Πρωί 20ης Μαΐου 1941. Η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης με την κωδική ονομασία «Unternehmen Merkur» δηλαδή «Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ» έχει ξεκινήσει. Οι αεροπομπές των Γερμανών που καλύπτουν τον κρητικό ουρανό, με στόχο να αποβιβάσουν γερμανικές δυνάμεις και πολεμικό υλικό σε ολόκληρο το νησί, αποκλειστικά και μόνο από αέρος, δίνει το σύνθημα να ξεκινήσει η Μάχη της Κρήτης. Η «Luftlandeschlacht um Kreta», όπως ονόμασαν οι Γερμανοί τη μάχη, ολοκληρώθηκε την 1η Ιουνίου 1941.
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι τη συγκεκριμένη επιχείρηση, της οποίας τη διαταγή εκτέλεσης της επιχείρησης, με αριθμό «28», υπέγραψε στις 25 Απριλίου 1941 ο Αδόλφος Χίτλερ. Η αντίσταση που συνάντησε η Γερμανία στην Ελλάδα, ήταν η αρχή του τέλους για τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση των γερμανικών στρατευμάτων για τους επόμενους στόχους του Γ΄Ράιχ.
Τι ακριβώς όμως συνέβη εκείνη τη μέρα; Ποια ήταν η έκβαση των πρώτων ωρών, μέχρι να ξεκινήσει η επίθεση σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο και να εξελιχθούν οι επί του εδάφους μάχες;
Το 8ο σώμα της γερμανικής αεροπορίας, είχε ήδη ξεκινήσει επιχειρήσεις από τις 16 Απριλίου, ώστε να παρεμποδίζει κάθε πλωτό μέσο των συμμαχικών δυνάμεων για να αποδιοργανωθεί η συμμαχική ισχύς. Μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων υπήρξαν και πλήγματα στα λιμάνια Ηρακλείου και Χανίων (Σούδα). Βομβαρδισμοί είχαν ξεκινήσει στο νησί από τις 14 Μαΐου, γεγονός που προετοίμαζε τη μεγάλη αεραπόβαση στο νησί, μιας και οι στόχοι των Γερμανών αφορούσαν στο σύνολο της κρητικής γης. Αεροδρόμιο Μάλεμε στα Χανιά, Λιμάνι της Σούδας, πολυβολεία κατά μήκος της Κρήτης, τα αεροδρόμια Πηγής και Ρουσών αλλά και οι πόλεις του Ηρακλείου, Ρεθύμνου, Χανίων, βομβαρδίστηκαν.
Το μέγεθος της καταστροφής μπορεί να γίνει αντιληπτό αν αναλογισθεί κανείς, πως κάθε μέρα από 14 Μαΐου έως και 18 Μαΐου διεξάγονταν περί τους οχτώ βομβαρδισμούς. Εμπορικά πλοία συνολικής χωρητικότητας 36.152 τόνων βυθίστηκαν, το ελληνικό αντιτορπιλικό "Λέων" και η βρετανική κορβέτα «ΣΑΛΒΙΑ» καταστράφηκαν ολοσχερώς, η κίνηση από και προς την Κρήτη είχε σχεδόν διακοπεί και μέχρι την 20η Μαΐου 1941 η Γερμανική Αεροπορία είχε πετύχει την πλήρη απομόνωση του νησιού.
Παράλληλα, είχε αποδιοργανωθεί και ο ιστός των πόλεων, αφού μεγάλο μέρος των πληθυσμών τους είχε καταφύγει εκείνες τις μέρες στην ύπαιθρο της Κρήτης, σε συνάρτηση και με το γεγονός πως η Βρετανική αεροπορία είχε πληγεί ανεπανόρθωτα, με συνέπεια ο διοικητής των Δυνάμεων Κρήτης υποστράτηγος Φρέιμπεργκ, να θεωρεί μάταιη κάθε αντίσταση και να διατάξει τα εναπομείναντα πολεμικά αεροσκάφη να μεταβούν στην Αίγυπτο.
