H πολυπόθητη ρευστότητα που αναζητούν οι ελληνικές τράπεζες καθώς και η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά 0,25% στο επίπεδο του 1,25% και οι εκτιμήσεις για νέα αύξηση, διατηρούν αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων, ιδιαίτερα των προθεσμιακών που σε ορισμένες περιπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 5% και 6% σε ετήσια βάση, ανάλογα πάντα με το ποσό και την χρονική διάρκεια της κατάθεσης.
Η συνεχιζόμενη διαρροή καταθέσεων από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είτε για κάλυψη τρεχουσών αναγκών των νοικοκυριών λόγω μείωσης των εισοδημάτων τους είτε λόγω μεταφοράς τους σε τράπεζες εκτός Ελλάδος, σε συνδυασμό με την μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες μας για δανεισμό μέσω της διατραπεζικής αγοράς, έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν αποδοθεί σε ένα αγώνα δρόμου για την διατήρηση των καταθέσεων ή έστω για συγκράτηση τους σε ικανοποιητικά επίπεδα, προσβλέποντας στο χρονικό σημείο που θα αρχίσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με ότι θετικό θα συνεπάγεται αυτό και για την εξέλιξη της ροής στις καταθέσεις.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, κατά 40 δισ. ευρώ περίπου μειώθηκαν οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή 14% σε ετήσια βάση το 2010, σημειώνοντας μαζί με την Ιρλανδία τις μεγαλύτερες απώλειες καταθέσεων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Στην μελέτη υπάρχει η εκτίμηση ότι οι συνολική μείωση καταθέσεων το 2011 θα είναι της τάξης των 19 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίστηκε και το Φεβρουάριο του 2011 η εκροή καταθέσεων με τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να έχουν αποσύρει από τις τράπεζες 2,4 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα το σύνολο των καταθέσεων στα τέλη Φεβρουαρίου να περιοριστεί στα 201,2 δισ. ευρώ, από 208,9 δισ. ευρώ που ήταν στις αρχές του έτους. Συγκλίνουσες εκτιμήσεις κάνουν λόγω για συνέχιση εκροών και τον Απρίλιο, ειδικότερα όμως τον Μάιο και ιδιαίτερα στη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων.
Στην επιλογή της πιο ικανοποιητικής λύσης για τις καταθέσεις οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι διαφοροποιήσεις επιτοκίων ανά τράπεζα είναι σημαντικές.
Για παράδειγμα, για ποσό 20.000 ευρώ τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες με προϋπόθεση την δέσμευση για 12 μήνες κυμαίνονται από 1,30% περίπου μέχρι και 4,80% περίπου. Δηλαδή σε ετήσια βάση στην πρώτη περίπτωση η μεικτή απόδοση ανέρχεται σε 260 ευρώ περίπου το χρόνο και στην δεύτερη περίπτωση σε 960 ευρώ περίπου, μια διαφορά 700 ευρώ το χρόνο που δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Οι διαφορές γίνονται ακόμη πιο έντονες για μεγαλύτερα ποσά. Για παράδειγμα για 100.000 ευρώ τα επιτόκια ξεκινούν από 1,50% περίπου μέχρι και 5,30% περίπου για δώδεκα μήνες κατάθεση. Στην πρώτη περίπτωση η μεικτή απόδοση που λαμβάνει ο καταθέτης είναι 1.500 ευρώ σε ετήσια βάση (125 ευρώ το μήνα) ενώ στην δεύτερη ανέρχεται σε 5.300 ευρώ το χρόνο (440 περίπου το μήνα). Μια διαφορά που σε ετήσια βάση φθάνει τα 3.800 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως επισημαίνουν και οι τραπεζίτες, οι καταναλωτές θα πρέπει να κάνουν διεξοδική έρευνα της αγοράς, να κοιτάζουν με κάθε λεπτομέρεια τυχόν ψιλά γράμματα που μπορεί να υπάρχουν στους όρους μιας κατάθεσης ή ενός προθεσμιακού καταθετικού προϊόντος και να μην έχουν το προβαλλόμενο επιτόκιο ως το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής. Επίσης θα πρέπει να δίνουν αξία στην συνολική σχέση που διατηρούν με μια τράπεζα και τυχόν οφέλη που μπορεί να προκύπτουν από αυτήν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τράπεζες που για 100.000 προσφέρει επιτόκιο 4,5% σε ετήσια βάση. Στους επμέρους όμως όρους του προϊόντος επισημαίνεται ρητά ότι μετά το εξάμηνο η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μειώσει το επιτόκιο σε χαμηλότερο επίπεδα, κάτι που όπως αναφέρουν ακόμη και επενδυτικού σύμβουλοι ενδεχομένως και θα το κάνει, καθώς δεν θα μπορέσει να διατηρήσει σε αυτά τα επίπεδα για όλο το χρονικό διάστημα της κατάθεσης. Έτσι το επιτόκια θα πέσει σε αρκετά χαμηλά επίπεδα σε ετήσια βάση από αυτό που προβάλλεται σήμερα.
Το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό της προσοχής που θα πρέπει να δείχνουν οι καταναλωτές στην τελική τους επιλογή ώστε να καταλήξουν πραγματικά στο προϊόν εκείνο που ταιριάζει στις ανάγκες τους, στο προφίλ τους και θα τους προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις. Γιατί σε κάθε περίπτωση τα καταθετικά επιτόκια στην χώρα μας θεωρούνται ιδιαίτερα ανταγωνιστικά σε σχέση με αντίστοιχα που προσφέρουν άλλες τράπεζες στην ευρωζώνη.
