Η πρώτη προσφυγή κατά της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και η δεύτερη κατά του ετήσιου τέλους επιτηδεύματος κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ μέσα στις επόμενες μέρες στο δικαστήριο θα προσφύγει και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Σύλλογος θα καταθέσει και αίτημα προκειμένου να συζητηθεί άμεσα η υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με τη διαδικασία της «πρότυπης δίκης» όπως προβλέπει ο Ν. 3900/2010. Ακόμη, ο Σύλλογος θα αναρτήσει στην ιστοσελίδα του το κείμενο της προσφυγής του για να αποτελέσει υπόδειγμα για τους δικηγόρους.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε σήμερα ο Δικηγόρος Αθηνών Αγγελος Τσιγκρής ο οποίος στρέφεται κατά της από 2.8.2011 απόφασης του υπουργού Οικονομικών (ΠΟΛ.1167) που καθορίζει τη «διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος». Ο δικηγόρος υποστηρίζει ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση είναι αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθιερώνουν τις αρχές της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών της φορολογικής ισότητας και της νομιμότητας του φόρου. Αλλά πέρα από το χαρακτηρισμό της επίμαχης οικονομικής επιβάρυνσης ως τέλους, αυτό συνιστά φόρο, συμπληρώνει ο δικηγόρος. Ειδικότερα, τονίζει ο Τσιγκρής ότι «η έλλειψη ειδικού ανταλλάγματος, η οποία συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους, φανερώνει την πραγματική φύση του επιβαλλόμενου τέλους επιτηδεύματος ως φόρου». Μάλιστα, επικαλείται νομολογία (παλαιές αποφάσεις) τόσο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «μια οικονομική επιβάρυνση έχει το χαρακτήρα φόρου και όχι τέλους, ακόμη και αν ονομάζεται έτσι, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ειδικό αντάλλαγμα από το κράτος ή άλλο δημόσιο φορέα».
Επίσης χαρακτηρίζει παράνομη την πρόβλεψη της επίμαχης απόφασης που αναφέρει ότι η κατάθεση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια δεν αναστέλλει την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος.
Ως προς την ειδική εισφορά αλληλεγγύης ο Τσιγκρής υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της φοροδοτικής ικανότητας και της μη αναδρομικότητας των φορολογικών νόμων. Σημειώνει ακόμη πως η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος παραβιάζουν την ΕΣΔΑ, καθώς και τα δύο επιβάλλονται για το ίδιο οικονομικό αντικείμενο προσβάλλοντας έτσι το κατοχυρωμένο περιουσιακό δικαίωμα των φορολογουμένων.
Τέλος, σημειώνει ότι το ύψος των νέων έκτακτων φόρων είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων και ενδέχεται οι φορολογούμενοι να στερηθούν την ιδιοκτησία τους, αφού για να καταβάλουν το ποσό των αμφισβητούμενων φόρων, θα πρέπει να προβούν στη λήψη μέτρων (π.χ. λήψη δανείων), ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας τους, όπως για παράδειγμα επιβολή κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε σήμερα ο Δικηγόρος Αθηνών Αγγελος Τσιγκρής ο οποίος στρέφεται κατά της από 2.8.2011 απόφασης του υπουργού Οικονομικών (ΠΟΛ.1167) που καθορίζει τη «διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος». Ο δικηγόρος υποστηρίζει ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση είναι αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθιερώνουν τις αρχές της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών της φορολογικής ισότητας και της νομιμότητας του φόρου. Αλλά πέρα από το χαρακτηρισμό της επίμαχης οικονομικής επιβάρυνσης ως τέλους, αυτό συνιστά φόρο, συμπληρώνει ο δικηγόρος. Ειδικότερα, τονίζει ο Τσιγκρής ότι «η έλλειψη ειδικού ανταλλάγματος, η οποία συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους, φανερώνει την πραγματική φύση του επιβαλλόμενου τέλους επιτηδεύματος ως φόρου». Μάλιστα, επικαλείται νομολογία (παλαιές αποφάσεις) τόσο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «μια οικονομική επιβάρυνση έχει το χαρακτήρα φόρου και όχι τέλους, ακόμη και αν ονομάζεται έτσι, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ειδικό αντάλλαγμα από το κράτος ή άλλο δημόσιο φορέα».
Επίσης χαρακτηρίζει παράνομη την πρόβλεψη της επίμαχης απόφασης που αναφέρει ότι η κατάθεση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια δεν αναστέλλει την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος.
Ως προς την ειδική εισφορά αλληλεγγύης ο Τσιγκρής υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της φοροδοτικής ικανότητας και της μη αναδρομικότητας των φορολογικών νόμων. Σημειώνει ακόμη πως η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος παραβιάζουν την ΕΣΔΑ, καθώς και τα δύο επιβάλλονται για το ίδιο οικονομικό αντικείμενο προσβάλλοντας έτσι το κατοχυρωμένο περιουσιακό δικαίωμα των φορολογουμένων.
Τέλος, σημειώνει ότι το ύψος των νέων έκτακτων φόρων είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων και ενδέχεται οι φορολογούμενοι να στερηθούν την ιδιοκτησία τους, αφού για να καταβάλουν το ποσό των αμφισβητούμενων φόρων, θα πρέπει να προβούν στη λήψη μέτρων (π.χ. λήψη δανείων), ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας τους, όπως για παράδειγμα επιβολή κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία.