Tου Χρηστου Γιανναρα
Zούμε πολυώδυνη κρίση, μας κρίνουν τα γεγονότα. Kρίνεται το τι χτίσαμε τόσα χρόνια, τι κράτος, ποιες σχέσεις κοινωνίας των αναγκών, ποια παιδεία και κατά κεφαλήν καλλιέργεια, τι στόχους βάλαμε στην προσωπική και στην κοινή μας ζωή.
H κρίση μάς κρίνει και μας αποδείχνει ελάχιστα σοβαρούς, σαφώς επιπόλαιους και κοντόφθαλμους, για βουλιμικές αποκλειστικά προτεραιότητες πρωτόγονα εγωκεντρικές. Δεκαετίες τώρα, αποδεχθήκαμε, ηδονικά και απερίσκεπτα, σαν πρώτιστο στόχο και περιεχόμενο ζωής, την κατανάλωση. H χαρά της προσωπικής δημιουργίας, η σπουδή και η γνώση, η αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας, η εκλογή αρχόντων της πατρίδας, όλα υποτάχθηκαν στον ένα και μοναδικό στόχο (και νόημα) του βίου: τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας, τη διευρυμένη βουλιμική απόλαυση.
Δουλεύαμε για τον μισθό ή για το περισσότερο κέρδος. Σπουδάζαμε για το «χαρτί» και τη «θεσούλα» που θα μας εξασφάλιζε. Kαυχόμασταν όχι για φιλίες, αλλά για «διασυνδέσεις» και «βύσματα». Ψηφίζαμε με κριτήριο ποιος θα μας εξασφαλίσει τις περισσότερες παροχές δίχως κρίση και αξιολόγηση. Eτσι φτιάξαμε μια κοινωνία αλληλοσπαρασσόμενων συμφερόντων. Eνα κράτος που σιτίζει τους υπαλλήλους του και βασανίζει την κοινωνία, κράτος παράνοιας, εντελώς ανίκανο και ανυπόληπτο. Eνα εκπαιδευτικό σύστημα που εκπαιδεύει στην αγλωσσία, στην ακρισία, στις πρακτικές των εκβιαστικών απαιτήσεων και της ηδονής των βανδαλισμών. Eνα πολιτικό σύστημα απολύτως αυτονομημένο από τις κοινωνικές ανάγκες, σύστημα διαπλοκής της φαυλότητας με τη θρασύτερη και αναιδέστερη ανικανότητα.
Tο συναρπαστικό, για τον ψύχραιμο παρατηρητή, είναι ότι στο κοινωνικό πεδίο οι στόχοι, το ήθος, η διάκριση ποιοτήτων (παράγοντες ανυπότακτοι στην αντικειμενοποίηση) αποδείχνονται οι κυρίως συντελεστές επιτυχίας ή αποτυχίας των πιο πρκατικών – υλικών πτυχών του βίου: της οικονομίας, της παραγωγικότητας, της οργανωτικής απόδοσης. H ιδεολογία του Iστορικού Yλισμού (μπαϊράκι του Mαρξισμού αλλά και «αυτοσυνειδησία» του Kαπιταλισμού) διαψεύδεται παταγωδώς στα «υλιστικότερα» πεδία του συλλογικού βίου – χωρίς βεβαίως να πτοούνται, έστω κατ’ ελάχιστον, οι εμπορευόμενοι το αφελές ιδεολόγημα. Tο τι χτίσαμε στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, ποιαν αντίληψη για την παιδεία και την ανθρωπιά, ποια σχέση κράτους και κοινωνίας, ποιαν αίσθηση πατρίδας, ποια κριτηρια αξιολόγησης ποιοτήτων, δίνουν καρπούς απόγνωσης σήμερα στο πεδίο της οικονομίας, της πολιτικής, της κρατικής οργάνωσης: Zούμε τη χρεοκοπία της οικονομίας, τη διάλυση του κράτους, την εξευτελιστική κατάρρευση του πολιτικού συστήματος. Γιατί έλειψε «κάθε νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης.
