Θετικοί ως προς μια ομοσπονδιακή διευθέτηση του Κυπριακού είναι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, ωστόσο έχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς το πώς πρέπει να επιλυθούν τα ζητήματα Ασφάλειας, Εδαφικού και Εποίκων.
Αυτό δείχνει έρευνα κοινής γνώμης και στις δύο κοινότητες, η οποία έγινε από μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, από το πρόγραμμα "Κύπρος 2015", το οποίο υλοποιείται σε συνεργασία με τον Οργανισμό Interpeace, που εδρεύει στη Γενεύη και υποστηρίζεται από το πρόγραμμα Δράση Για Συνεργασία και Εμπιστοσύνη (UNDP-ACT) στην Κύπρο και την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο.
Σκοπός του "Κύπρος 2015" είναι να συνεισφέρει προς ένα πιο δημιουργικό και εποικοδομητικό δημόσιο διάλογο για το μακροπρόθεσμο βιώσιμο μέλλον της Κύπρου, βοηθώντας στην γεφύρωση του υπάρχοντος χάσματος μεταξύ της ειρηνευτικής διαδικασίας και της κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με την έρευνα, μπορεί να βρεθεί "περιορισμένο κοινό έδαφος", παρά τις διαφορές, στα κρίσιμα ζητήματα της Ασφάλειας, του Εδαφικού και των Εποίκων.
Η κοινή γνώμη και στις δύο κοινότητες έχει εκφράσει ισχυρή υποστήριξη προς διάφορες προτάσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες δεν επιθυμούν να προδικάσουν το αποτέλεσμα και παραμένουν αναποφάσιστοι στο πώς θα ψηφίσουν σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα. Εντούτοις, το αρνητικό πολιτικό κλίμα που επικρατεί γύρω από αυτή την διαδικασία, οδηγεί σε δυσφορία του κοινού, που αντανακλάται ως τάση οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να μετακινούνται προς το "Όχι", ενώ οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν αυξημένη αβεβαιότητα για το τί θα ψηφίσουν.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε σε ένα δείγμα 1.000 Ελληνοκύπριων και 1.000 Τουρκοκύπριων, με συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο στις οικίες των ερωτηθέντων και στη μητρική τους γλώσσα. Το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε μέσω συμμετοχικής διαδικασίας που περιέλαβε την πολιτική ηγεσία και πολιτικές δυνάμεις από τις δύο κοινότητες. Η έρευνα πεδίου διενεργήθηκε από τη Symmetron Market Research για τους Ελληνοκύπριους και τη Prologue Consulting για τους Τουρκοκύπριους.
Τα βασικότερα συμπεράσματα της έρευνα είναι:
ΑΣΦΑΛΕΙΑ: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διαφωνούν ως προς την ενδεχόμενη συνέχιση των τουρκικών εγγυήσεων, με τους Ελληνοκύπριους να τάσσονται εναντίον και τους Τουρκοκύπριους να είναι σθεναρά υπέρ. Παρά τη διαφωνία αυτή, και οι δύο κοινότητες πιστεύουν ότι πρέπει να προσυμφωνηθεί μεταξύ όλων των πλευρών ένα πλαίσιο καθοδηγητικών αρχών, που θα διευκρινίζουν την κατάλληλη ανταπόκριση -και το ποιος είναι υπεύθυνος να ανταποκριθεί- για την κάθε πρόκληση που μπορεί να προκύψει στο μέλλον σε επίπεδο εφαρμογής της λύσης. Σε αυτό το πλαίσιο, και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παίξει ρόλο ως ένας από τους εγγυητές της εφαρμογής μιας λύσης, θέτοντας κίνητρα για εφαρμογή και κυρώσεις για μη εφαρμογή, οι οποίες θα σχετίζονται με ωφελήματα της Ένωσης και συμμετοχή στις αποφάσεις που παίρνει η ΕΕ.
ΕΔΑΦΙΚΟ: Η ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή που οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται πρόθυμοι να αποδεχτούν είναι: τα Βαρώσια και η Μόρφου να επιστραφούν υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση και η Καρπασία να γίνει ομοσπονδιακή περιοχή για χρήση και από τις δύο κοινότητες. Οι Τουρκοκύπριοι, όμως, εναντιώνονται σε οποιαδήποτε εδαφική αναπροσαρμογή. Ακόμη στην ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή της επιστροφής των Βαρωσίων στους Ελληνοκύπριους, στο πλαίσιο μιας διευθέτησης, μια μεγάλη πλειοψηφία Τουρκοκυπρίων είναι εναντίον.
