενότητας στο συγκεκριμένο τηλεγράφημα είναι το εξής: «Στον βαθμό του δυνατού, επομένως, θέλουμε να απελευθερώσουμε την αμερικανική πολιτική έναντι της Κύπρου από το αγκίστρι του κυπριακού προβλήματος καθ’ αυτό». Εκτιμά δε ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. «μας δημιουργεί σημαντικά κίνητρα να πάμε πέραν του προβλήματος και να προωθήσουμε τα κοινά μας συμφέροντα στις πολλές περιοχές όπου μπορούμε να συνεργαστούμε επί της ουσίας με τη Λευκωσία».
skai.gr