Συνέντευξη του γνωστού συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη φιλοξενείται σήμερα στη Süddeutsche Zeitung. Ο Μάρκαρης μιλάει στο δημοσιογράφο Kai Strittmatter για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, την οργή των Ελλήνων, το σκάνδαλο με τους στημένους αγώνες και τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Ο Μάρκαρης διερωτάται για ποιό λόγο θα πρέπει η μεσαία τάξη να πληρώνει για όλα, επειδή το κράτος δεν έχει το θάρρος να εξυγιάνει τον «σάπιο» κρατικό μηχανισμό και εξοργίζεται επειδή οι μισοί Έλληνες δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη πόσο άσχημη είναι η κατάσταση της χώρας.
Για τους «Αγανακτισμένους» πιστεύει ότι αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. «Η παράλυση, που διέκρινε τη στάση των πολιτών, δεν υπάρχει πια. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί, αλλά το σοκ δεν έχει ξεπεραστεί», εκτιμά ο συγγραφέας.
Όσον αφορά το σκάνδαλο των στημένων αγώνων και των παράνομων στοιχημάτων, ο Μάρκαρης σημειώνει ότι όλοι γνώριζαν τι συμβαίνει. Ο ίδιος, αν και ποδοσφαιρόφιλος, δεν ασχολείται πλέον, επειδή δεν θέλει καμία σχέση με τη μαφία, που λυμαίνεται το χώρο. Εκφράζει, ωστόσο, την ελπίδα ότι οι δύο νεαρές Εισαγγελείς, που ξεσκέπασαν την υπόθεση, θα δώσουν ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Στον αντίποδα τέτοιων επιτυχιών βλέπει τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεόδωρο Πάγκαλο, τον οποίο χαρακτηρίζει θρασύ και «μόνο λόγια».
Η χώρα έχει ανάγκη από μία κάθαρση με την αριστοτελική έννοια, υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο οποίος δηλώνει ότι βλέπει φως στο τέλος του τούνελ, αρκεί να συμμετάσχουν όλοι στην προσπάθεια.
«Οι Έλληνες έχουν ξεμάθει να ζουν αξιοπρεπώς στη φτώχεια, όπως παλαιότερα. Η κουλτούρα του πλούτου δεν ήταν ανεπτυγμένη και με το ξαφνικό χρήμα ο κόσμος αγόραζε και τρίτο αυτοκίνητο αντί να κάνει σοβαρές επενδύσεις», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι οι Έλληνες πέταξαν μεμιάς 30 χρόνια ευρωπαϊκής ιστορίας, από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ το 1981 μέχρι το 2011 καθώς την Ευρώπη την έβλεπαν πάντα σαν μία πηγή χρημάτων και τίποτε περισσότερο. Σήμερα οι περισσότεροι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα κόμματα και στους πολιτικούς θεσμούς. Καταγγέλλει επίσης ότι συναίνεση και συνεννόηση είναι άγνωστες έννοιες στη χώρα και αναφέρει το παράδειγμα των δύο μεγάλων κομμάτων, που δεν δείχνουν να ξεπερνούν τις αγκυλώσεις τους και να συνεργαστούν, όπως σε Ιρλανδία και Πορτογαλία.
Τέλος, δηλώνει στενοχωρημένος με την τροπή που πήραν οι ελληνογερμανικές σχέσεις μέσα από την κρίση, χρεώνει μεγάλη ευθύνη και στον γερμανικό κίτρινο Τύπο για τον βομβαρδισμό της κοινής γνώμης με αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες, αλλά θέλει να πιστεύει ότι οι δύο λαοί θα βρουν το δρόμο προς τη συμφιλίωση.
Για τους «Αγανακτισμένους» πιστεύει ότι αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. «Η παράλυση, που διέκρινε τη στάση των πολιτών, δεν υπάρχει πια. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί, αλλά το σοκ δεν έχει ξεπεραστεί», εκτιμά ο συγγραφέας.
Όσον αφορά το σκάνδαλο των στημένων αγώνων και των παράνομων στοιχημάτων, ο Μάρκαρης σημειώνει ότι όλοι γνώριζαν τι συμβαίνει. Ο ίδιος, αν και ποδοσφαιρόφιλος, δεν ασχολείται πλέον, επειδή δεν θέλει καμία σχέση με τη μαφία, που λυμαίνεται το χώρο. Εκφράζει, ωστόσο, την ελπίδα ότι οι δύο νεαρές Εισαγγελείς, που ξεσκέπασαν την υπόθεση, θα δώσουν ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Στον αντίποδα τέτοιων επιτυχιών βλέπει τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεόδωρο Πάγκαλο, τον οποίο χαρακτηρίζει θρασύ και «μόνο λόγια».
Η χώρα έχει ανάγκη από μία κάθαρση με την αριστοτελική έννοια, υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο οποίος δηλώνει ότι βλέπει φως στο τέλος του τούνελ, αρκεί να συμμετάσχουν όλοι στην προσπάθεια.
«Οι Έλληνες έχουν ξεμάθει να ζουν αξιοπρεπώς στη φτώχεια, όπως παλαιότερα. Η κουλτούρα του πλούτου δεν ήταν ανεπτυγμένη και με το ξαφνικό χρήμα ο κόσμος αγόραζε και τρίτο αυτοκίνητο αντί να κάνει σοβαρές επενδύσεις», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι οι Έλληνες πέταξαν μεμιάς 30 χρόνια ευρωπαϊκής ιστορίας, από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ το 1981 μέχρι το 2011 καθώς την Ευρώπη την έβλεπαν πάντα σαν μία πηγή χρημάτων και τίποτε περισσότερο. Σήμερα οι περισσότεροι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα κόμματα και στους πολιτικούς θεσμούς. Καταγγέλλει επίσης ότι συναίνεση και συνεννόηση είναι άγνωστες έννοιες στη χώρα και αναφέρει το παράδειγμα των δύο μεγάλων κομμάτων, που δεν δείχνουν να ξεπερνούν τις αγκυλώσεις τους και να συνεργαστούν, όπως σε Ιρλανδία και Πορτογαλία.
Τέλος, δηλώνει στενοχωρημένος με την τροπή που πήραν οι ελληνογερμανικές σχέσεις μέσα από την κρίση, χρεώνει μεγάλη ευθύνη και στον γερμανικό κίτρινο Τύπο για τον βομβαρδισμό της κοινής γνώμης με αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες, αλλά θέλει να πιστεύει ότι οι δύο λαοί θα βρουν το δρόμο προς τη συμφιλίωση.