Το μόνο σημείο σύγκλισης μεταξύ των δύο πλευρών στο κεφάλαιο του Εδαφικού είναι ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν θετικά τον καθορισμό διάφορων ομοσπονδιακών περιοχών, που δεν θα ανήκουν στο Ελληνοκυπριακό ή το Τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρο ενώ σε αυτές τις περιοχές δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα κατοικίας.
ΕΠΟΙΚΟΙ: Οι Ελληνοκύπριοι αναμένουν ότι οι περισσότεροι από τους έποικους που ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1974, περιλαμβανομένων και των απογόνων τους, θα πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία μετά από μια διευθέτηση, με μόνη ενδεχομένως εξαίρεση όσους έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους και τα παιδιά τέτοιων μικτών γάμων. Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν ότι οι έποικοι που έχουν ήδη ζήσει στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες με τις οικογένειες τους πρέπει να έχουν το δικαίωμα παραμονής μετά από μια διευθέτηση.
Το σημείο στο οποίο οι δύο κοινότητες συμφωνούν στο κεφάλαιο των εποίκων είναι ότι πολλές περιπτώσεις ατόμων που ήρθαν από την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν επιτρέποντάς τους να παραμείνουν μετά από μια διευθέτηση, αλλά μόνο με άδεια παραμονής και εργασίας -όχι ως υπήκοοι με δικαίωμα ψήφου.
ΜΕΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ: Και οι δύο κοινότητες έχουν εκφράσει συμφωνία σε αρκετά προτεινόμενα μέτρα και ειδικά στην αναστύλωση θρησκευτικών, ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων που είναι σημαντικά για κάθε κοινότητα. Και οι δύο κοινότητες αποδέχονται επίσης τον τερματισμό των καθημερινών αρνητικών δηλώσεων των πολιτικών ηγετών κατά της άλλης κοινότητας.
Και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στα οδοφράγματα. Σε αντίθεση, πακέτα που αφορούν ζητήματα σχετικά με απευθείας εμπόριο, απευθείας πτήσεις, Βαρώσια και πανεπιστήμια τείνουν να απορρίπτονται από την μια ή την άλλη κοινότητα. Παρά ταύτα, η πρόταση για άνοιγμα των Βαρωσίων ως μια διακοινοτική περιοχή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορούν να ζουν και να εργάζονται μαζί, θεωρείται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες.
Σύμφωνα με την έρευνα, μπορεί να βρεθεί "περιορισμένο κοινό έδαφος", παρά τις διαφορές, στα κρίσιμα ζητήματα της Ασφάλειας, του Εδαφικού και των Εποίκων.
Η κοινή γνώμη και στις δύο κοινότητες έχει εκφράσει ισχυρή υποστήριξη προς διάφορες προτάσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες δεν επιθυμούν να προδικάσουν το αποτέλεσμα και παραμένουν αναποφάσιστοι στο πώς θα ψηφίσουν σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα. Εντούτοις, το αρνητικό πολιτικό κλίμα που επικρατεί γύρω από αυτή την διαδικασία, οδηγεί σε δυσφορία του κοινού, που αντανακλάται ως τάση οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να μετακινούνται προς το "Όχι", ενώ οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν αυξημένη αβεβαιότητα για το τί θα ψηφίσουν.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε σε ένα δείγμα 1.000 Ελληνοκύπριων και 1.000 Τουρκοκύπριων, με συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο στις οικίες των ερωτηθέντων και στη μητρική τους γλώσσα. Το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε μέσω συμμετοχικής διαδικασίας που περιέλαβε την πολιτική ηγεσία και πολιτικές δυνάμεις από τις δύο κοινότητες. Η έρευνα πεδίου διενεργήθηκε από τη Symmetron Market Research για τους Ελληνοκύπριους και τη Prologue Consulting για τους Τουρκοκύπριους.
