26 Αυγούστου 2011

Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος: Να Ευχώμεθα ότι δεν θα θελήση Κανείς Ευρωπαϊκός Λαός να Διεκδικήση Ηγεμονίαν

του Τάκη Μαχαίρα,
Πολιτικός Επιστήμονας, Σύμβουλος Πολιτικής & Επικοινωνιακής Στρατηγικής

Ο ακαδημαϊκός Ιωάννης Ν Θεοδωρακόπουλος (1900-1981), υπήρξε ένας από τους κορυφαίους στοχαστές του Νέου Ελληνισμού. Πνεύμα πολυμερές και ανήσυχο, με σκέψη αδέσμευτη και αδογμάτιστη, ουδέποτε ενέδωσε στη γοητεία του οποιουδήποτε «-ισμού» του συρμού.

Βαθύς γνώστης τη αρχαίας ελληνικής, αλλά και της σύγχρονης ευρωπαϊκής, φιλοσοφίας, αρνήθηκε την ευκολία της ένταξης σε ένα αυτοαναφερόμενο «κλειστό» σύστημα σκέψης και στάθηκε κριτικά απέναντι σε κάθε είδους κοσμοθεωρητικές απολυτολογίες ή αυτάρεσκες εξ αποκαλύψεως «αλήθειες», υπερασπιζόμενος σε ολόκληρη τη ζωή του την ελευθερία του στοχασμού και την αφαλκίδευτη αναζήτηση, που θεωρούσε πως αποτελούσαν την πεμπτουσία της παρακαταθήκης του Ελληνικού πνεύματος στον κόσμο.

Καταφάσκοντας ενσυνείδητα την Ελληνικότητα, χωρίς ξενηλασία ή ξενομανία, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος ήταν ταυτόχρονα ένας ένθερμος Ευρωπαϊστής, καθώς φρονούσε ότι μόνο ενωμένοι οι λαοί της Ευρώπης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις του μέλλοντος που ετίθεντο ενώπιον τους. Έχοντας αφομοιώσει την πικρή για τους Ευρωπαϊκούς λαούς εμπειρία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, τους οποίους θεωρούσε ότι «ήσαν κατ’ ουσίαν εμφύλιοι πόλεμοι των Ευρωπαίων», ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος σε μια σχεδόν προφητική ομιλία του, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις 27 Φεβρουαρίου 1963, οριοθέτησε ως προαπαιτούμενα για την κατ’ εκείνον αναγκαία Ευρωπαϊκή Ενοποίηση την αποφυγή από μέρους οποιουδήποτε Ευρωπαϊκού λαού, οσοδήποτε ισχυρός και αν είναι αυτός, της διεκδίκησης της ηγεμονίας έναντι των άλλων λαών, καθώς και τη διατήρηση της ποικιλίας του πνεύματος, που θεωρούσε ότι είναι «η δύναμις της Ευρώπης».

Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, που το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης φαίνεται ότι βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς και οι ηγεμονικές διαθέσεις εκ μέρους κάποιων κρατών έχουν κάνει την εμφάνισή τους, αλλά και τάσεις ομοιομορφοποίησης δείχνουν να επικρατούν σε διάφορους ιθύνοντες Ευρωπαϊκούς κύκλους, απειλώντας να υπονομεύσουν μακροπρόθεσμα το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, η παράθεση των απόψεων γύρω από τα ζητήματα αυτά του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, είναι ίσως περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ. (Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρμένο από το βιβλίο του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, «Ευρώπη και Σοσιαλισμός», β΄ έκδοση, Αθήνα 1982, χωρίς αναφορά εκδοτικού οίκου).

