30 Μαΐου 2011

Ανάμεσα σ' Ανατολή και Δύση

του Σάββα Καλεντερίδη

Η πρώτη πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς γίνεται το 1390,
από τον σουλτάνο Γιλντιρίμ Μπαγιαζίτ, ο οποίος αναγκάζεται να λύσει την πολιορκία λόγω της παρουσίας των Μογγόλων στην Ανατολή αλλά και των ερίδων μεταξύ τουρκικών φύλων

Η Κωνσταντινούπολη διανύει την τελευταία περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας
μέσα σε κλίμα διχασμού (λόγω της διαμάχης Ενωτικών
και Ανθενωτικών) και αγωνίας για την επερχόμενη επέλαση των αλλόθρησκων

Υπήρξε επί 1.058 χρόνια η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής-Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε η πόλη που συνέδεσε Ανατολή και Δύση, Ευρώπη και Ασία, τον Εύξεινο Πόντο με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πάντα στο μεταίχμιο αυτής της αδιάκοπης πάλης ανάμεσα σε πανσπερμία φυλών και λαών και με τους Έλληνες κυρίαρχους του παιχνιδιού στα απέραντα και αχανή όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ήταν η Κωνσταντινούπολη, το Βυζάντιο των Μεγαρέων, χτισμένη πάνω σε επτά λόφους, με την «καρδιά» της να βρίσκεται πάνω σε μια μύτη γης που χωνόταν μέσα στη θάλασσα, γεγονός που της έδινε μόνιμη και συνεχή πρόσβαση στη θάλασσα, καθιστώντας την ταυτόχρονα άπαρτη, όπως ακριβώς η Μίλητος, η άλλη βασίλισσα, της Ιωνίας.

Ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν ήδη επί τρεις και πλέον αιώνες πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται ο προφήτης Μωάμεθ και το Ισλάμ, μια νέα θρησκεία που σε πρώτη φάση ενώνει και καθιστά σοβαρή απειλή τα αραβικά φυλά. Σε δεύτερη φάση το Ισλάμ συσπειρώνει σχεδόν το σύνολο των λαών της Ανατολής, που στρέφονται με μανία εναντίον της Δύσης με κινητήρια δύναμη αυτήν την πίστη. Πρώτος στόχος του Ισλάμ είναι πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Κωνσταντινούπολη. Τότε, την εποχή του Μωάμεθ, πολιορκείται για πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη (668-669) από τον Εγιούμπ ελ Ενσαρί (Eyub El-Ensari), πολιορκία που αποτυγχάνει και επαναλαμβάνεται το 717, για να αποτύχει και πάλι, έπειτα από αποκλεισμό που διήρκεσε 12 ολόκληρους μήνες.

Η εμφάνιση του Ισλάμ έπαιξε καθοριστική σημασία στην επιβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού από τη μια πλευρά άρχισε να χάνει εδάφη και ζωτικό χώρο στις ανατολικές της επαρχίες και τη Μέση Ανατολή και από την άλλη υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει τους Σταυροφόρους, που εκστρατεύουν από την Ευρώπη για να προστατεύσουν, υποτίθεται, τους Αγίους Τόπους. Δεν παραλείπουν φυσικά στο διάβα τους προς τη Μέση Ανατολή να λεηλατούν τις πλούσιες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα του «ενδιαφέροντος» των Δυτικών για τους Αγίους Τόπους είναι η πολιορκία και άλωση της Πόλης, το 1204, που λεηλατείται και δέχεται το πρώτο και, καθαριστικό της πλήγμα.

Το 1071 εμφανίζονται στην Ανατολία οι Τούρκοι και, αφού κατανικούν τον Ρωμανό τον Διογένη στο Ματζικέρτ, καταλαμβάνουν το ένα μετά το άλλο τα εύφορα εδάφη και τις πεδιάδες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ιδρύουν εμιράτα στο Ικόνιο, το Καραμάν, την Καρία, την Ιωνία, τη Μυσία, την Παφλαγονία, τα οποία πολλές φορές στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου και φαινομενικά δεν απειλούν την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι που εμφανίζεται ο Οσμάν, τον 13ο αιώνα, ο οποίος ιδρύει τη Δυναστεία των Οσμανιδών, που σταδιακά επικρατούν έναντι όλων των άλλων εμιράτων, για να στραφούν τελικά εναντίον της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