Τα βασικότερα συμπεράσματα της έρευνα είναι:
ΑΣΦΑΛΕΙΑ: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διαφωνούν ως προς την ενδεχόμενη συνέχιση των τουρκικών εγγυήσεων, με τους Ελληνοκύπριους να τάσσονται εναντίον και τους Τουρκοκύπριους να είναι σθεναρά υπέρ. Παρά τη διαφωνία αυτή, και οι δύο κοινότητες πιστεύουν ότι πρέπει να προσυμφωνηθεί μεταξύ όλων των πλευρών ένα πλαίσιο καθοδηγητικών αρχών, που θα διευκρινίζουν την κατάλληλη ανταπόκριση -και το ποιος είναι υπεύθυνος να ανταποκριθεί- για την κάθε πρόκληση που μπορεί να προκύψει στο μέλλον σε επίπεδο εφαρμογής της λύσης. Σε αυτό το πλαίσιο, και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παίξει ρόλο ως ένας από τους εγγυητές της εφαρμογής μιας λύσης, θέτοντας κίνητρα για εφαρμογή και κυρώσεις για μη εφαρμογή, οι οποίες θα σχετίζονται με ωφελήματα της Ένωσης και συμμετοχή στις αποφάσεις που παίρνει η ΕΕ.
ΕΔΑΦΙΚΟ: Η ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή που οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται πρόθυμοι να αποδεχτούν είναι: τα Βαρώσια και η Μόρφου να επιστραφούν υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση και η Καρπασία να γίνει ομοσπονδιακή περιοχή για χρήση και από τις δύο κοινότητες. Οι Τουρκοκύπριοι, όμως, εναντιώνονται σε οποιαδήποτε εδαφική αναπροσαρμογή. Ακόμη στην ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή της επιστροφής των Βαρωσίων στους Ελληνοκύπριους, στο πλαίσιο μιας διευθέτησης, μια μεγάλη πλειοψηφία Τουρκοκυπρίων είναι εναντίον.
Το μόνο σημείο σύγκλισης μεταξύ των δύο πλευρών στο κεφάλαιο του Εδαφικού είναι ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν θετικά τον καθορισμό διάφορων ομοσπονδιακών περιοχών, που δεν θα ανήκουν στο Ελληνοκυπριακό ή το Τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρο ενώ σε αυτές τις περιοχές δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα κατοικίας.
ΕΠΟΙΚΟΙ: Οι Ελληνοκύπριοι αναμένουν ότι οι περισσότεροι από τους έποικους που ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1974, περιλαμβανομένων και των απογόνων τους, θα πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία μετά από μια διευθέτηση, με μόνη ενδεχομένως εξαίρεση όσους έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους και τα παιδιά τέτοιων μικτών γάμων. Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν ότι οι έποικοι που έχουν ήδη ζήσει στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες με τις οικογένειες τους πρέπει να έχουν το δικαίωμα παραμονής μετά από μια διευθέτηση.
Το σημείο στο οποίο οι δύο κοινότητες συμφωνούν στο κεφάλαιο των εποίκων είναι ότι πολλές περιπτώσεις ατόμων που ήρθαν από την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν επιτρέποντάς τους να παραμείνουν μετά από μια διευθέτηση, αλλά μόνο με άδεια παραμονής και εργασίας -όχι ως υπήκοοι με δικαίωμα ψήφου.
ΜΕΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ: Και οι δύο κοινότητες έχουν εκφράσει συμφωνία σε αρκετά προτεινόμενα μέτρα και ειδικά στην αναστύλωση θρησκευτικών, ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων που είναι σημαντικά για κάθε κοινότητα. Και οι δύο κοινότητες αποδέχονται επίσης τον τερματισμό των καθημερινών αρνητικών δηλώσεων των πολιτικών ηγετών κατά της άλλης κοινότητας.
Και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στα οδοφράγματα. Σε αντίθεση, πακέτα που αφορούν ζητήματα σχετικά με απευθείας εμπόριο, απευθείας πτήσεις, Βαρώσια και πανεπιστήμια τείνουν να απορρίπτονται από την μια ή την άλλη κοινότητα. Παρά ταύτα, η πρόταση για άνοιγμα των Βαρωσίων ως μια διακοινοτική περιοχή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορούν να ζουν και να εργάζονται μαζί, θεωρείται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες.