Στις 6 Φεβρουαριου1921 έγινε στο Λονδίνο η πρώτη συνδιάσκεψη των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) στην οποία συμμετείχε η Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον τότε πρωθυπουργό Καλογερόπουλο. Την Ελληνική στρατιά της Μ. Ασίας αντιπροσώπευε ο αντ/σχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ως ειδικός σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα που αφορούσαν το μέτωπο. Ο Σαρηγιάννης είχε κάνει λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό, ήταν απόφοιτος της σχολής Πολέμου της Γαλλίας, εθεωρείτο άριστος επιτελικός, είχε προαχθεί επ΄ανδραγαθία στην μάχη του Σκρα το 1917, ενώ ήταν υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στην Μικρά Ασία επί Βενιζέλου.
Γενικά είχε ιδιαίτερη σύνδεση με τον επιτελάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο του οποίου ήταν προστατευόμενος, αλλά δεν αντικαταστάθηκε μετά την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου, καθώς η Κυβέρνηση θεώρησε πως έπρεπε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος με την προηγούμενη ανώτατη διοίκηση που τα περισσότερα μέλη της είτε είχαν παραιτηθεί (Παρασκευόπουλος), είτε είχαν αυτομολήσει ενώπιον του εχθρού πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη (Κονδύλης, Ιωάννου, Ζαφειρίου κτλ) που βρισκόταν υπό διεθνή Αρμοστεία.
Ο Σαρηγιάννης στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε ως ο κύριος στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ερωτώμενος σχετικά με τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού, προσπάθησε να πείσει ότι ο Ελληνικός στρατός (80.000 άνδρες τότε) είχε τις δυνάμεις να συντρίψει τον Κεμάλ εντός τριών μηνών βαδίζοντας αν χρειαζόταν και πέραν της Άγκυρας. Ο Αρχιστράτηγος της Γαλλίας Foch νικητής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που παρευρισκόταν στις συσκέψεις δήλωσε πως χρειάζονταν 27 μεραρχίες για την επιχείρηση. Ο Σαρηγιάννης απτόητος βεβαίωνε τους Βρετανούς ιθύνοντες (ναύαρχος Κάρρ) πως ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση. Ο Δημήτριος Γούναρης που εν τω μεταξύ είχε επίσης έρθει στο Λονδίνο μετά από πρόσκληση της Συνδιάσκεψης, ακολούθησε τις συμβουλές του Σαρηγιάννη, θεωρώντας πως η επικείμενη στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο θα ενδυνάμωνε διπλωματικά την Ελλάδα. Να σημειωθεί πως ο διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας υποστράτηγος Παπούλας μετέπειτα μάρτυρας κατηγορίας στην παρωδία δίκης των "εξ", δεν εκδήλωσε αντίθεση στην επιχείρηση. Αντίθεση εκδήλωσε ο υποστράτηγος Γουβέλης που παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, αλλά και ο απόστρατος Βίκτωρ Δούσμανης. Αμφότεροι με εκθέσεις τους προς την Κυβέρνηση ζητούσαν την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες πριν την περαιτέρω προέλαση, καθώς ορθώς επεσήμαναν την ενδυνάμωση του εχθρού.
Ο Σαρηγιάννης στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε ως ο κύριος στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ερωτώμενος σχετικά με τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού, προσπάθησε να πείσει ότι ο Ελληνικός στρατός (80.000 άνδρες τότε) είχε τις δυνάμεις να συντρίψει τον Κεμάλ εντός τριών μηνών βαδίζοντας αν χρειαζόταν και πέραν της Άγκυρας. Ο Αρχιστράτηγος της Γαλλίας Foch νικητής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που παρευρισκόταν στις συσκέψεις δήλωσε πως χρειάζονταν 27 μεραρχίες για την επιχείρηση. Ο Σαρηγιάννης απτόητος βεβαίωνε τους Βρετανούς ιθύνοντες (ναύαρχος Κάρρ) πως ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση. Ο Δημήτριος Γούναρης που εν τω μεταξύ είχε επίσης έρθει στο Λονδίνο μετά από πρόσκληση της Συνδιάσκεψης, ακολούθησε τις συμβουλές του Σαρηγιάννη, θεωρώντας πως η επικείμενη στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο θα ενδυνάμωνε διπλωματικά την Ελλάδα. Να σημειωθεί πως ο διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας υποστράτηγος Παπούλας μετέπειτα μάρτυρας κατηγορίας στην παρωδία δίκης των "εξ", δεν εκδήλωσε αντίθεση στην επιχείρηση. Αντίθεση εκδήλωσε ο υποστράτηγος Γουβέλης που παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, αλλά και ο απόστρατος Βίκτωρ Δούσμανης. Αμφότεροι με εκθέσεις τους προς την Κυβέρνηση ζητούσαν την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες πριν την περαιτέρω προέλαση, καθώς ορθώς επεσήμαναν την ενδυνάμωση του εχθρού.
