Kαθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάιντς της Γερμανίας δρ Αντρέας Βετ, ο οποίος έχει διενεργήσει γεωμορφολογικές και γεωαρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της Ολυμπίας ισχυρίζεται τώρα, ότι η καταστροφή της δεν ήρθε από σεισμό, όπως πιστεύαμε αλλά από τσουνάμι και ίσως όχι ένα αλλά πολλά...
Σύμφωνα με τον Βετ το τσουνάμι έγινε τον 6ο μ. Χ. αιώνα, πλημμύρισε την κοιλάδα του Αλφειού και στη συνέχεια «ανέβηκε» στην Ολυμπία παρά το γεγονός, ότι βρίσκεται 33 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Σημαντικό όμως είναι, ότι στην αρχαιότητα η Ολυμπία απείχε 14 χιλιόμετρα - ίσως και λιγότερα - από τη θάλασσα και όχι 22 που είναι σήμερα.
Τα αποτέλεσμα των ερευνών του μάλιστα θα παρουσιάσει ο ίδιος σε διεθνές συνέδριο, που θα γίνει τον Σεπτέμβριο στην Κόρινθο σχετικά με τις ενεργές τεκτονικές πλάκες, τους σεισμούς και τη γεωλογία, την αρχαιολογία και τη μηχανική.
Ο δρ Βετ ως μέλος του Γεωγραφικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου «Johannes Gutenberg» του Μάιντς πραγματοποιεί έρευνα για τα «παλαιοτσουνάμι» των τελευταίων 11.000 ετών στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου εδώ και χρόνια. Και προκειμένου να καταλήξει σ΄αυτό το συμπέρασμα σχετικά με την καταστροφή της αρχαίας Ολυμπίας έκανε σειρά αναλύσεων στο υπέδαφός της (ιζηματολογικές, γεωχημικές, γεωμορφολογικές και γεωαρχαιολογικές) σύμφωνα με τις οποίες: Η σύνθεση των ιζημάτων της περιοχής δεν αντιστοιχεί στα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του ποταμού Κλαδέου, ο οποίος ευθυνόταν, όπως πιστεύαμε ως σήμερα, για τις πλημμύρες στο ιερό της Ολυμπίας.
Επιπλέον η μελέτη σε κοχύλια και σε κελύφη διαφόρων μικροοργανισμών που βρέθηκαν στην περιοχή αυτή σχετίζονται με την θάλασσα. Αλλά και η σύνθεση των αποθέσεων γύρω από την Ολυμπία ταυτίζεται, κατά τον ίδιο πάντα, με εκείνη των αποθέσεων από «παλαιοτσουνάμι» στην κοιλάδα του Αλφειού. Διότι το τσουνάμι που κατέστρεψε την Ολυμπία - πάντα κατά τον δρα Βετ, δεν ήταν το μοναδικό στην περιοχή αλλά ένα από τα πολλά των τελευταίων 7.000 ετών.
Δεν θα μπορούσε όμως να ήταν ένας ισχυρός σεισμός η αιτία; Ο δρ Αντρέας Βετ το αποκλείει! Γιατί σ΄αυτή την περίπτωση η πτώση των σπονδύλων του ναού του Διός θα έπρεπε να έχει γίνει με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που βλέπουμε σήμερα, όπως πιστεύει ο ίδιος. Οι σπόνδυλοι δηλαδή θα έπρεπε να βρίσκονται είναι ο ένας επάνω στον άλλο, και όχι ο ένας δίπλα στον άλλο σε αλληλουχία, σαν «επιπλέουν» πάνω στο έδαφος.
Σύμφωνα ωστόσο με ο, τι γνωρίζαμε ως σήμερα η αιτία της οριστικής καταστροφής του ιερού ήταν δύο μεγάλοι σεισμοί, που έγιναν το 522 και το 551 μ. Χ. (εδώ υπάρχει σύμπτωση με τον 6ο αιώνα, που αναφέρει ο Βετ) και είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των οικοδομημάτων, μεταξύ των οποίων και του ναού του Δία.
Η συνέχεια της θεωρίας θέλει το χώρο να καλύπτεται από τους πλημμυρισμένους ποταμούς Αλφειό και Κλαδέο αλλά και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου. Ο τόπος όλος, μαζί και τα ερείπια, καλύφθηκε τότε από επίχωση, που έφθανε τα επτά μέτρα. Αυτά ως τις πρώτες ανασκαφές, που έγιναν το 1829 από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής το στρατηγό Μεζόν, που αποκάλυψε τμήματα του ναού, πολλά από τα οποία μάλιστα μεταφέρθηκαν στο Λούβρο.
Ποια είναι όμως, η άποψη των ελλήνων επιστημόνων για την νέα θεωρία; Ο ομ. καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ηλίας Μαριολάκος με τον οποίο επικοινώνησε το «Βήμα» κρατά επί του παρόντος, και ώσπου να πληροφορηθεί όλα τα στοιχεία της μελέτης, στάση αναμονής. «Εχουν γίνει τσουνάμι στο Ιόνιο εξ αιτίας μεγάλων σεισμών στη θάλασσα, στα νότια της Πελοποννήσου μάλιστα στην Ελαφόνησο συγκεκριμένα, έχω παρατηρήσει ίχνη από τέτοιο φαινόμενο, αλλά για την Ολυμπία που βρίσκεται τόσο βαθιά στην ξηρά, διατηρώ επιφυλάξεις», λέει.
Οσο για το επιχείρημα, που διατυπώνει ο γερμανός καθηγητής - με τον οποίο άλλωστε γνωρίζεται προσωπικά - για τον τρόπο πτώσης των σπόνδυλων του ναού, πιστεύει ότι αν υπήρξε τσουνάμι, θα έπρεπε να έχουν πέσει με διαφορετική φορά.