Ξημερώματα 6.30 της 20ης Μαΐου 1941. Οι σταθμοί επιτήρησης αναφέρουν πως σμήνη αεροσκαφών προσεγγίζουν το νησί. Μέσα σε λίγα λεπτά, βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά του 8ου Αεροπορικού Γερμανικού Σώματος, σκεπάζουν τον ουρανό της Σούδας ώστε να πλήξουν την Νεοζηλανδική Μεραρχία. Παράλληλα, μία δεύτερη επίθεση έχει στόχο το αεροδρόμιο του Μάλεμε, ενώ η πόλη των Χανίων δέχεται σφοδρό πλήγμα με κτίρια να ισοπεδώνονται φλεγόμενα και άμαχο πληθυσμό να χάνει τη ζωή του. Ήταν δε τόση η σφοδρότητα της επίθεσης, ώστε τα καταδιωκτικά αεροπλάνα έφταναν μέχρι την ύπαιθρο και θέριζαν από ανθρώπους μέχρι πρόβατα. Στις 7.30 το πρωί, πέντε βαρέα βομβαρδιστικά έριξαν δεκάδες βόμβες των χιλίων κιλών στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ταυρωνίτη και του Πλατανιά στα Χανιά.
Στα επόμενα λεπτά, τα γερμανικά βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αποχωρούν και δίνουν τη θέση τους σε σμήνη αεροπλάνων Γιούνκερ 52, καθώς και σε ανεμοπλάνα, τα οποία τραβούν ανά ζεύγη γερμανικά αεροπλάνα.
Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών ξεκίνησε, τα ανεμοπλάνα απελευθερώνονται ενώ ταυτόχρονα προσγειώνονται στη Χερσόνησο Ακρωτηρίου, στην περιοχή της Σούδας, νότια και δυτικά των Χανίων, μεταλλικά κιβώτια που περιέχουν οπλισμό, εφόδια, υγειονομικό υλικό, πολυβόλα, όλμους, μοτοσικλέτες και γερμανικά πολεμικά οχήματα.
Ο υποστράτηγος Φρέιμπεργκ από το στρατηγείο του στην πλαγιά του Αγίου Ματθαίου, με πανοραμική θέα στην πόλη των Χανίων, την έκταση του βόρειου παραλιακού μετώπου και τον ορεινό ορίζοντα του νομού, δίνει εντολή να οργανωθεί η άμυνα των ελληνοβρετανικών δυνάμεων. Άμεσα ξεκίνησε μία σφοδρή μάχη, με στόχο ν' αποδυναμωθεί η απόβαση από αέρος, αλλά και να μπορέσουν Έλληνες, Βρετανοί και Νεοζηλανδοί να κρατήσουν τα στρατηγικά σημεία, όπως Λιμάνι, Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Ακρωτήρι, την κοιλάδα του Καστελιού και τα υψώματα της Χερσονήσου Ροδοπού τα οποία υποστήριζαν τμήματα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.
Οι μάχες σώμα με σώμα και οι συνεχείς αποκρούσεις από πλευράς των ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων κατά των Γερμανών διαρκούν έως τις 10 το βράδυ, οπότε ο Φρέιμπεργκ διαπιστώνει πως παρά τις απώλειες και τις ελάχιστες δυνατότητές του, έχει διατηρηθεί η ισχύς των δυνάμεων της συμμαχίας σε λιμάνια και αεροδρόμια εκτός από το Μάλεμε όπου εκεί, η γερμανική απόβαση είχε επιτευχθεί, κυρίως λόγω της αποχώρησης της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας.
Σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν ο διοικητής του 11ου Αεροπορικού Σώματος που πάτησε, μετά από τη συγκεκριμένη μάχη, την κρητική γη και αφού συγκέντρωσε όλες τις αναφορές των υφισταμένων του στο τέλος της ημέρας της 20ης Μαΐου 1941, κατέγραψε την εικόνα της κατάστασης ως εξής: "Ουδείς αντικειμενικός σκοπός είχεν επιτευχθεί, διότι ουδέν εκ των ζωτικών σημείων είχε καταληφθεί. Οι δυνάμεις που προσγειώθηκαν, λόγω των τεράστιων απωλειών και της διασποράς τους, δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν τον αγώνα μόνες τους. Το αεροδρόμιο του Μάλεμε ήταν το μόνο σημείο, όπου είχε σημειωθεί επιτυχία…".