«Άλλο μέγα προνόμιον του ελληνικού πνεύματος υπήρξε και είναι το αδογμάτιστον. Το αδογμάτιστον τούτο επέτρεψε εις το ελληνικόν πνεύμα να ανανεώνεται συνεχώς, να είναι πάντοτε νέον. Επίσης αυτό το αδογμάτιστον χαρακτηρίζει και το όλον πνεύμα της Ευρώπης, μολονότι βεβαίως υπήρξαμεν μάρτυρες κατά τον δεύτερον Παγκόσμιον πόλεμον σκληρών και φρικτών δογματικών συστημάτων, τα οποία όμως η πυρά του πολέμου κατέστρεψε. Με αυτό το αδογμάτιστον ανανεώνεται συνεχώς και το ευρωπαϊκόν πνεύμα. Αντιθέτως, όλα τα Ασιατικά πνεύματα είναι δογματικά και διά τούτον τον λόγον γηραλέα. Δι’ αυτό εις την Ασίαν οι αιώνες και αι χιλιετηρίδες είναι ωσάν να μη κινούνται, ενώ εις την Ελλάδα και την Ευρώπην κινούνται τα πάντα. Εις την Ελλάδα μάλιστα κινούνται ανά πάσαν στιγμήν τα πάντα. Και διά τούτο ακριβώς είναι δύσκολη η ζωή εις την Ελλάδα, διότι διαρκώς αναθεωρούνται εδώ τα πάντα, κρίνονται και ελέγχονται τα πάντα. Δι’ αυτό και κανένα δόγμα δεν ήτο δυνατόν να επιβληθή επί μακρόν και εις τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ούτε με τον πόλεμο ούτε με την βίαν κατώρθωσε κανείς από τους ευρωπαϊκούς λαούς να επιβληθή εις τους άλλους ολοκληρωτικώς. Επεχείρησαν διάφοροι ευρωπαϊκοί λαοί να κατακτήσουν τους άλλους, Γάλλοι, Γερμανοί, ουδείς όμως το κατώρθωσε παρά προσκαίρως. Πρέπει να ευχώμεθα ότι η σκληρά πείρα του παρελθόντος πολέμου θα διδάξη πολλά τους ευρωπαϊκούς λαούς, δηλαδή ότι δεν θα θελήση κανείς ευρωπαϊκός λαός, όσον μεγάλος και αν είναι, να επιβληθή εις τους άλλους, ή να διεκδικήση ηγεμονίαν.

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ήσαν κατ’ ουσίαν εμφύλιοι πόλεμοι των Ευρωπαίων και έφεραν την καταστροφήν της Ευρώπης και την απώλειαν της υπερπόντιας ακτινοβολίας της Ευρώπης. Εν τούτοις η Ευρώπη παραμένει μέχρι σήμερον η μήτρα όλης της ιστορίας της γης. Και παραμένει, διότι όλοι οι λαοί, έστω και αν την φθονούν, κατά βάθος δεν θέλουν τίποτε άλλο παρά να γίνουν όπως οι ευρωπαϊκοί λαοί. Δεν επιδιώκουν τίποτε άλλο παρά να έχουν την ζωήν αυτήν την οποίαν έχουν οι Ευρωπαίοι. Όλοι ανεξαιρέτως, όλων των χρωμάτων και όλων των δογμάτων, – τούτο είναι κατάδηλον και από τα λεγόμενά των – δεν επιθυμούν τίποτε άλλο παρά να φθάσουν εις την στάθμην της ζωής των ευρωπαϊκών λαών. Μέσα εις αυτούς φυσικά είναι και οι υπερπόντιοι ευρωπαϊκοί λαοί, η Αμερική, ο Καναδάς κ.ο.κ. Παρά την καταστροφήν και παρά την απώλειαν της πέραν από τον πόντον ακτινοβολίας, η Ευρώπη έχει δυνάμεις βιολογικάς και πνευματικάς ανυπολογίστους, τεραστίας. Δεν το λέγω αυτό τώρα, όπου είναι εμφανής η αναδημιουργία της Ευρώπης, το είπα προ 15 ετών και το έγραψα εις μίαν σειράν άρθρων, όταν η Ευρώπη ήτο κάτω από τα ερείπια του πολέμου. Έχει τεραστίαν ζωτικότητα η Ευρώπη. Και αρνητική, δυστυχώς, απόδειξις της ζωτικότητος είναι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.

Ο σχηματισμός του όγκου της κομμουνιστικής δυνάμεως από το ένα μέρος και η απίστευτος ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών από το άλλον, ηνάγκασε την Ευρώπην, μετά τον πόλεμον, να αρχίση να σκέπτεται διά την ένωσίν της. Χωρίς αυτήν την διπλήν πίεσιν, πίεσιν αρνητικήν – από Ανατολάς – και θετικήν – από Δυσμάς – δεν θα εσκέπτετο η Ευρώπη ποτέ να ενωθή. Κήρυκες διά την ένωσιν υπήρξαν πολλοί. Επί κεφαλής όλων, με επίγνωσιν του βάθους των δυσκολιών, όπως είπα εξ αρχής, ήτο ο Νίτσε, ο οποίος είδε όλας τας αδυναμίας, όλας τας ασθενείας της Ευρώπης και προείδε την εσωτερικήν της κατάρρευσιν.

