Kαι σήμερα το σύνολο των αυστραλιανών ΜΜΕ καλύπτει εκτενέστατα τα επεισόδια «που μετέτρεψαν σε πεδίο μάχης το κέντρο της Αθήνας».
Στο σύνολο των δημοσιευμάτων και των ρεπορτάζ αποτυπώνεται η συγκρατημένη αισιοδοξία των διεθνών αγορών, η οποία εκφράζεται με την άνοδο στα διεθνή χρηματιστήρια μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου από το ελληνικό κοινοβούλιο, θεωρώντας ότι αποφεύχθηκε «έστω και προσωρινά» η χρεοκοπία, καθώς «η οικονομική βοήθεια με τα βίας επαρκεί μέχρι τον Σεπτέμβρη». Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας The Sydney Morning Ηerald «Οργή στους δρόμους καθώς η Ελλάδα ψηφίζει τα μέτρα λιτότητας» και φωτογραφικό στιγμιότυπο από κουκουλοφόρους μπροστά από τη Βουλή να εκσφενδονίζουν βόμβες μολότοφ.
Επιπλέον, καταγράφονται οι δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλου, ότι «η καταψήφιση του Μεσοπρόθεσμου σχεδίου από το Κοινοβούλιο θα ήταν έγκλημα, θα ήταν σαν να ψήφιζε την αυτοκτονία της χώρας», ενώ αναφέρεται ότι ο μοναδικός βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος που έδωσε αρνητική ψήφο ήταν «ο τυφλός βουλευτής Παναγιώτης Κουρουμπλής ο οποίος αμέσως διαγράφηκε από το κόμμα».
Στην εκπομπή του κρατικού δικτύου ABC, 7.30 Report, η απεσταλμένη δημοσιογράφος παίρνει αρχικά συνέντευξη από Έλληνα επιχειρηματία από την Αυστραλία, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η εικόνα που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η Αθήνα ως πεδίο μάχης αποδιώχνει τους τουρίστες, τη στιγμή που ο τουρισμός είναι απαραίτητος για την οικονομική επιβίωση της χώρας».
Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα ο κ. Παύλος Γερουλάνος σχολιάζει ότι, όταν ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού, «διαπίστωσε τεράστια σπατάλη του δημόσιου χρήματος κυρίως σε υπαλλήλους οι οποίοι είχαν συνηθίσει σε ένα επίπεδο ζωής που δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από το κράτος, ενώ και οι πρόσθετες παροχές που λάμβαναν θα έπρεπε να κοπούν». Επιπλέον, διατείνεται ότι «όταν το κράτος χρειάζεται να χρηματοδοτήσει τις απαιτούμενες αλλαγές, θα απευθυνθεί αναπόφευκτα στους φορολογούμενους πολίτες. Η πρόκληση όμως είναι να συμμετέχουν όλοι ισότιμα στα φορολογικά βάρη και να παταχθεί η φοροδιαφυγή». Τέλος, υποστηρίζει ότι η «παραοικονομία κυβερνά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας».
Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας The Australian Financial Review «η περιουσία του ελληνικού δημοσίου είναι προς πώληση και αυτό συμπεριλαμβάνει αεροδρόμια, λιμάνια, τον εθνικό σιδηρόδρομο, τις εθνικές οδούς, τα αποχετευτικά έργα, τις εταιρείες ενέργειας, τράπεζες, δημόσιες εκτάσεις προς αξιοποίηση, καζίνο, τον ΟΠΑΠ», ωστόσο κωλύματα παρουσιάζονται λόγω της «ελληνικής γραφειοκρατίας, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αντιδρούν έντονα, της διαφθοράς και της έλλειψης διαφάνειας». Επισημαίνονται, τέλος, οι δηλώσεις του Γιώργου Χριστοδουλάκη, Ειδικού Γραμματέα Αναδιαρθρώσεων-Αποκρατικοποιήσεων ότι «η πώληση της δημόσιας περιουσίας αναμένεται να αποφέρει 50 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή του χρέους ύψους 110 δισ. ευρώ».