Όμως παρά την εικόνα που είχε δημιουργηθεί και τις κατά τόπους νίκες των ελληνικών και συμμαχικών στρατευμάτων, την πρώτη ημέρα της Μάχης, οι γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν και κατά τις επόμενες ώρες και ημέρες τις ρίψεις και τις αποβάσεις από αέρος, λόχων και ταγμάτων Γερμανών στρατιωτών. Άσχετα όμως με τη σθεναρή αντίσταση ακόμα και των απλών πολιτών, χωρικών, γυναικών και ανδρών, η κατοχή τελικά επιτεύχθηκε στο σύνολο του νησιού, η οποία ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης πυρομαχικών και εξοπλισμού στα συμμαχικά στρατεύματα συνέπεια του αποκλεισμού του νησιού από 16 Απριλίου πριν από την έναρξη της Επιχείρησης ΕΡΜΗΣ…
Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο και οι καταλήψεις στρατηγικών σημείων, μετά από σφοδρές μάχες στους νομούς αυτούς. Μάχες που διήρκεσαν 10 ολόκληρες μέρες. Η έλλειψη εφοδίων, η κούραση και πείνα των στρατιωτών οδήγησαν πολλές φορές σε καταδικασμένες αναμετρήσεις με τους Γερμανούς, οι οποίοι συνεχώς ανεφοδιάζονταν.
Ως εκ τούτου, την 30η Μαΐου 1941 ο υποστράτηγος Λιναρδάκης στο Ηράκλειο, πέρασε την είσοδο του 43ου Συντάγματος Πεζικού για να συναντήσει τον διοικητή των Γερμανικών δυνάμεων ώστε να υπογραφεί μεταξύ τους η πράξη της ανακωχής. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του Ταγματάρχη Τσαγκαράκη ο οποίος ζήτησε από τον Γερμανό συνταγματάρχη Μπρόγερ ανακωχή η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Ο ταγματάρχης Τσαγκαράκης ζήτησε τουλάχιστον να πάψουν οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις στα χωριά μιας και ο στρατός δεν ήταν σε θέση να μάχεται. Ο Μπρόγερ του ζήτησε την άνευ όρων παράδοση.
Έτσι, μετά από 10 ημέρες η Μάχη της Κρήτης έληξε με επικράτηση των Γερμανών που όμως είχαν δεχτεί τέτοιο πλήγμα και απώλειες ώστε μέχρι και τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ουδέποτε επιχείρησαν παρόμοιο εγχείρημα και ο Χίτλερ με διαταγή του μετέτρεψε τις μονάδες των αλεξιπτωτιστών σε μονάδες κανονικού στρατού.
Τι ακριβώς όμως συνέβη εκείνη τη μέρα; Ποια ήταν η έκβαση των πρώτων ωρών, μέχρι να ξεκινήσει η επίθεση σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο και να εξελιχθούν οι επί του εδάφους μάχες;
Το 8ο σώμα της γερμανικής αεροπορίας, είχε ήδη ξεκινήσει επιχειρήσεις από τις 16 Απριλίου, ώστε να παρεμποδίζει κάθε πλωτό μέσο των συμμαχικών δυνάμεων για να αποδιοργανωθεί η συμμαχική ισχύς. Μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων υπήρξαν και πλήγματα στα λιμάνια Ηρακλείου και Χανίων (Σούδα). Βομβαρδισμοί είχαν ξεκινήσει στο νησί από τις 14 Μαΐου, γεγονός που προετοίμαζε τη μεγάλη αεραπόβαση στο νησί, μιας και οι στόχοι των Γερμανών αφορούσαν στο σύνολο της κρητικής γης. Αεροδρόμιο Μάλεμε στα Χανιά, Λιμάνι της Σούδας, πολυβολεία κατά μήκος της Κρήτης, τα αεροδρόμια Πηγής και Ρουσών αλλά και οι πόλεις του Ηρακλείου, Ρεθύμνου, Χανίων, βομβαρδίστηκαν.