Επίσης, πολλές τράπεζες προσφέρουν υψηλά επιτόκια που αφορούν όμως το τελευταίο τρίμηνο, δίμηνο ή τετράμηνο της προθεσμιακής κατάθεσης. Οι καταναλωτές θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ζητούν την ετήσια συνολική απόδοση και να μην "παρασύρονται" από τα επιτόκια που αφορούν ένα μικρό χρονικό διάστημα της συνολικής περιόδου κατάθεσης.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, κατά 40 δισ. ευρώ περίπου μειώθηκαν οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή 14% σε ετήσια βάση το 2010, σημειώνοντας μαζί με την Ιρλανδία τις μεγαλύτερες απώλειες καταθέσεων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Στην μελέτη υπάρχει η εκτίμηση ότι οι συνολική μείωση καταθέσεων το 2011 θα είναι της τάξης των 19 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίστηκε και το Φεβρουάριο του 2011 η εκροή καταθέσεων με τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να έχουν αποσύρει από τις τράπεζες 2,4 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα το σύνολο των καταθέσεων στα τέλη Φεβρουαρίου να περιοριστεί στα 201,2 δισ. ευρώ, από 208,9 δισ. ευρώ που ήταν στις αρχές του έτους. Συγκλίνουσες εκτιμήσεις κάνουν λόγω για συνέχιση εκροών και τον Απρίλιο, ειδικότερα όμως τον Μάιο και ιδιαίτερα στη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων.
Στην επιλογή της πιο ικανοποιητικής λύσης για τις καταθέσεις οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι διαφοροποιήσεις επιτοκίων ανά τράπεζα είναι σημαντικές.
Για παράδειγμα, για ποσό 20.000 ευρώ τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες με προϋπόθεση την δέσμευση για 12 μήνες κυμαίνονται από 1,30% περίπου μέχρι και 4,80% περίπου. Δηλαδή σε ετήσια βάση στην πρώτη περίπτωση η μεικτή απόδοση ανέρχεται σε 260 ευρώ περίπου το χρόνο και στην δεύτερη περίπτωση σε 960 ευρώ περίπου, μια διαφορά 700 ευρώ το χρόνο που δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Οι διαφορές γίνονται ακόμη πιο έντονες για μεγαλύτερα ποσά. Για παράδειγμα για 100.000 ευρώ τα επιτόκια ξεκινούν από 1,50% περίπου μέχρι και 5,30% περίπου για δώδεκα μήνες κατάθεση. Στην πρώτη περίπτωση η μεικτή απόδοση που λαμβάνει ο καταθέτης είναι 1.500 ευρώ σε ετήσια βάση (125 ευρώ το μήνα) ενώ στην δεύτερη ανέρχεται σε 5.300 ευρώ το χρόνο (440 περίπου το μήνα). Μια διαφορά που σε ετήσια βάση φθάνει τα 3.800 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως επισημαίνουν και οι τραπεζίτες, οι καταναλωτές θα πρέπει να κάνουν διεξοδική έρευνα της αγοράς, να κοιτάζουν με κάθε λεπτομέρεια τυχόν ψιλά γράμματα που μπορεί να υπάρχουν στους όρους μιας κατάθεσης ή ενός προθεσμιακού καταθετικού προϊόντος και να μην έχουν το προβαλλόμενο επιτόκιο ως το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής. Επίσης θα πρέπει να δίνουν αξία στην συνολική σχέση που διατηρούν με μια τράπεζα και τυχόν οφέλη που μπορεί να προκύπτουν από αυτήν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τράπεζες που για 100.000 προσφέρει επιτόκιο 4,5% σε ετήσια βάση. Στους επμέρους όμως όρους του προϊόντος επισημαίνεται ρητά ότι μετά το εξάμηνο η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μειώσει το επιτόκιο σε χαμηλότερο επίπεδα, κάτι που όπως αναφέρουν ακόμη και επενδυτικού σύμβουλοι ενδεχομένως και θα το κάνει, καθώς δεν θα μπορέσει να διατηρήσει σε αυτά τα επίπεδα για όλο το χρονικό διάστημα της κατάθεσης. Έτσι το επιτόκια θα πέσει σε αρκετά χαμηλά επίπεδα σε ετήσια βάση από αυτό που προβάλλεται σήμερα.
Το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό της προσοχής που θα πρέπει να δείχνουν οι καταναλωτές στην τελική τους επιλογή ώστε να καταλήξουν πραγματικά στο προϊόν εκείνο που ταιριάζει στις ανάγκες τους, στο προφίλ τους και θα τους προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις. Γιατί σε κάθε περίπτωση τα καταθετικά επιτόκια στην χώρα μας θεωρούνται ιδιαίτερα ανταγωνιστικά σε σχέση με αντίστοιχα που προσφέρουν άλλες τράπεζες στην ευρωζώνη.
Επίσης, πολλές τράπεζες προσφέρουν υψηλά επιτόκια που αφορούν όμως το τελευταίο τρίμηνο, δίμηνο ή τετράμηνο της προθεσμιακής κατάθεσης. Οι καταναλωτές θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ζητούν την ετήσια συνολική απόδοση και να μην "παρασύρονται" από τα επιτόκια που αφορούν ένα μικρό χρονικό διάστημα της συνολικής περιόδου κατάθεσης.