Με προτάσεις για 32 συγκεκριμένες συνεργασίες ήρθαν στην Αθήνα τα μέλη της γερμανικής επιχειρηματικής αποστολής που συνοδεύουν τον υπουργό Οικονομίας Φ. Ρέσλερ, ωστόσο οι Γερμανοί διατηρούν ακόμα ισχυρές επιφυλάξεις για επενδύσεις στην Ελλάδα.
Οι προτάσεις που έφεραν αφορούν κυρίως επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κατασκευές, ακίνητα, τουρισμό, μηχανολογικό εξοπλισμό καθώς και υπηρεσίες συμβούλων, πληροφορικής κ.ά.
Η γερμανική επιχειρηματική αποστολή αποτελείται από 70 επιχειρηματίες και στελέχη των αντίστοιχων κλάδων οι οποίοι συμμετείχαν στο φόρουμ και σε επιμέρους συναντήσεις με Έλληνες επιχειρηματίες.
Από ελληνικής πλευράς, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, συμμετείχαν περισσότεροι από 350 επιχειρηματίες, καθώς και εκπρόσωποι ελληνικών επιχειρήσεων από 24 κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στους τομείς της ενέργειας και ειδικότερα των ΑΠΕ, τεχνολογίας, φαρμακοβιομηχανίας, ιατρικών και τουριστικών υπηρεσιών, αλλά και του λιανεμπορίου.
Η εικόνα που προκύπτει από τον κλάδο της ενέργειας, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι ότι οι Γερμανοί επιχειρηματίες ενδιαφέρονται κυρίως να πουλήσουν στην ελληνική αγορά εξοπλισμό και τεχνολογία.
Στην κτηματαγορά το ενδιαφέρον εστιάζεται σε τουριστικές επενδύσεις (ξενοδοχεία και κατοικίες) και γήπεδα γκολφ.
Στο φόρουμ, εκπρόσωποι του γερμανικού τραπεζικού συστήματος παρουσίασαν σε Έλληνες και Γερμανούς επιχειρηματίες τις δυνατότητες χρηματοδότησης και ασφάλισης των επενδύσεων στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστική, από την άποψη των επιφυλάξεων, ήταν η παρέμβαση του εκπροσώπου της Γερμανικής Ένωσης Τραπεζών Μίκαελ Κέμερ.
Συγκεκριμένα, ο κ. Κέμερ είπε ότι οι τράπεζες εξετάζουν συνολικά το ρίσκο κάθε επένδυσης και στην περίπτωση της Ελλάδας το ρίσκο αυτό περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη και επιστροφής στη δραχμή.
Ο Δρ. Λουτς-Κρίστιαν Φούνκε, διευθυντικό στέλεχος (Corporate Manager) της αναπτυξιακής τράπεζας KfW, ανέφερε ότι έχουν ήδη διαμορφωθεί συγκεκριμένα σχήματα χρηματοδότησης επενδύσεων στην Ελλάδα με την προϋπόθεση ότι αυτές γίνονται από γερμανικές επιχειρήσεις ή θυγατρικές τους ή κοινοπραξίες στις οποίες αυτές μετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 30%.
Επιπλέον, για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων εξετάζεται η δημιουργία κοινού ταμείου με αξιοποίηση και κοινοτικών κονδυλίων από το ΕΣΠΑ.
Εκτενής αναφορά στην επίσκεψη του κ. Ρέσλερ υπήρχε στον γερμανικό Τύπο.
«Επίσκεψη με καρότο και μαστίγιο» χαρακτηρίζει την αποστολή Ρέσλερ η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού «Der Spiegel» και εξηγεί:
«Η κρίση χρέους ασφαλώς παίζει ρόλο στο ταξίδι αυτό και θα συζητηθεί […] Όμως για τον Ρέσλερ άλλος είναι ο σκοπός του ταξιδιού: να διερευνήσει κατά πόσον μπορεί να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Εκατοντάδες Έλληνες επιχειρηματίες ήρθαν την Πέμπτη το βράδυ στο ελληνογερμανικό οικονομικό φόρουμ της Βουλιαγμένης. Πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα αυτή την εποχή: Λόγω της ευρωκρίσης και της υπερχρέωσης της χώρας τους δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια για να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Γι αυτό αναζητούν επαφές με Γερμανούς συνεταίρους, που διαθέτουν οικονομική επιφάνεια».
«Ο κ. πτώχευση φέρνει επενδυτές» τιτλοφορεί το δικό της ρεπορτάζ η Frankfurter Allgemeine. Η εφημερίδα σημειώνει:
«Για να είναι συμφέρουσες οι επενδύσεις στην Ελλάδα, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα της χώρας. Ο δρόμος γι αυτό είναι μακρύς και περνάει μέσα από οδυνηρές περικοπές μισθών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για το 2008, τελευταίο έτος πριν από την κρίση, στην Ελλάδα ο μέσος μισθός ανερχόταν σε 1.727 ευρώ. Στη Βουλγαρία, τον βόρειο γείτονα της Ελλάδας και μέλος της Ε.Ε. από το 2007, το αντίστοιχο ποσό είναι 265 ευρώ. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για να αντισταθμίσει αυτή τη διαφορά και μέχρι στιγμής δεν το έχει κάνει».
Η εφημερίδα Generalanzeiger της Βόννης γράφει: «Η γερμανική οικονομία πρέπει να βοηθήσει τους Έλληνες να αναπτύξουν κυρίως τη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας. Πρόκειται για έναν από τους λίγους κλάδους που μπορούν να τροφοδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά ο εκσυγχρονισμός των παρωχημένων σήμερα δικτύων στοιχίζει δισεκατομμύρια, τα οποία η Αθήνα δεν διαθέτει».
Τις δυσκολίες του εγχειρήματος αναφέρει η εφημερίδα «Tagesspiegel» του Βερολίνου:
«Οι Γερμανοί επιχειρηματίες είναι επιφυλακτικοί, αναλογιζόμενοι το δυσμενές επενδυτικό κλίμα και τις περίπλοκες διαδικασίες έγκρισης στην Ελλάδα. Για παράδειγμα η εταιρεία που διαχειρίζεται το αεροδρόμιο της Αθήνας χρειάστηκε 18 μήνες για να κατασκευάσει τη δική της μονάδα φωτοβολταϊκών που τέθηκε πρόσφατα σε λειτουργία, αλλά η διαδικασία για την έγκρισή της πήρε 3,5 χρόνια. Γερμανοί επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα εκφράζουν παράπονα για τη διαφθορά, τις ασάφειες της νομοθεσίας, το φορολογικό δίκαιο που συνεχώς αλλάζει και την ασυνέπεια του κράτους στις πληρωμές».
Σε αυτό επιμένει και η «Rheinische Post» του Ντύσσελντορφ: «Πριν φτάσει στην Αθήνα ο Ρέσλερ είχε απευθύνει μομφές προς την ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας ότι το επενδυτικό κλίμα παραμένει θολό, εφόσον το κράτος δεν τακτοποιεί ανοιχτούς λογαριασμούς. "Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί κανείς να προτείνει στις γερμανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στην Ελλάδα" είπε ο Ρέσλερ. Η Deutsche Telekom, η Siemens και η BASF είναι μερικές από τις επιχειρήσεις, που έχουν λαμβάνει από την Αθήνα» σημειώνει η εφημερίδα.
Newsroom ΔΟΛ