Το μέγεθος της καταστροφής μπορεί να γίνει αντιληπτό αν αναλογισθεί κανείς, πως κάθε μέρα από 14 Μαΐου έως και 18 Μαΐου διεξάγονταν περί τους οχτώ βομβαρδισμούς. Εμπορικά πλοία συνολικής χωρητικότητας 36.152 τόνων βυθίστηκαν, το ελληνικό αντιτορπιλικό "Λέων" και η βρετανική κορβέτα «ΣΑΛΒΙΑ» καταστράφηκαν ολοσχερώς, η κίνηση από και προς την Κρήτη είχε σχεδόν διακοπεί και μέχρι την 20η Μαΐου 1941 η Γερμανική Αεροπορία είχε πετύχει την πλήρη απομόνωση του νησιού.
Παράλληλα, είχε αποδιοργανωθεί και ο ιστός των πόλεων, αφού μεγάλο μέρος των πληθυσμών τους είχε καταφύγει εκείνες τις μέρες στην ύπαιθρο της Κρήτης, σε συνάρτηση και με το γεγονός πως η Βρετανική αεροπορία είχε πληγεί ανεπανόρθωτα, με συνέπεια ο διοικητής των Δυνάμεων Κρήτης υποστράτηγος Φρέιμπεργκ, να θεωρεί μάταιη κάθε αντίσταση και να διατάξει τα εναπομείναντα πολεμικά αεροσκάφη να μεταβούν στην Αίγυπτο.
Ξημερώματα 6.30 της 20ης Μαΐου 1941. Οι σταθμοί επιτήρησης αναφέρουν πως σμήνη αεροσκαφών προσεγγίζουν το νησί. Μέσα σε λίγα λεπτά, βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά του 8ου Αεροπορικού Γερμανικού Σώματος, σκεπάζουν τον ουρανό της Σούδας ώστε να πλήξουν την Νεοζηλανδική Μεραρχία. Παράλληλα, μία δεύτερη επίθεση έχει στόχο το αεροδρόμιο του Μάλεμε, ενώ η πόλη των Χανίων δέχεται σφοδρό πλήγμα με κτίρια να ισοπεδώνονται φλεγόμενα και άμαχο πληθυσμό να χάνει τη ζωή του. Ήταν δε τόση η σφοδρότητα της επίθεσης, ώστε τα καταδιωκτικά αεροπλάνα έφταναν μέχρι την ύπαιθρο και θέριζαν από ανθρώπους μέχρι πρόβατα. Στις 7.30 το πρωί, πέντε βαρέα βομβαρδιστικά έριξαν δεκάδες βόμβες των χιλίων κιλών στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ταυρωνίτη και του Πλατανιά στα Χανιά.
Στα επόμενα λεπτά, τα γερμανικά βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αποχωρούν και δίνουν τη θέση τους σε σμήνη αεροπλάνων Γιούνκερ 52, καθώς και σε ανεμοπλάνα, τα οποία τραβούν ανά ζεύγη γερμανικά αεροπλάνα.
Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών ξεκίνησε, τα ανεμοπλάνα απελευθερώνονται ενώ ταυτόχρονα προσγειώνονται στη Χερσόνησο Ακρωτηρίου, στην περιοχή της Σούδας, νότια και δυτικά των Χανίων, μεταλλικά κιβώτια που περιέχουν οπλισμό, εφόδια, υγειονομικό υλικό, πολυβόλα, όλμους, μοτοσικλέτες και γερμανικά πολεμικά οχήματα.
Ο υποστράτηγος Φρέιμπεργκ από το στρατηγείο του στην πλαγιά του Αγίου Ματθαίου, με πανοραμική θέα στην πόλη των Χανίων, την έκταση του βόρειου παραλιακού μετώπου και τον ορεινό ορίζοντα του νομού, δίνει εντολή να οργανωθεί η άμυνα των ελληνοβρετανικών δυνάμεων. Άμεσα ξεκίνησε μία σφοδρή μάχη, με στόχο ν' αποδυναμωθεί η απόβαση από αέρος, αλλά και να μπορέσουν Έλληνες, Βρετανοί και Νεοζηλανδοί να κρατήσουν τα στρατηγικά σημεία, όπως Λιμάνι, Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Ακρωτήρι, την κοιλάδα του Καστελιού και τα υψώματα της Χερσονήσου Ροδοπού τα οποία υποστήριζαν τμήματα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.
