Αβεβαιότητα συνεχίζει να επικρατεί σε σχέση με τη συμμετοχή ιδιωτών στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, καθώς πληθαίνουν οι εκτιμήσεις για απώλειες μεγαλύτερες του 21%, χωρίς ωστόσο να λείπουν και εκείνες που κάνουν λόγο για μικρότερες απώλειες.
Την πιο αισιόδοξη άποψη διατυπώνει η Barclays, ενώ στον αντίποδα είναι η άποψη της Rabobank International που υπολογίζει τις απώλειες μεταξύ 40% και 50%, χαρακτηρίζοντας «μη ρεαλιστικές» τις εκτιμήσεις για το 21%. Ανω του 21% ανεβάζει άλλωστε τις απώλειες και η JP Morgan, εκτιμώντας ότι μπορεί να φτάσουν έως και 34%.
Οι διαφορετικές εκτιμήσεις που υπάρχουν σε σχέση με το θέμα δεν έχουν εξασφαλίσει προς το παρόν το επιδιωκόμενο ποσοστό συμμετοχής ιδιωτών, που σύμφωνα με το IIF είναι το 90%. Μεταξύ των τραπεζών που δεν έχουν αποσαφηνίσει ακόμα τη στάση τους είναι η Marfin Popular Bank, η διοίκηση της οποίας αναμένει τις τελικές λεπτομέρειες για να καθορίσει τη στάση της. Υπενθυμίζεται ότι η Marfin έχει στο χαρτοφυλάκιό της ελληνικά ομόλογα αξίας 3,4 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά οι ελληνικές και κυπριακές τράπεζες έχουν στην κατοχή τους περίπου 40 δισ. ευρώ, η πλειονότητα των οποίων λήγει τους προσεχείς 24 έως 30 μήνες.
Απροθυμία σε σχέση με τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα εκφράζει και το FMS Wertmanagement, που έχει στην κατοχή του ομόλογα 7,4 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το FMS δεν ανήκει αμιγώς στον ιδιωτικό τομέα, καθώς πρόκειται για τον φορέα που συστάθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση για να αναλάβει τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία των Hypo Real Estate και της Depfa, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού Δημοσίου.
Το ίδιο άλλωστε ισχύει και στην περίπτωση των δύο ελληνικών τραπεζών, ATEbank και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με ομόλογα αξίας 7,8 δισ. ευρώ και 5,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι δύο τράπεζες δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιωτικός τομέας στον βαθμό που μέτοχός τους είναι το Δημόσιο.
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Institute of International Finance, η συμμετοχή στο πρόγραμμα αριθμεί 33 τράπεζες και ασφαλιστικές του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν στην κατοχή τους ομόλογα αξίας 135 δισ. ευρώ, όπως είναι ο στόχος του προγράμματος.
Αναλυτές της Barclays συγκρίνουν την περίπτωση της Ελλάδας με αυτή της Ουρουγουάης του 2003. Το ΔΝΤ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έθεσαν όριο συμμετοχής των ιδιωτών το 80%, για το πρόγραμμα διακράτησης του χρέους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ως απαραίτητη προϋπόθεση, προειδοποιώντας ότι η εναλλακτική λύση θα ήταν μια ανεξέλεγκτη πτώχευση. Η Barclays επισημαίνει μάλιστα ως κοινό χαρακτηριστικό των δύο χωρών την πρόσληψη του νομικού γραφείου Gottlieb αλλά και την πρόσληψη από τη Lazard (επίσης συμβούλου του ελληνικού Δημοσίου) του Μαρκ Γουόκερ που είχε εργαστεί για την Gottlieb.
Οι αναλυτές της Barclays εκτιμούν ότι οι απώλειες για τους ιδιώτες είναι χαμηλότερες του 21%, συνεκτιμώντας τη μείωση στο υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο τίτλων όσο και στις νέες εκδόσεις, που οδηγεί σε απόδοση της τάξης του 10%. Το ενδεχόμενο αποτυχίας λόγω της περιορισμένης συμμετοχής ιδιωτών θα οδηγήσει σε μία ακόμα πιο επιβαρυντική αναδιάρθρωση, προειδοποιεί η Barclays και για αυτό είναι λάθος να θεωρηθεί ως μια καθαρά εθελοντική πρωτοβουλία ιδιωτών. Η προσφορά προϋποθέτει ελάχιστη συμμετοχή το 90% σε συνδυασμό με την απειλή ενός πιστωτικού κινδύνου για όσους τελικώς δεν θα συμμετάσχουν, καταλήγει.