Ας σημειωθεί ότι ο δρ Αντρέας Βετ έχει πραγματοποιήσει επίσης έρευνες και δημοσιεύσεις για την περιοχή του Δέλτα του ποταμού Αχελώου και του λιμανιού των Οινιάδων (2005) αλλά και για τις επιπτώσεις από τσουνάμι στην ακτογραμμή της Λευκάδας (2006).
Τα αποτέλεσμα των ερευνών του μάλιστα θα παρουσιάσει ο ίδιος σε διεθνές συνέδριο, που θα γίνει τον Σεπτέμβριο στην Κόρινθο σχετικά με τις ενεργές τεκτονικές πλάκες, τους σεισμούς και τη γεωλογία, την αρχαιολογία και τη μηχανική.
Ο δρ Βετ ως μέλος του Γεωγραφικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου «Johannes Gutenberg» του Μάιντς πραγματοποιεί έρευνα για τα «παλαιοτσουνάμι» των τελευταίων 11.000 ετών στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου εδώ και χρόνια. Και προκειμένου να καταλήξει σ΄αυτό το συμπέρασμα σχετικά με την καταστροφή της αρχαίας Ολυμπίας έκανε σειρά αναλύσεων στο υπέδαφός της (ιζηματολογικές, γεωχημικές, γεωμορφολογικές και γεωαρχαιολογικές) σύμφωνα με τις οποίες: Η σύνθεση των ιζημάτων της περιοχής δεν αντιστοιχεί στα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του ποταμού Κλαδέου, ο οποίος ευθυνόταν, όπως πιστεύαμε ως σήμερα, για τις πλημμύρες στο ιερό της Ολυμπίας.
Επιπλέον η μελέτη σε κοχύλια και σε κελύφη διαφόρων μικροοργανισμών που βρέθηκαν στην περιοχή αυτή σχετίζονται με την θάλασσα. Αλλά και η σύνθεση των αποθέσεων γύρω από την Ολυμπία ταυτίζεται, κατά τον ίδιο πάντα, με εκείνη των αποθέσεων από «παλαιοτσουνάμι» στην κοιλάδα του Αλφειού. Διότι το τσουνάμι που κατέστρεψε την Ολυμπία - πάντα κατά τον δρα Βετ, δεν ήταν το μοναδικό στην περιοχή αλλά ένα από τα πολλά των τελευταίων 7.000 ετών.
Δεν θα μπορούσε όμως να ήταν ένας ισχυρός σεισμός η αιτία; Ο δρ Αντρέας Βετ το αποκλείει! Γιατί σ΄αυτή την περίπτωση η πτώση των σπονδύλων του ναού του Διός θα έπρεπε να έχει γίνει με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που βλέπουμε σήμερα, όπως πιστεύει ο ίδιος. Οι σπόνδυλοι δηλαδή θα έπρεπε να βρίσκονται είναι ο ένας επάνω στον άλλο, και όχι ο ένας δίπλα στον άλλο σε αλληλουχία, σαν «επιπλέουν» πάνω στο έδαφος.
Σύμφωνα ωστόσο με ο, τι γνωρίζαμε ως σήμερα η αιτία της οριστικής καταστροφής του ιερού ήταν δύο μεγάλοι σεισμοί, που έγιναν το 522 και το 551 μ. Χ. (εδώ υπάρχει σύμπτωση με τον 6ο αιώνα, που αναφέρει ο Βετ) και είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των οικοδομημάτων, μεταξύ των οποίων και του ναού του Δία.
Η συνέχεια της θεωρίας θέλει το χώρο να καλύπτεται από τους πλημμυρισμένους ποταμούς Αλφειό και Κλαδέο αλλά και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου. Ο τόπος όλος, μαζί και τα ερείπια, καλύφθηκε τότε από επίχωση, που έφθανε τα επτά μέτρα. Αυτά ως τις πρώτες ανασκαφές, που έγιναν το 1829 από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής το στρατηγό Μεζόν, που αποκάλυψε τμήματα του ναού, πολλά από τα οποία μάλιστα μεταφέρθηκαν στο Λούβρο.
Ποια είναι όμως, η άποψη των ελλήνων επιστημόνων για την νέα θεωρία; Ο ομ. καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ηλίας Μαριολάκος με τον οποίο επικοινώνησε το «Βήμα» κρατά επί του παρόντος, και ώσπου να πληροφορηθεί όλα τα στοιχεία της μελέτης, στάση αναμονής. «Εχουν γίνει τσουνάμι στο Ιόνιο εξ αιτίας μεγάλων σεισμών στη θάλασσα, στα νότια της Πελοποννήσου μάλιστα στην Ελαφόνησο συγκεκριμένα, έχω παρατηρήσει ίχνη από τέτοιο φαινόμενο, αλλά για την Ολυμπία που βρίσκεται τόσο βαθιά στην ξηρά, διατηρώ επιφυλάξεις», λέει.
Οσο για το επιχείρημα, που διατυπώνει ο γερμανός καθηγητής - με τον οποίο άλλωστε γνωρίζεται προσωπικά - για τον τρόπο πτώσης των σπόνδυλων του ναού, πιστεύει ότι αν υπήρξε τσουνάμι, θα έπρεπε να έχουν πέσει με διαφορετική φορά.
Ας σημειωθεί ότι ο δρ Αντρέας Βετ έχει πραγματοποιήσει επίσης έρευνες και δημοσιεύσεις για την περιοχή του Δέλτα του ποταμού Αχελώου και του λιμανιού των Οινιάδων (2005) αλλά και για τις επιπτώσεις από τσουνάμι στην ακτογραμμή της Λευκάδας (2006).