Οι μάχες σώμα με σώμα και οι συνεχείς αποκρούσεις από πλευράς των ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων κατά των Γερμανών διαρκούν έως τις 10 το βράδυ, οπότε ο Φρέιμπεργκ διαπιστώνει πως παρά τις απώλειες και τις ελάχιστες δυνατότητές του, έχει διατηρηθεί η ισχύς των δυνάμεων της συμμαχίας σε λιμάνια και αεροδρόμια εκτός από το Μάλεμε όπου εκεί, η γερμανική απόβαση είχε επιτευχθεί, κυρίως λόγω της αποχώρησης της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας.
Σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν ο διοικητής του 11ου Αεροπορικού Σώματος που πάτησε, μετά από τη συγκεκριμένη μάχη, την κρητική γη και αφού συγκέντρωσε όλες τις αναφορές των υφισταμένων του στο τέλος της ημέρας της 20ης Μαΐου 1941, κατέγραψε την εικόνα της κατάστασης ως εξής: "Ουδείς αντικειμενικός σκοπός είχεν επιτευχθεί, διότι ουδέν εκ των ζωτικών σημείων είχε καταληφθεί. Οι δυνάμεις που προσγειώθηκαν, λόγω των τεράστιων απωλειών και της διασποράς τους, δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν τον αγώνα μόνες τους. Το αεροδρόμιο του Μάλεμε ήταν το μόνο σημείο, όπου είχε σημειωθεί επιτυχία…".
Όμως παρά την εικόνα που είχε δημιουργηθεί και τις κατά τόπους νίκες των ελληνικών και συμμαχικών στρατευμάτων, την πρώτη ημέρα της Μάχης, οι γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν και κατά τις επόμενες ώρες και ημέρες τις ρίψεις και τις αποβάσεις από αέρος, λόχων και ταγμάτων Γερμανών στρατιωτών. Άσχετα όμως με τη σθεναρή αντίσταση ακόμα και των απλών πολιτών, χωρικών, γυναικών και ανδρών, η κατοχή τελικά επιτεύχθηκε στο σύνολο του νησιού, η οποία ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης πυρομαχικών και εξοπλισμού στα συμμαχικά στρατεύματα συνέπεια του αποκλεισμού του νησιού από 16 Απριλίου πριν από την έναρξη της Επιχείρησης ΕΡΜΗΣ…
Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο και οι καταλήψεις στρατηγικών σημείων, μετά από σφοδρές μάχες στους νομούς αυτούς. Μάχες που διήρκεσαν 10 ολόκληρες μέρες. Η έλλειψη εφοδίων, η κούραση και πείνα των στρατιωτών οδήγησαν πολλές φορές σε καταδικασμένες αναμετρήσεις με τους Γερμανούς, οι οποίοι συνεχώς ανεφοδιάζονταν.
Ως εκ τούτου, την 30η Μαΐου 1941 ο υποστράτηγος Λιναρδάκης στο Ηράκλειο, πέρασε την είσοδο του 43ου Συντάγματος Πεζικού για να συναντήσει τον διοικητή των Γερμανικών δυνάμεων ώστε να υπογραφεί μεταξύ τους η πράξη της ανακωχής. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του Ταγματάρχη Τσαγκαράκη ο οποίος ζήτησε από τον Γερμανό συνταγματάρχη Μπρόγερ ανακωχή η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Ο ταγματάρχης Τσαγκαράκης ζήτησε τουλάχιστον να πάψουν οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις στα χωριά μιας και ο στρατός δεν ήταν σε θέση να μάχεται. Ο Μπρόγερ του ζήτησε την άνευ όρων παράδοση.
Έτσι, μετά από 10 ημέρες η Μάχη της Κρήτης έληξε με επικράτηση των Γερμανών που όμως είχαν δεχτεί τέτοιο πλήγμα και απώλειες ώστε μέχρι και τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ουδέποτε επιχείρησαν παρόμοιο εγχείρημα και ο Χίτλερ με διαταγή του μετέτρεψε τις μονάδες των αλεξιπτωτιστών σε μονάδες κανονικού στρατού.