Οι διαφορετικές εκτιμήσεις που υπάρχουν σε σχέση με το θέμα δεν έχουν εξασφαλίσει προς το παρόν το επιδιωκόμενο ποσοστό συμμετοχής ιδιωτών, που σύμφωνα με το IIF είναι το 90%. Μεταξύ των τραπεζών που δεν έχουν αποσαφηνίσει ακόμα τη στάση τους είναι η Marfin Popular Bank, η διοίκηση της οποίας αναμένει τις τελικές λεπτομέρειες για να καθορίσει τη στάση της. Υπενθυμίζεται ότι η Marfin έχει στο χαρτοφυλάκιό της ελληνικά ομόλογα αξίας 3,4 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά οι ελληνικές και κυπριακές τράπεζες έχουν στην κατοχή τους περίπου 40 δισ. ευρώ, η πλειονότητα των οποίων λήγει τους προσεχείς 24 έως 30 μήνες.
Απροθυμία σε σχέση με τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα εκφράζει και το FMS Wertmanagement, που έχει στην κατοχή του ομόλογα 7,4 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το FMS δεν ανήκει αμιγώς στον ιδιωτικό τομέα, καθώς πρόκειται για τον φορέα που συστάθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση για να αναλάβει τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία των Hypo Real Estate και της Depfa, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού Δημοσίου.
Το ίδιο άλλωστε ισχύει και στην περίπτωση των δύο ελληνικών τραπεζών, ATEbank και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με ομόλογα αξίας 7,8 δισ. ευρώ και 5,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι δύο τράπεζες δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιωτικός τομέας στον βαθμό που μέτοχός τους είναι το Δημόσιο.
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Institute of International Finance, η συμμετοχή στο πρόγραμμα αριθμεί 33 τράπεζες και ασφαλιστικές του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν στην κατοχή τους ομόλογα αξίας 135 δισ. ευρώ, όπως είναι ο στόχος του προγράμματος.
Αναλυτές της Barclays συγκρίνουν την περίπτωση της Ελλάδας με αυτή της Ουρουγουάης του 2003. Το ΔΝΤ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έθεσαν όριο συμμετοχής των ιδιωτών το 80%, για το πρόγραμμα διακράτησης του χρέους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ως απαραίτητη προϋπόθεση, προειδοποιώντας ότι η εναλλακτική λύση θα ήταν μια ανεξέλεγκτη πτώχευση. Η Barclays επισημαίνει μάλιστα ως κοινό χαρακτηριστικό των δύο χωρών την πρόσληψη του νομικού γραφείου Gottlieb αλλά και την πρόσληψη από τη Lazard (επίσης συμβούλου του ελληνικού Δημοσίου) του Μαρκ Γουόκερ που είχε εργαστεί για την Gottlieb.
Οι αναλυτές της Barclays εκτιμούν ότι οι απώλειες για τους ιδιώτες είναι χαμηλότερες του 21%, συνεκτιμώντας τη μείωση στο υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο τίτλων όσο και στις νέες εκδόσεις, που οδηγεί σε απόδοση της τάξης του 10%. Το ενδεχόμενο αποτυχίας λόγω της περιορισμένης συμμετοχής ιδιωτών θα οδηγήσει σε μία ακόμα πιο επιβαρυντική αναδιάρθρωση, προειδοποιεί η Barclays και για αυτό είναι λάθος να θεωρηθεί ως μια καθαρά εθελοντική πρωτοβουλία ιδιωτών. Η προσφορά προϋποθέτει ελάχιστη συμμετοχή το 90% σε συνδυασμό με την απειλή ενός πιστωτικού κινδύνου για όσους τελικώς δεν θα συμμετάσχουν, καταλήγει.