Οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα, ψυχοσωματικά συμπτώματα, πανικός, άγχος, φόβος για το μέλλον, διαταραχές ύπνου και τάσεις φυγής, είναι μερικές από τις αιτίες που, το τελευταίο διάστημα, οδηγούν όλο και περισσότερους Έλληνες στο ψυχιατρικό κρεβάτι, σύμφωνα με την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία.
Παράλληλα, σημαντική αύξηση έχει παρατηρηθεί και στις απόπειρες αυτοκτονίας, καθώς και στην κατανάλωση ψυχοφαρμάκων. Για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων, που εντείνονται εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, οι ειδικοί προτείνουν ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή και όχι φαρμακευτική αγωγή, όταν αυτή δεν είναι άκρως απαραίτητη.
«Οι δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις, έχουν πάντα συνέπειες και στην υγεία των ατόμων», επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, ψυχίατρος, Δημήτρης Πλουμπίδης.
Ερμηνεύοντας το φαινόμενο της αύξησης των επισκέψεων στους ψυχιάτρους ο κ. Πλουμπίδης λέει: «Τα συμπτώματα που παρουσιάζουν όσοι απευθύνονται σε ψυχιάτρους, έχουν να κάνουν με το "μπάχαλο" της περασμένης δεκαετίας. Οι κάρτες και τα δάνεια έχουν φέρει πολλούς ανθρώπους σε απόγνωση και σε κατάθλιψη. "Χρωστάω παντού, δεν έχω λεφτά, ο πατέρας μου ήταν άμυαλος και σήμερα πληρώνει όλη η οικογένεια", είναι οι πιο συχνές φράσεις που ακούμε».
Ως βασικό παράγοντα της αύξησης αιτημάτων προς τους ψυχιάτρους είναι και η «πολύ μεγάλη κοινωνική διάσπαση που παρατηρήθηκε την περασμένη δεκαετία και η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με πολύ κόσμο απομονωμένο στις πόλεις και με έναν κοινωνικό ιστό πολύ μπερδεμένο», τονίζει.
Όπως αναφέρει, τον τελευταίο καιρό, η αύξηση των αιτημάτων προς τους ψυχιάτρους, δεν αφορούν, στην πλειοψηφία τους, σοβαρές ψυχικές νόσους. «Οι περισσότερες περιπτώσεις έχουν να κάνουν με διαταραχές ύπνου, πανικού και ήπιες καταθλίψεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρουσιάζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως φουσκώματα στα έντερα ή ταχυκαρδίες», υπογραμμίζει ο κ. Πλουμπίδης, και επισημαίνει ότι «πολλοί άνθρωποι είναι όντως ταραγμένοι, αλλά αυτό, στους περισσότερους, δε έχει να κάνει με βαριές ψυχικές νόσους».
Ειδικά δε, το δημόσιο, έχει κατακλυστεί, όπως συμπληρώνει, με αιτήματα που άπτονται της ελαφριάς ψυχιατρικής, κυρίως μικρές καταθλίψεις και με περιστατικά ατόμων που παραπονιούνται: "Έχω πανικό, νοιώθω φόβο. Τί να κάνω με τον άνδρα μου, τί να κάνω για το παιδί μου. Δώστε μου "κάτι" για να μειωθεί το άγχος μου. Δεν έχω κέφι, όλα μου φαίνονται μαύρα, κτλπ».
Προσθέτει δε, ότι «υπάρχουν άνθρωποι που είναι ήδη ασθενείς και εξαρτώνται από άλλους και που όταν διαταράσσεται το υποστηρικτικό τους σύστημα, κινδυνεύουν να αρρωστήσουν, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες».
Όσον αφορά τις αυτοκτονίες, ο αντιπρόεδρος της ΕΨΕ επισημαίνει ότι «αν και είμαστε πάρα πολύ μακριά από τα ρεκόρ των αυτοκτονιών που παρατηρούνται στις βόρειοευρωπαϊκές χώρες, όντως έχει παρουσιαστεί μία μικρή αύξηση στις αυτοκτονίες, σε σχέση με άλλα χρόνια, και μία σημαντική αύξηση στις απόπειρες».
Παράλληλα, αυξημένη είναι και η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων, γεγονός που οφείλεται σύμφωνα με τον κ. Πλουμπίδη, μεταξύ άλλων, και στην εκπαίδευση των ψυχιάτρων. «Πολλοί από εμάς είναι εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουν το άγχος και την κατάθλιψη με φαρμακευτική αγωγή. Τα φάρμακα εμφανίζουν άμεσα αποτελέσματα και είναι πιο οικονομική λύση για τον πάσχοντα, πολλοί εκ των οποίων τα αποζητούν. Η ψυχαναλυτική αντιμετώπιση, η οποία είναι πιο ουσιαστική, είναι πιο χρονοβόρα, κοστίζει, αλλά απαιτεί και καλύτερα εκπαιδευμένους γιατρούς», αναφέρει.
Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις τάσεις φυγής από την Ελλάδα, που παρουσιάζουν πολλοί Έλληνες, ιδιαίτερα στις τάξεις των νέων, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στον τόπο τους, σχολιάζοντας ότι «είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας, να ξαναστήσουμε την Ελλάδα στα πόδια της, για να βρίσκουν τα παιδιά μας δουλειά και στο εξωτερικό».
«Είναι τόσες πολλές οι αλλαγές που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα, και η κοινωνία δεν ξέρει τί να κάνει και πώς ακριβώς να αντιδράσει», λέει και συμπληρώνει: «Παρατηρώ μία σύγχυση και μία αναμονή, που δεν είμαι σε θέση να ξέρω κατά πόσο θα διαρκέσει και πώς θα εξελιχθεί».
Προτείνοντας λύσεις για τα ψυχολογικά προβλήματα των Ελλήνων και αναφερόμενος σε έρευνες που δείχνουν ότι το 25% του πληθυσμού παρουσιάζει καταθλιπτική συμπτωματολογία, ο αντιπρόεδρος της Ψυχιατρικής Εταιρείας τονίζει ότι «εμείς, ως ψυχιατρική κοινότητα, μπορούμε να βοηθήσουμε, αλλά όταν τα προβλήματα παίρνουν πολύ μεγάλες κοινωνικές διαστάσεις, εκεί πια οι ατομικές λύσεις δεν μπορούν να "πάνε και πολύ μακριά". Πρέπει να υπάρξουν συλλογικές λύσεις και αλλαγές στην κοινωνία».
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, «οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μαχητική στάση απέναντι στα προβλήματά τους, και όχι τάσεις φυγής. Πρέπει να αποφασίσουν να υπερασπίσουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, το κοινωνικό και το οικογενειακό περιβάλλον τους. Αν το κάνει κανείς αυτό, βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει και τα προβλήματά του».
«Οι άνθρωποι που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, έχουν λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας. Μία ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή, κυρίως σε συλλογικό επίπεδο, είναι το ιδανικό», λέει.
Ο πρόεδρος του ψυχολογικού ινστιτούτου, καθηγητής ψυχολογίας, Κλήμης Ναυρίδης, σε πρόσφατη διάλεξή του με τίτλο «Ψυχολογία της κρίσης», που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τόνισε μεταξύ άλλων: «Οι κρίσεις προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες ωρίμανσης και ανάπτυξης προσαρμοστικών δεξιοτήτων. Οι κρίσεις, εκτός από κρίσιμες μπορούν να είναι και χρήσιμες».
«Οι δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις, έχουν πάντα συνέπειες και στην υγεία των ατόμων», επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, ψυχίατρος, Δημήτρης Πλουμπίδης.
Ερμηνεύοντας το φαινόμενο της αύξησης των επισκέψεων στους ψυχιάτρους ο κ. Πλουμπίδης λέει: «Τα συμπτώματα που παρουσιάζουν όσοι απευθύνονται σε ψυχιάτρους, έχουν να κάνουν με το "μπάχαλο" της περασμένης δεκαετίας. Οι κάρτες και τα δάνεια έχουν φέρει πολλούς ανθρώπους σε απόγνωση και σε κατάθλιψη. "Χρωστάω παντού, δεν έχω λεφτά, ο πατέρας μου ήταν άμυαλος και σήμερα πληρώνει όλη η οικογένεια", είναι οι πιο συχνές φράσεις που ακούμε».
Ως βασικό παράγοντα της αύξησης αιτημάτων προς τους ψυχιάτρους είναι και η «πολύ μεγάλη κοινωνική διάσπαση που παρατηρήθηκε την περασμένη δεκαετία και η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με πολύ κόσμο απομονωμένο στις πόλεις και με έναν κοινωνικό ιστό πολύ μπερδεμένο», τονίζει.
Όπως αναφέρει, τον τελευταίο καιρό, η αύξηση των αιτημάτων προς τους ψυχιάτρους, δεν αφορούν, στην πλειοψηφία τους, σοβαρές ψυχικές νόσους. «Οι περισσότερες περιπτώσεις έχουν να κάνουν με διαταραχές ύπνου, πανικού και ήπιες καταθλίψεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρουσιάζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως φουσκώματα στα έντερα ή ταχυκαρδίες», υπογραμμίζει ο κ. Πλουμπίδης, και επισημαίνει ότι «πολλοί άνθρωποι είναι όντως ταραγμένοι, αλλά αυτό, στους περισσότερους, δε έχει να κάνει με βαριές ψυχικές νόσους».