Όμως η ένωσις αυτή έχει – ή τουλάχιστον πρέπει να έχη κατά την γνώμην μου – όλως διαφορετικόν χαρακτήρα από τας άλλας ενώσεις. Ούτε η Σοβιετική Ένωσις, ούτε η Ένωσις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι δυνατόν ν’ αποτελέσουν υπόδειγμα διά την ένωσιν της Ευρώπης. Και εις την Αμερικήν και εις την Ρωσσίαν, παρά τας διαφοράς, το ιδανικόν είναι η τυποποίησις, η εξομοίωσις όλων προς όλους, η μονοτυπία θα έλεγα.

Η ποικιλία του πνεύματος όμως είναι η δύναμις της Ευρώπης. Η εξομοίωσις εδώ δεν θα ήτο λύσις του προβλήματος, διότι η εξομοίωσις θα ωδήγει εις την επιπέδωσιν του ευρωπαϊκού πνεύματος. Όταν όμως η Ευρώπη επιπεδώση το πνεύμα της, όταν εξομοιωθούν όλοι με όλους, τότε βεβαίως θα κινδυνεύση ασφαλώς να χάση την υπόστασίν της. Και τούτο σημαίνει θα κινδυνεύση ν’ απορροφηθή αυτομάτως από την Ασίαν. Ο μέγας κίνδυνος διά την Ευρώπην είναι λοιπόν η ομοιομορφία τυχόν της ζωής της. Συνεπώς καλός Ευρωπαίος είναι εκείνος, ο οποίος αναγνωρίζει την διαφοράν των ευρωπαϊκών λαών, εργάζεται όμως διά τα κοινά συμφέροντά των.

Υπάρχει όμως μέσα εις την ποικιλίαν αυτήν των λαών και εις την διαφοράν κάτι βαθύτατα κοινόν, εκτός του κοινού συμφέροντος, υπάρχει ο ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος αναδύεται από τους κόλπους του καθενός λαού. Αυτός είναι ο δημιουργός του πνεύματος του λαού, είτε είναι καλλιτέχνης, είτε επιστήμων, είτε πολιτικός, είτε φιλόσοφος. Αυτός αναγνωρίζει την συγγένειαν, την οποίαν έχουν προς αυτόν τα πνεύματα των άλλων ευρωπαϊκών λαών. Τοιουτοτρόπως, από την διαφοράν και την ποικιλίαν, ακόμη όμως και από την αντίθεσιν, δημιουργείται η σύνθεσις, η αρμονία των πνευμάτων. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονώμεν ότι η διαμόρφωσις των ευρωπαϊκών λαών έγινε ακριβώς με την πάλην αναμεταξύ των, έγινε με τον συνεχή αγώνα, τον οποίον οι λαοί αυτοί ήνοιγαν μεταξύ των. Ούτε η πνευματική του ζωή, ούτε η πολιτική του ζωή, ούτε η οικονομική του ζωή νοείται δίχως την ζωήν των άλλων. Οι Ευρωπαϊκοί λαοί έχουν ο καθείς των χωριστήν προσωπικότητα, ηθικήν και πνευματικήν, και έχουν σχηματισθή με αγώνας ο ένας εναντίον του άλλου. Κάποτε ήτο η Ευρώπη ηνωμένη, εις τον Μεσαίωνα, και υπήρχε και μία γλώσσα, η λατινική. Όμως κάθε λαός έχει την γλώσσαν του, και όχι απλώς την γλώσσαν του, αλλά κάθε λαός έχει εις την γλώσσαν αποθησαυρίσει ένα τεράστιον θησαυρόν πνεύματος. Κάθε λαός έχει ένα όργανον, όπως είναι η γλώσσα, με το οποίον μάχεται και με το οποίον επιζή. Διά να κατανοήση κανείς την σημερινήν πραγματικότητα της Ευρώπης, αλλά και γενικώς του κόσμου πρέπει να έχη εις τον νουν του σταθερώς ότι η Ιστορία εργάζεται πάντοτε με λαούς. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος, την οποία ευρήκε η Ιστορία μέχρι τούδε, και με την οποίαν εργάζεται. Με λαούς πάντοτε ειργάσθη και με λαούς εργάζεται τώρα. …»