«Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι ο πρώτος, ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού συναδέλφους σκηνοθέτες, που μπόρεσε να βγάλει την Ελλάδα έξω από τα σύνορά της. Και το έκανε μεταφέροντας στον κινηματογράφο τον Ευριπίδη και τον Καζαντζάκη, κάνοντάς τους αγαθό του διεθνούς κοινού, προβάλλοντας την ιδέα του ελληνισμού, όταν στην κοιτίδα του επί της ουσίας δεν υπήρχε καν σοβαρή κινηματογραφία».
Με αυτά τα λόγια ο δημοσιογράφος, Χρήστος Σιάφκος, που υπογράφει τη βιογραφία του Μιχάλη Κακογιάννη «Σε πρώτο πλάνο» (εκδ. Ψυχογιός) καλωσορίζει το 2009 τον αναγνώστη στην «υπέροχη» περιπέτεια ζωής του διεθνούς σκηνοθέτη.
Επαγγελματικά ο Μιχάλης Κακογιάννης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο θέατρο, ως Ηρώδης στη Σαλώμη του Όσκαρ Ουαΐλντ, το 1947. Ο ίδιος περιγράφει μοναδικά την σκηνή:
«Όλα διαδραματίστηκαν, όπως μπορείτε να τα φανταστείτε, ακόμα και ο Χορός των επτά πέπλων. Μου γδύθηκε σχεδόν τελείως η Σαλώμη, ή τουλάχιστον όσο επιτρεπόταν τότε. Έμεινε με ένα κιλοτάκι και δε θυμάμαι αν φορούσε καν σουτιέν. Λεγόταν Μπερνίς Ρούμπενς και έγινε στη συνέχεια διάσημη συγγραφεύς».
«Στη ζωή δεν είμαι καταπιεστικός, στη δουλειά όμως γίνομαι. Στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι δικτάτορας. Διοικείς πλήθος ανθρώπων, γίνεσαι Θεός κατά κάποιο τρόπο, αφού πλάθεις ζωή. Κι αυτή η ζωή αποκτά την οντότητα της πραγματικής. Επίσης, γίνεσαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν έχεις καιρό για κολακείες ή ψέμματα. Το πλάνο εργασίας πρέπει να ολοκληρώνεται στον τακτό χρόνο. Αν κατακρίνω για κάτι σήμερα τους νέους σκηνοθέτες, είναι γιατί δεν υπακούουν στους νόμους του κινηματογράφου και ξαφνικά μένουν χωρίς λεφτά. Εγώ γύριζα τις ταινίες σε επτά με οκτώ εβδομάδες. Δεν έβγαινα ποτέ από τον προϋπολογισμό. Αλλά βέβαια πρέπει να ξέρεις τι θέλεις, όταν αρχίζεις να δουλεύεις. Κι όσο για τις αποφάσεις, πρέπει να ξέρεις να τις παίρνεις στο δευτερόλεπτο».
«Στον αγνώμονα άνθρωπο δεν απαντώ καθόλου. 'Οσο για την κακεντρέχεια δε με νευριάζει, σίγουρα όμως με πληγώνει. Και αν το να είσαι καλός σημαίνει ότι είσαι δίκαιος και λειτουργείς σωστά, ναί, νομίζω πως είμαι καλός άνθρωπος».
«Ο ''Αττίλας 74'' δεν είναι μία ταινία που σκηνοθέτησα εγώ. Τη σκηνοθέτησε η Ιστορία κι εγώ απλώς κατέγραψα τα γεγονότα. 'Οσο καλύτερα μπορούσα και λειτουργώντας ως καθρέφτης τους. Μόλις έμαθα για την εισβολή, ότι οι Τούρκοι μάς είχαν μαχαιρώσει στην πλάτη, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να πάω και να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Δεν ήμουν, όμως, ικανός να χρησιμοποιήσω άλλο όπλο εκτός της κινηματογραφικής μηχανής. Και μ΄αυτή πολέμησα τελικά».
Επαγγελματικά ο Μιχάλης Κακογιάννης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο θέατρο, ως Ηρώδης στη Σαλώμη του Όσκαρ Ουαΐλντ, το 1947. Ο ίδιος περιγράφει μοναδικά την σκηνή:
«Όλα διαδραματίστηκαν, όπως μπορείτε να τα φανταστείτε, ακόμα και ο Χορός των επτά πέπλων. Μου γδύθηκε σχεδόν τελείως η Σαλώμη, ή τουλάχιστον όσο επιτρεπόταν τότε. Έμεινε με ένα κιλοτάκι και δε θυμάμαι αν φορούσε καν σουτιέν. Λεγόταν Μπερνίς Ρούμπενς και έγινε στη συνέχεια διάσημη συγγραφεύς».
«Στη ζωή δεν είμαι καταπιεστικός, στη δουλειά όμως γίνομαι. Στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι δικτάτορας. Διοικείς πλήθος ανθρώπων, γίνεσαι Θεός κατά κάποιο τρόπο, αφού πλάθεις ζωή. Κι αυτή η ζωή αποκτά την οντότητα της πραγματικής. Επίσης, γίνεσαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν έχεις καιρό για κολακείες ή ψέμματα. Το πλάνο εργασίας πρέπει να ολοκληρώνεται στον τακτό χρόνο. Αν κατακρίνω για κάτι σήμερα τους νέους σκηνοθέτες, είναι γιατί δεν υπακούουν στους νόμους του κινηματογράφου και ξαφνικά μένουν χωρίς λεφτά. Εγώ γύριζα τις ταινίες σε επτά με οκτώ εβδομάδες. Δεν έβγαινα ποτέ από τον προϋπολογισμό. Αλλά βέβαια πρέπει να ξέρεις τι θέλεις, όταν αρχίζεις να δουλεύεις. Κι όσο για τις αποφάσεις, πρέπει να ξέρεις να τις παίρνεις στο δευτερόλεπτο».
«Στον αγνώμονα άνθρωπο δεν απαντώ καθόλου. 'Οσο για την κακεντρέχεια δε με νευριάζει, σίγουρα όμως με πληγώνει. Και αν το να είσαι καλός σημαίνει ότι είσαι δίκαιος και λειτουργείς σωστά, ναί, νομίζω πως είμαι καλός άνθρωπος».
«Ο ''Αττίλας 74'' δεν είναι μία ταινία που σκηνοθέτησα εγώ. Τη σκηνοθέτησε η Ιστορία κι εγώ απλώς κατέγραψα τα γεγονότα. 'Οσο καλύτερα μπορούσα και λειτουργώντας ως καθρέφτης τους. Μόλις έμαθα για την εισβολή, ότι οι Τούρκοι μάς είχαν μαχαιρώσει στην πλάτη, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να πάω και να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Δεν ήμουν, όμως, ικανός να χρησιμοποιήσω άλλο όπλο εκτός της κινηματογραφικής μηχανής. Και μ΄αυτή πολέμησα τελικά».