Ειδικά δε, το δημόσιο, έχει κατακλυστεί, όπως συμπληρώνει, με αιτήματα που άπτονται της ελαφριάς ψυχιατρικής, κυρίως μικρές καταθλίψεις και με περιστατικά ατόμων που παραπονιούνται: "Έχω πανικό, νοιώθω φόβο. Τί να κάνω με τον άνδρα μου, τί να κάνω για το παιδί μου. Δώστε μου "κάτι" για να μειωθεί το άγχος μου. Δεν έχω κέφι, όλα μου φαίνονται μαύρα, κτλπ».
Προσθέτει δε, ότι «υπάρχουν άνθρωποι που είναι ήδη ασθενείς και εξαρτώνται από άλλους και που όταν διαταράσσεται το υποστηρικτικό τους σύστημα, κινδυνεύουν να αρρωστήσουν, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες».
Όσον αφορά τις αυτοκτονίες, ο αντιπρόεδρος της ΕΨΕ επισημαίνει ότι «αν και είμαστε πάρα πολύ μακριά από τα ρεκόρ των αυτοκτονιών που παρατηρούνται στις βόρειοευρωπαϊκές χώρες, όντως έχει παρουσιαστεί μία μικρή αύξηση στις αυτοκτονίες, σε σχέση με άλλα χρόνια, και μία σημαντική αύξηση στις απόπειρες».
Παράλληλα, αυξημένη είναι και η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων, γεγονός που οφείλεται σύμφωνα με τον κ. Πλουμπίδη, μεταξύ άλλων, και στην εκπαίδευση των ψυχιάτρων. «Πολλοί από εμάς είναι εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουν το άγχος και την κατάθλιψη με φαρμακευτική αγωγή. Τα φάρμακα εμφανίζουν άμεσα αποτελέσματα και είναι πιο οικονομική λύση για τον πάσχοντα, πολλοί εκ των οποίων τα αποζητούν. Η ψυχαναλυτική αντιμετώπιση, η οποία είναι πιο ουσιαστική, είναι πιο χρονοβόρα, κοστίζει, αλλά απαιτεί και καλύτερα εκπαιδευμένους γιατρούς», αναφέρει.
Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις τάσεις φυγής από την Ελλάδα, που παρουσιάζουν πολλοί Έλληνες, ιδιαίτερα στις τάξεις των νέων, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στον τόπο τους, σχολιάζοντας ότι «είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας, να ξαναστήσουμε την Ελλάδα στα πόδια της, για να βρίσκουν τα παιδιά μας δουλειά και στο εξωτερικό».
«Είναι τόσες πολλές οι αλλαγές που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα, και η κοινωνία δεν ξέρει τί να κάνει και πώς ακριβώς να αντιδράσει», λέει και συμπληρώνει: «Παρατηρώ μία σύγχυση και μία αναμονή, που δεν είμαι σε θέση να ξέρω κατά πόσο θα διαρκέσει και πώς θα εξελιχθεί».
Προτείνοντας λύσεις για τα ψυχολογικά προβλήματα των Ελλήνων και αναφερόμενος σε έρευνες που δείχνουν ότι το 25% του πληθυσμού παρουσιάζει καταθλιπτική συμπτωματολογία, ο αντιπρόεδρος της Ψυχιατρικής Εταιρείας τονίζει ότι «εμείς, ως ψυχιατρική κοινότητα, μπορούμε να βοηθήσουμε, αλλά όταν τα προβλήματα παίρνουν πολύ μεγάλες κοινωνικές διαστάσεις, εκεί πια οι ατομικές λύσεις δεν μπορούν να "πάνε και πολύ μακριά". Πρέπει να υπάρξουν συλλογικές λύσεις και αλλαγές στην κοινωνία».
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, «οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μαχητική στάση απέναντι στα προβλήματά τους, και όχι τάσεις φυγής. Πρέπει να αποφασίσουν να υπερασπίσουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, το κοινωνικό και το οικογενειακό περιβάλλον τους. Αν το κάνει κανείς αυτό, βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει και τα προβλήματά του».
«Οι άνθρωποι που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, έχουν λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας. Μία ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή, κυρίως σε συλλογικό επίπεδο, είναι το ιδανικό», λέει.
Ο πρόεδρος του ψυχολογικού ινστιτούτου, καθηγητής ψυχολογίας, Κλήμης Ναυρίδης, σε πρόσφατη διάλεξή του με τίτλο «Ψυχολογία της κρίσης», που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τόνισε μεταξύ άλλων: «Οι κρίσεις προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες ωρίμανσης και ανάπτυξης προσαρμοστικών δεξιοτήτων. Οι κρίσεις, εκτός από κρίσιμες μπορούν να είναι και χρήσιμες».