«Αναμενόμενη και δικαιολογημένη» χαρακτηρίζει την υποβάθμιση των ΗΠΑ από τη Standard & Poor’s η Citi, μία υποβάθμιση που θα έπρεπε να είχε γίνει από το 2009, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου έχει χάσει τον έλεγχο των δημοσιονομικών της μεγεθών ήδη από το 2001, από την έναρξη δηλαδή της πρώτης προεδρικής θητείας του G. W. Bush.
Μάλιστα, η Citi σχολιάζει ότι δεν έχει σημασία αν η S&P τήρησε τα κριτήρια που η ίδια είχε θέσει σε παλαιότερη προειδοποίησή της για την υποβάθμιση των ΗΠΑ, καθώς η αμερικανική οικονομία βρισκόταν σε μη βιώσιμη πορεία ακόμα και πριν συμφωνηθεί τελικά η αύξηση του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους, ενώ «τίποτα από όσα συμφωνήθηκαν παράλληλα με την αύξηση χρέους δεν σηματοδοτεί ουσιώδη αξιόπιστη αλλαγή πορείας».
«Η απουσία επιπρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής ‘σύσφιξης’ από σήμερα έως το 2012 ίσως αποτελεί καλό νέο από την πλευρά της οικονομικής δραστηριότητας, αν κάποιος θεωρήσει δεδομένη την πίστη των αγορών στην ικανότητα και τη θέληση των ΗΠΑ να μην κηρύξουν στάση πληρωμών ή να μην ‘πληθωρίσουν’ το πραγματικό βάρος του χρέους τους» σημειώνει η Citi και προσθέτει:
«Αυτή η πίστη όμως, εξαρτάται από την αξιοπιστία των ΗΠΑ και υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι αυτή η αξιοπιστία έχει υπονομευτεί μετά από χρόνια πολιτικής παράλυσης. Αν, όπως φοβόμαστε, η αξιοπιστία έχει διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η μεγάλη και εμπροσθοβαρής δημοσιονομική προσαρμογή να καθίσταται ο μοναδικός τρόπος για τη διατύπωση αξιόπιστων δεσμεύσεων για το μέλλον, τότε η μετάθεση όλων των επώδυνων δημοσιονομικών μέτρων για μετά το 2012 ίσως να μην αποτελεί έξυπνη κίνηση, ακόμα και από την πλευρά της βραχυπρόθεσμης πραγματικής ζήτησης και οικονομικής δραστηριότητας».
Όπως εκτιμά η Citi, το αργότερο έως το Νοέμβριο τόσο η Moody’s όσο και η Fitch θα έχουν προχωρήσει σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ, ακολουθώντας την κίνηση της S&P, καθώς τότε είναι προγραμματισμένο να λήξει (χωρίς επιτυχία, όπως εκτιμά ο οίκος) η διαπραγμάτευση για το χρέος.
H εξελιξη της αναλογίας χρέους/ ΑΕΠ των ΗΠΑ (1970 - 2010)
Προς ένα G-7* χωρίς “AAA”
Η Γαλλία, αντιμέτωπη με υψηλό χρέος και δημόσιο έλλειμμα και με εσωτερικές αντιδράσεις απέναντι σε περικοπές του -μεγάλου ακόμα και για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- συστήματος κοινωνικών παροχών, πιθανότατα είναι η χώρα του G-&με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να χάσει το “AAA”, αναφέρει στην έκθεσή της η Citi.
Σημειώνει επίσης ότι οι αγορές δείχνουν να έχουν την ίδια αίσθηση, καθώς το spread των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έφτασε πρόσφατα σε υψηλά 16 ετών στις 90,7 μονάδες βάσης. Την ίδια στιγμή, τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) της Γαλλίας βρίσκονταν επίσης πολύ πρόσφατα στις 160 μονάδες βάσης, επίπεδο υπερτριπλάσιο έναντι των αμερικανικών.
Η Μεγάλη Βρετανία έχει έλλειμμα γενικής κυβέρνησης συγκρίσιμο με εκείνο των ΗΠΑ και αισθητά μεγαλύτερο της Γαλλίας, σε αντίθεση όμως με τις δύο τελευταίες εφαρμόζει από το Μάιο του 2010 ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αν και το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε για να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, η χαμηλή ανάπτυξη ίσως οδηγήσει στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας. Σε ένα επιδεινούμενο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της ανάπτυξης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο και την αξιολόγηση “AAA” της χώρας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα προερχόταν από το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η κυβέρνηση το πρόγραμμα προσαρμογής, κάτι που η Citi θεωρεί απίθανο, εκτός αν καταρρεύσει ο κυβερνητικός συνασπισμός Συντηρητικών και Φιλελεύθερων.
Στον Καναδά, η εικόνα είναι μάλλον καλή σε σχέση με τους νότιους γείτονές της, αναφέρει η έκθεση της Citi. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Καναδάς έχει εμπλακεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία σε μία διαδικασία δημοσιονομικής ‘σύσφιξης’, αφότου το χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ την περίοδο 1995-1996, η κρίση έχει «ακυρώσει» πολλά από τα επιτεύγματα αυτής της διαδικασίας και έτσι το χρέος της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε και πάλι το 84% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010.
Ακόμα και η Γερμανία, με χρέος που αντιστοιχεί στο 80% του ΑΕΠ, οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση, σημειώνει η Citi. Τονίζει παράλληλα πως είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης μετετράπη σε μία «χάρτινη ξεδοντιασμένη τίγρη» το Μάρτιο του 2005, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και υπό την πίεση της Γερμανίας και της Γαλλίας. Οι δύο χώρες έδρασαν από κοινού, διότι ήτα απρόθυμες να υποστούν τις κυρώσεις που θα τους επιβάλλονταν, αν το Σύμφωνο είχε εφαρμοστεί με τον τρόπο που είχε προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Η τελευταία ελπίδα επιβράδυνσης, πόσο μάλλον αντιστροφής, της απερίσκεπτης διολίσθησης μεγάλου μέρους της Ε.Ε. σε μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία εξανεμίστηκε με εκείνη την πράξη δημοσιονομικής ανευθυνότητας».
Η Citi υπογραμμίζει παράλληλα ότι αν η Γερμανία και η Γαλλία δεν αποτελούσαν ήδη μέλη της Ευρωζώνης, δεν θα κατάφερναν να ανταποκριθούν στα κριτήρια ένταξης του ευρώ για έξι χρόνια, μέσα στην περίοδο 1999-2010. Και οι δύο θα αποτύγχαναν στο κριτήριο που θέλει το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ενώ σε ό,τι αφορά το κριτήριο για περιορισμό του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, η Γαλλία θα αποτύγχανε σε 8 από τα 12 αυτά χρόνια και η Γερμανία σε 10.
H εξελιξη της αναλογίας χρέους/ ΑΕΠ σε Γερμανία, Γαλλία, Ην. Βασίλειο και Καναδά (1999- 2010)
«Μεγάλη συμβολική αξία»
Το γεγονός ότι η Standard & Poor’s υποβάθμισε τις ΗΠΑ από το επίπεδο “AAA” δεν αποτελεί επί της ουσίας κάποια δραματική εξέλιξη, σχολιάζει η Citi, διότι ήταν και αναπόφευκτη και «αργοπορημένη».
Ωστόσο, «αποτελεί ένα σημαντικό συμβολικό γεγονός στον ‘κύκλο της ζωής’ του πρώην οικονομικού ηγεμόνα. Παράλληλα, αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της οριστικής ‘αποκαθήλωσης’ του G-7 από το ρόλο του φύλακα της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και βιωσιμότητας».
*Μέλη του G-7 είναι οι: ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Καναδάς. Μόνο η Γερμανία, το Ην. Βασίλειο, η Γαλλία και ο Καναδάς διατηρούν σήμερα αξιολόγηση “AAA”.
Πηγή:www.capital.gr