Στην εκπομπή του δικτύου ABC, Lateline Business τονίζεται ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στο γεγονός ότι «οι Έλληνες δεν πληρώνουν φόρους και ότι είναι στην κουλτούρα του Έλληνα να αποφεύγει με κάθε τρόπο να πληρώσει φόρους». Ωστόσο, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η «αύξηση των φόρων αντιστοιχεί στο μηνιαίο εισόδημα μιας μέσης οικογένειας, οπότε τέτοια μέτρα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά και σίγουρα δε θα είναι αποτελεσματικά. Είναι απλώς προσωρινές λύσεις μέχρι να προετοιμαστούν κατάλληλα οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ώστε να επηρεαστούν στον μικρότερο δυνατό βαθμό, όταν αργά ή γρήγορα η Ελλάδα χρεοκοπήσει».
Η εφημερίδας The Age φιλοξενεί ανάλυση του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστρλίας Mark Beeson σύμφωνα με τον οποίο «η αποτυχία των αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, επιφέρει τέτοιο πολιτικό κόστος, σε σημείο που αυτή τη στιγμή η χώρα να είναι σαν ακυβέρνητο πλοίο. Οι ευρωπαίοι γείτονες διατηρούν σκληρή στάση απέναντί στην Ελλάδα, ενώ κάθε άλλο παρά έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος για μια χρεοκοπία η οποία θα συμπαρασύρει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στην καταστροφή».
Ο αναλυτής υπενθυμίζει την πρωθύστερη κατάσταση, πριν την ύπαρξη της ΕΕ, όπου «ξεσπούσαν πόλεμοι ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης άνευ σημαντικού λόγου και αιτίας». Θεωρεί, λοιπόν, ότι «η ΕΕ, μόνο προχωρώντας μπροστά μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται, επομένως, είναι επιβεβλημένη η θεσμική εμβάθυνση και η φορολογική και δημοσιονομική ενοποίηση». Κρίνει ως ανησυχητική την αναβίωση εθνικιστικών συναισθημάτων «κυρίως ανάμεσα στους άπορους Έλληνες και τους οικονομικά εύρωστους Γερμανούς, οι οποίοι αντιδρούν έντονα πλέον στην παροχή οικονομικής στήριξης στους επιπόλαιους εταίρους τους».
Διατείνεται, τέλος, ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας κατέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο «ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα δε βασίζεται σε σταθερά θεμέλια και συνίσταται σε μια συλλογική επιχείρηση, η οποία όμως αφορούσε ανέκαθεν την ελίτ των κρατών της Ευρώπης».
Επιπλέον, καταγράφονται οι δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλου, ότι «η καταψήφιση του Μεσοπρόθεσμου σχεδίου από το Κοινοβούλιο θα ήταν έγκλημα, θα ήταν σαν να ψήφιζε την αυτοκτονία της χώρας», ενώ αναφέρεται ότι ο μοναδικός βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος που έδωσε αρνητική ψήφο ήταν «ο τυφλός βουλευτής Παναγιώτης Κουρουμπλής ο οποίος αμέσως διαγράφηκε από το κόμμα».
Στην εκπομπή του κρατικού δικτύου ABC, 7.30 Report, η απεσταλμένη δημοσιογράφος παίρνει αρχικά συνέντευξη από Έλληνα επιχειρηματία από την Αυστραλία, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η εικόνα που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η Αθήνα ως πεδίο μάχης αποδιώχνει τους τουρίστες, τη στιγμή που ο τουρισμός είναι απαραίτητος για την οικονομική επιβίωση της χώρας».
Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα ο κ. Παύλος Γερουλάνος σχολιάζει ότι, όταν ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού, «διαπίστωσε τεράστια σπατάλη του δημόσιου χρήματος κυρίως σε υπαλλήλους οι οποίοι είχαν συνηθίσει σε ένα επίπεδο ζωής που δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από το κράτος, ενώ και οι πρόσθετες παροχές που λάμβαναν θα έπρεπε να κοπούν». Επιπλέον, διατείνεται ότι «όταν το κράτος χρειάζεται να χρηματοδοτήσει τις απαιτούμενες αλλαγές, θα απευθυνθεί αναπόφευκτα στους φορολογούμενους πολίτες. Η πρόκληση όμως είναι να συμμετέχουν όλοι ισότιμα στα φορολογικά βάρη και να παταχθεί η φοροδιαφυγή». Τέλος, υποστηρίζει ότι η «παραοικονομία κυβερνά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας».
Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας The Australian Financial Review «η περιουσία του ελληνικού δημοσίου είναι προς πώληση και αυτό συμπεριλαμβάνει αεροδρόμια, λιμάνια, τον εθνικό σιδηρόδρομο, τις εθνικές οδούς, τα αποχετευτικά έργα, τις εταιρείες ενέργειας, τράπεζες, δημόσιες εκτάσεις προς αξιοποίηση, καζίνο, τον ΟΠΑΠ», ωστόσο κωλύματα παρουσιάζονται λόγω της «ελληνικής γραφειοκρατίας, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αντιδρούν έντονα, της διαφθοράς και της έλλειψης διαφάνειας». Επισημαίνονται, τέλος, οι δηλώσεις του Γιώργου Χριστοδουλάκη, Ειδικού Γραμματέα Αναδιαρθρώσεων-Αποκρατικοποιήσεων ότι «η πώληση της δημόσιας περιουσίας αναμένεται να αποφέρει 50 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή του χρέους ύψους 110 δισ. ευρώ».
Στην εκπομπή του δικτύου ABC, Lateline Business τονίζεται ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στο γεγονός ότι «οι Έλληνες δεν πληρώνουν φόρους και ότι είναι στην κουλτούρα του Έλληνα να αποφεύγει με κάθε τρόπο να πληρώσει φόρους». Ωστόσο, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η «αύξηση των φόρων αντιστοιχεί στο μηνιαίο εισόδημα μιας μέσης οικογένειας, οπότε τέτοια μέτρα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά και σίγουρα δε θα είναι αποτελεσματικά. Είναι απλώς προσωρινές λύσεις μέχρι να προετοιμαστούν κατάλληλα οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ώστε να επηρεαστούν στον μικρότερο δυνατό βαθμό, όταν αργά ή γρήγορα η Ελλάδα χρεοκοπήσει».
Η εφημερίδας The Age φιλοξενεί ανάλυση του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστρλίας Mark Beeson σύμφωνα με τον οποίο «η αποτυχία των αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, επιφέρει τέτοιο πολιτικό κόστος, σε σημείο που αυτή τη στιγμή η χώρα να είναι σαν ακυβέρνητο πλοίο. Οι ευρωπαίοι γείτονες διατηρούν σκληρή στάση απέναντί στην Ελλάδα, ενώ κάθε άλλο παρά έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος για μια χρεοκοπία η οποία θα συμπαρασύρει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στην καταστροφή».
Ο αναλυτής υπενθυμίζει την πρωθύστερη κατάσταση, πριν την ύπαρξη της ΕΕ, όπου «ξεσπούσαν πόλεμοι ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης άνευ σημαντικού λόγου και αιτίας». Θεωρεί, λοιπόν, ότι «η ΕΕ, μόνο προχωρώντας μπροστά μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται, επομένως, είναι επιβεβλημένη η θεσμική εμβάθυνση και η φορολογική και δημοσιονομική ενοποίηση». Κρίνει ως ανησυχητική την αναβίωση εθνικιστικών συναισθημάτων «κυρίως ανάμεσα στους άπορους Έλληνες και τους οικονομικά εύρωστους Γερμανούς, οι οποίοι αντιδρούν έντονα πλέον στην παροχή οικονομικής στήριξης στους επιπόλαιους εταίρους τους».
Διατείνεται, τέλος, ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας κατέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο «ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα δε βασίζεται σε σταθερά θεμέλια και συνίσταται σε μια συλλογική επιχείρηση, η οποία όμως αφορούσε ανέκαθεν την ελίτ των κρατών της Ευρώπης».