Η πρώτη πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς γίνεται το 1390, από τον σουλτάνο Ειλντιρίμ Μπαγιαζίτ, ο οποίος αναγκάζεται να λύσει την πολιορκία λόγω της παρουσίας των Μογγόλων στην Ανατολή και λόγω των ερίδων που ξέσπασαν μεταξύ τουρκικών φύλων. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Μωάμεθ τον Β' οι Οσμανλίδες κυριαρχούν στο εσωτερικό της Ανατολίας και στρέφονται πλέον απερίσπαστοι εναντίον της Κωνσταντινούπολης, για να επικυρώσουν την πλήρη κυριαρχία τους επί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε χάσει ήδη εδάφη και στα δυτικά της, στη Θράκη και τη Βαλκανική.

Ο Μωάμεθ καταστρώνει ήδη το σχέδιο άλωσης της άπαρτης αυτής πόλης. Αναλύει προσεκτικά το σχέδιο πολιορκίας του Γιλντιρίμ Μπαγιαζίτ και αποφασίζει να αλλάξει το πολιορκητικό στρατήγημα. Επιδιώκοντας τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης από τη θάλασσα, απέναντι από το Κάστρο της Ανατολίας (Anadolu Hisari), που είχε χτίσει ο προπάππους του, ορθώνει το 1452 το Κάστρο της Ρωμυλίας (Rumeli Hisari), κλείνοντας έτσι ερμητικά τη θαλάσσια δίοδο από και προς τον Εύξεινο Πόντο. Έτσι από τη μια πλευρά στερείται η Κωνσταντινούπολη της βοήθειας και των εφοδίων που προέρχονται από τον Δούναβη και από τις περιοχές που βρέχονται από τον Εύξεινο και από την άλλη αποκτά ο Μωάμεθ ο Β' μια ναυτική βάση στην ευρωπαϊκή ακτή, λίγο βόρεια της Βασιλεύουσας και του Κερατίου Κόλπου.

Ταυτόχρονα, ο Μωάμεθ στέλνει επίλεκτες μονάδες να ελέγξουν στρατηγικές διαβάσεις στη Θράκη, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή χερσαίων δυνάμεων προς υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης από διάφορα σημεία της Ελλάδος, ενώ πολιορκεί και την Πελοπόννησο.

Αφού έχει αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη από στεριά και θάλασσα, το μόνο που μένει είναι η μεταφορά βαρέων κανονιών που θα είναι σε θέση να γκρεμίσουν τα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Τα κανόνια κατασκευάζονται στην Αδριανούπολη, με την τεχνική υποστήριξη του Ούγγρου μηχανικού Ούρμπαν-Ουρβανού (Urban), ο οποίος, ενώ εργάστηκε για την οχύρωση της Πόλης, αυτομόλησε και άρχισε πια να εργάζεται για λογαριασμό των Οθωμανών.

Το καλοκαίρι του 1452, και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες, ο Μωάμεθ ο Β' κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στις 28 Ιουνίου συγκεντρώνει στρατό 50.000 ανθρώπων στο άρτι αποπερατωθέν Κάστρο της Ρωμυλίας και στήνει τις σκηνές και τους καταυλισμούς του απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το τέλος του 1452 η Πόλη είναι ήδη αποκλεισμένη.

Η Κωνσταντινούπολη διανύει την τελευταία περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας μέσα σε κλίμα διχασμού (λόγω της διαμάχης Ενωτικών και Ανθενωτικών) και αγωνίας για την επέλαση των Οθωμανών που έχουν παγιώσει την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια και την Ανατολή.

Όσο περνά ο καιρός ο κλοιός σφίγγει, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποδύεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποθηκεύσει τρόφιμα για τους 35.000 εναπομείναντες κατοίκους και τους περίπου 10.000 στρατιώτες της Πόλης, να επισκευάσει τα τείχη και να οργανώσει όσο είναι δυνατόν την άμυνα. Συγχρόνως ζητά βοήθεια από τη Δύση, που δεν έρχεται, εκτός από 200 τοξότες που φέρνει στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας καρδινάλιος Ισίδωρος.