Οι συμβουλές και η επιμονή του Σαρηγιάννη και το διπλωματικό αδιέξοδο του Λονδίνου, παρέσυραν την Κυβέρνηση και οδήγησαν στην αποτυχημένη επίθεση του Μαρτίου του 1921, όπου ο Ελληνικός στρατός είχε απώλειες 5.000 νεκρούς αγνοούμενους και τραυματίες. Το ηθικό των Κεμαλιστών ανέβηκε χάρις την νίκη αυτή και εκατοντάδες Τούρκοι αξιωματικοί έσπευδαν να ενισχύσουν τον Κεμάλ, ενώ σπουδαίος ήταν και ο διεθνής αντίκτυπος της αποτυχίας. Μετά την αποτυχία αυτή η κυβέρνηση δεν αποστράτευσε αμέσως τον Σαρηγιάννη, αλλά ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην επίθεση προς την Κιουτάχεια και το Εσκή Σεχίρ, αλλά κυρίως και στην τελική μοιραία προέλαση προς την Άγκυρα. Στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας (μια από τις δραματικότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας), ο Σαρηγιάννης υποστήριξε με θέρμη την προέλαση προς την Άγκυρα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο Κεμάλ είχε ήδη συντριβεί και η νίκη ήταν εξασφαλισμένη.
Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αγορεύει στην "δίκη" των εξ |
Ο Σαρηγιάννης αποστρατεύθηκε έξι μήνες (πολύ αργά πλέον) πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν την "δίκη" των "εξ" και ενώ η Ελλάδα "καιγόταν" από την Μικρασιατική Καταστροφή, τους πρόσφυγες και τον κοινωνικο-οικονομικό αναβρασμό, ο Σαρηγιάννης επανήλθε στο στράτευμα από τον Πάγκαλο και την "επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά" με προαγωγή για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ως τότε. Ο Πάγκαλος τον κάλεσε και ως μάρτυρα στην προανάκριση της δίκης, αλλά δυστυχώς δεν σώζεται η κατάθεση του καθώς τα αρχεία της προανάκρισης καταστράφηκαν με ύποπτο τρόπο από την "επαναστατική κυβέρνηση" Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση (δολοφονία) των "εξι". Περιέργως ο Σαρηγιάννης δεν συμμετείχε ως μάρτυρας στην "δίκη" (ούτε και ως κατηγορούμενος ως μάλλον θα όφειλε κατά την γνώμη μας). Η υπεράσπιση του Χατζηανέστη (σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής) ζήτησε με αίτημα της να εξεταστεί σε αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο, αλλά ο "πρόεδρος" της έδρας Οθωναίος καταπατώντας τους πλέον στοιχειώδεις νομικούς κανόνες, αρνήθηκε αναιτιολόγητα να τον καλέσει ως μάρτυρα, αλλά ακόμη και να διαβάσει την κατάθεση του από την έδρα.
Το καλοκαίρι του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος αφού την προανήγγειλε από τις στήλες των εφημερίδων, επιβάλλει την δικτατορία του, με την συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, γεγονός πρωτοφανές στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η βασικότερη πρόθεση του Παγκάλου σύμφωνα με άρθρα και δηλώσεις του, ήταν η επανάληψη του πολέμου (revanche) με την Τουρκία. Ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τον επικείμενο πόλεμο που θα ξεκινούσε με επίθεση στον Έβρο, επέλεξε (ποιόν άλλον;) τον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη (μάλλον θα εκτίμησε τις επιδόσεις του στον Μικρασιατικό πόλεμο), στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την ανασύνταξη του Ελληνικού στρατού και την προετοιμασία του για πόλεμο με την Τουρκία. Μετά την πτώση της Παγκαλικής δικτατορίας, ο Σαρηγιάννης αποστρατεύεται εκ νέου από την Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων Παγκαλικών αξιωματικών. Στην Κατοχή συναντούμε τον στρατηγό πλέον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη να διαπραγματεύεται σκληρά με το ΕΑΜ για αρχικά να αναλάβει την διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ και λίγο μετά μια "μεραρχία" του ΕΛΑΣ. Τελικώς ορίστηκε υποδιοικητής του ΕΛΑΣ υπό τον Στέφανο Σαράφη (μην μείνει αναξιοποίητος τέτοιος "μέγας στρατάρχης") και μάλιστα στάλθηκε ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που προέκυψε από την Συνδιάσκεψη, συμμετείχε ως υφυπουργός στρατιωτικών και ήταν επίσης ένας από τους υπουργούς της αριστεράς που παραιτήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παραίτηση που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση και στα αιματηρά "Δεκεμβριανά" που αιματοκύλισαν την Αθήνα.