Βρισκόμαστε στην άνοιξη τον 1453 και ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αδυνατεί να ενισχύσει την άμυνα της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Β' ολοκληρώνει τις προετοιμασίες του και τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 1453 στήνει το αντίσκηνο του μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι στρατιώτες του ξεπερνούν τους 300.000, αφού πολλοί μουσουλμάνοι -και όχι μόνον- κατετάγησαν στις τάξεις του οθωμανικού στρατού μετά την υπόσχεση που έδωσε ο Μωάμεθ ότι μετά την άλωση τα λάφυρα θα ανήκαν στους στρατιώτες του!

Το τρομερό κανόνι που κατασκεύασε ο Ούγγρος εξωμότης στις 7 Απριλίου ξέρασε φωτιά και μολύβι, προκαλώντας εκτεταμένα ρήγματα στα άλλοτε άπαρτα τείχη της Πόλης. Σε λίγο άρχισαν πυκνές επιθέσεις και αιφνιδιαστικές έφοδοι από τους στρατιώτες του Μωάμεθ Β' ενώ συνεχίζονταν οι βομβαρδισμοί. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν με επιτυχία, ωστόσο ο μεγάλος αριθμός των εχθρικών στρατευμάτων τους επέτρεπε συνεχή δράση, σε αντίθεση με τους υπερασπιστές της Πόλης.

Στις 20 Απριλίου, ο πλοίαρχος Φλαντανελάς με το πλοίο του και άλλα τρία γενοβέζικα πλοία έσπασαν τον αποκλεισμό και πέρασαν στον Κεράτιο ανεφοδιάζοντας την Πόλη. Τότε ο σουλτάνος καταλήφθηκε από μανία. Η αντίδραση του ήταν να προχωρήσει σε ένα εγχείρημα από τα πιο εντυπωσιακά της ιστορίας. Έδωσε εντολή να δημιουργήσουν μια δίολκο στην ξηρά ώστε να συρθούν επί αυτής 72 πλοία και να ριφθούν στον Κεράτιο, πίσω από την προστατευτική αλυσίδα.

Η Κωνσταντινούπολη είναι πλέον αποκλεισμένη από ξηρά και θάλασσα.

Τα κανόνια των Τούρκων γκρεμίζουν τα τείχη και οι πολιορκημένοι προσπαθούν να τα επισκευάσουν, χωρίς να φαίνεται ελπίδα βοήθειας και σωτηρίας από πουθενά.

Στις 25 Μάιου ο Μωάμεθ Β' ζήτησε από τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα τη σωτηρία του ίδιου και της οικογένειας του. Σύμφωνα με τον ιστορικό της Άλωσης Γεώργιο Φραντζή, ο αυτοκράτορας απάντησε:

«Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτε τ' εμόν εστίν οΰτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», που σημαίνει: «Ούτε εγώ ούτε άλλος κανείς από τους κατοίκους της πόλης έχουμε το δικαίωμα να σου την παραδώσουμε. Αντίθετα, όλοι μας έχουμε πάρει την απόφαση να πεθάνουμε με τη θέληση μας (για χάρη της) και να μην υπολογίσουμε τη ζωή μας».

Τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου άρχισε η μεγάλη έφοδος των Τούρκων. Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης αρχικά αμύνονταν με ηρωισμό. Αργότερα όμως επεκράτησε σύγχυση και πανικός μεταξύ των μισθοφόρων, οι οποίοι υπερασπίζονταν το μέσο τείχος, όταν τραυματίστηκε ο επικεφαλής τους φρούραρχος Ιουστινιάνης. Οι στρατιώτες του Μωάμεθ, στους οποίους ο σουλτάνος είχε δώσει το ελεύθερο για λεηλασία, όρμησαν ασυγκράτητοι στο εσωτερικό της πόλης.

Στο μεταξύ από μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα, εισέβαλαν και άλλοι Τούρκοι. Τότε ακούστηκε η κραυγή «η Πόλις εάλω», έπεσε η Πόλη. Ο αυτοκράτορας, όταν είδε πως δεν έμενε πια καμιά ελπίδα, μαζί με τρεις έμπιστους της φρουράς του, τον Δον Φραντσίσκο, τον ξάδερφο του Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη, όρμησε μέσα στο πλήθος των εχθρών και χάθηκε για πάντα. Ακολούθησε σφαγή και λεηλασία. Παραδίδεται μάλιστα πως μεγάλη σφαγή έγινε και μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπου είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα.

Η Άλωση της Πόλης σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ σημάδεψε δραματικά και την πορεία του Ελληνισμού στην Ιστορία.

http://www.zoiforos.gr