Συμπέρασμα
Η άποψη μας για την "δίκη" των "εξ" έχει εκφραστεί τεκμηριωμένα πολλές φορές στο παρελθόν με αρκετές δημοσιεύσεις. Η περίπτωση Σαρηγιάννη και η κραυγαλέα απουσία του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση για τον στημένο και προαποφασισμένο χαρακτήρα της "δίκης" που αποτέλεσε την πλήρη γελοιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, για την συντεχνιακή υπεράσπιση των πραξικοπηματιών στρατιωτικών (Πάγκαλος, Πλαστήρας, Γονατάς, Οθωναίος) υπέρ άλλων συναδέλφων τους (Σαρηγιάννης). Υπάρχουν επίσης και βάσιμες υποψίες ότι οι σχέσεις Παγκάλου - Σαρηγιάννη διατηρήθηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ πολλοί συνδέουν τις σχέσεις αυτές με τις περίεργες εισηγήσεις του Σαρηγιάννη κατά το κρίσιμο πολεμικό έτος του 1921 (δεν υπάρχουν πάντως σοβαρά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο).
Προφανώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σαρηγιάννης εσκεμμένα συμβούλεψε εσφαλμένα για να οδηγήσει την Ελληνική στρατιά στην ήττα και στον όλεθρο. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για Έλληνα αξιωματικό του στρατού και ούτε εμείς υιοθετούμε μια τέτοια κατηγορία. Για τους "έξ" αθώους που εκτελέστηκαν (δολοφονήθηκαν) υπήρχαν άραγε τέτοιες αποδείξεις;
Το καλοκαίρι του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος αφού την προανήγγειλε από τις στήλες των εφημερίδων, επιβάλλει την δικτατορία του, με την συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, γεγονός πρωτοφανές στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η βασικότερη πρόθεση του Παγκάλου σύμφωνα με άρθρα και δηλώσεις του, ήταν η επανάληψη του πολέμου (revanche) με την Τουρκία. Ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τον επικείμενο πόλεμο που θα ξεκινούσε με επίθεση στον Έβρο, επέλεξε (ποιόν άλλον;) τον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη (μάλλον θα εκτίμησε τις επιδόσεις του στον Μικρασιατικό πόλεμο), στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την ανασύνταξη του Ελληνικού στρατού και την προετοιμασία του για πόλεμο με την Τουρκία. Μετά την πτώση της Παγκαλικής δικτατορίας, ο Σαρηγιάννης αποστρατεύεται εκ νέου από την Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων Παγκαλικών αξιωματικών. Στην Κατοχή συναντούμε τον στρατηγό πλέον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη να διαπραγματεύεται σκληρά με το ΕΑΜ για αρχικά να αναλάβει την διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ και λίγο μετά μια "μεραρχία" του ΕΛΑΣ. Τελικώς ορίστηκε υποδιοικητής του ΕΛΑΣ υπό τον Στέφανο Σαράφη (μην μείνει αναξιοποίητος τέτοιος "μέγας στρατάρχης") και μάλιστα στάλθηκε ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που προέκυψε από την Συνδιάσκεψη, συμμετείχε ως υφυπουργός στρατιωτικών και ήταν επίσης ένας από τους υπουργούς της αριστεράς που παραιτήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παραίτηση που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση και στα αιματηρά "Δεκεμβριανά" που αιματοκύλισαν την Αθήνα.
Συμπέρασμα
Η άποψη μας για την "δίκη" των "εξ" έχει εκφραστεί τεκμηριωμένα πολλές φορές στο παρελθόν με αρκετές δημοσιεύσεις. Η περίπτωση Σαρηγιάννη και η κραυγαλέα απουσία του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση για τον στημένο και προαποφασισμένο χαρακτήρα της "δίκης" που αποτέλεσε την πλήρη γελοιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, για την συντεχνιακή υπεράσπιση των πραξικοπηματιών στρατιωτικών (Πάγκαλος, Πλαστήρας, Γονατάς, Οθωναίος) υπέρ άλλων συναδέλφων τους (Σαρηγιάννης). Υπάρχουν επίσης και βάσιμες υποψίες ότι οι σχέσεις Παγκάλου - Σαρηγιάννη διατηρήθηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ πολλοί συνδέουν τις σχέσεις αυτές με τις περίεργες εισηγήσεις του Σαρηγιάννη κατά το κρίσιμο πολεμικό έτος του 1921 (δεν υπάρχουν πάντως σοβαρά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο).
Προφανώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σαρηγιάννης εσκεμμένα συμβούλεψε εσφαλμένα για να οδηγήσει την Ελληνική στρατιά στην ήττα και στον όλεθρο. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για Έλληνα αξιωματικό του στρατού και ούτε εμείς υιοθετούμε μια τέτοια κατηγορία. Για τους "έξ" αθώους που εκτελέστηκαν (δολοφονήθηκαν) υπήρχαν άραγε τέτοιες αποδείξεις;
Ι. Β. Δ.
ΠΗΓΕΣ
Γεράσιμος Βασιλάτος, Η δίκη των "εξ"
Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στην Μικρά Ασία
Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επίτομος Ιστορία της Μικρασιατικής εκστρατείας
Ιωάννη Πασσά, η αγωνία ενός έθνους
http://www.istorikathemata.com/2011/08/blog-post_05.html