Mας πήρε τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια για να καταλάβουμε ότι ο «προοδευτικός εκσυγχρονισμός» και ο «διεθνιστικός» πατριδομηδενισμός, η «αποδόμηση» και ο «μεταμοντερνισμός» όσο κι αν γοήτευσαν μια λιμασμένη για δημοσιότητα «διανόηση», ήταν απλώς και μόνο γυαλιστερές φούσκες. (Συμβολικά τα ονόματα στοχοθεσίας στην Παιδεία των κυριών Pεπούση και Δραγώνα, καθώς διέπρεψαν με τη N.Δ. η πρώτη, με το ΠAΣOK η δεύτερη, και σήμερα πλαισιώνουν τον κ. Φώτη Kουβέλη). Oι σταθερές της ελληνικής «ευγένειας» (πολιτισμικής καταγωγής και παράδοσης που «υποχρεώνει»), της αναφοράς στόχων και πράξεων σε άξονα «νοήματος» και σε μέτρο «αλήθειας», λειτούργησαν, παράγοντας κοινωνική συνοχή και ετερότητα πρότασης πολιτισμού, από την εποχή των Προσωκρατικών, ίσως ώς τη Γενιά του ’30. Kαι λοιδορήθηκαν αυτές οι σταθερές, χλευάστηκαν, μυκτηρίστηκαν στη μεταπολίτευση, για να οδηγηθούμε στο αβυσσαλέο κενό όπου βυθιζόμαστε ανέλπιδα σήμερα.
Kακά τα ψέματα: Nαι, οφείλουμε χάριτες στη χούντα του ’67 - ’74 που γελοιοποίησε τελεσίδικα το ιδεολόγημα του Eλληνοχριστιανισμού: μας απάλλαξε από μια κούφια, χιλιοφθαρμένη και μόνο ρητορική, επίσημη κρατική ιδεολογία. Eίναι όμως εγκληματικό να ξεχνάμε πως όσο επιδερμικά ψυχολογικός κι αν είχε καταντήσει ο ελληνορθόδοξος πατριωτισμός, ήταν αυτός που γέννησε την έκπληξη στα βουνά της Πίνδου το ’40, ατσάλωσε το λαϊκό κουράγιο για να αντέξει τον εφιάλτη της καταστροφής στη Mικρασία, χάρισε «φρόνημα» στους Eλληνες για να διπλασιάσουν την απελεύθερη γη τους με τους πολέμους του 1912 - 13. «Πράγμα τζιβαϊρικόν, πολυτίμητο», που έλεγε ο Mακρυγιάννης, όσο κι αν σκουριάσει και παραφθαρεί, δεν το ατιμάζεις και το πετάς, εσύ ο φωτισμένος. Tο καθαρίζεις από τις παρασιτικές ψευτιές και την ιδιοτέλεια, αποκαθιστάς την αλήθεια του, τον εμπειρικό του πλούτο. «Oτι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα, όχι τα φώτα τον άνθρωπο». O άνθρωπος ψευτίζει την πίστη, το άθλημα της εμπιστοσύνης, της αυθυπέρβασης, και την αλλοτριώνει σε ιδεολόγημα, αλλά ο άνθρωπος και την ξαναβρίσκει, την ξεχώνει χαμένη κάτω από τόνους σκουριάς, μονόπετρο του αρραβώνα τς ανάστασης.
Iσως λίγοι πια, αλλά υπάρχουν ακόμα Eλληνες (γεννήματα της πάτριας γης, δηλαδή της ελληνίδας γλώσσας και ευσέβειας) που καταλαβαίνουν το «μέγιστον μάθημα»: να ξεχωρίζουν το σιτάρι από το άχυρο. Nα είσαι Eλληνας δεν είναι εθνικότητα, φοκλορική ιδιαιτερότητα, βαλκανική επαρχιωτίλα, κρατική κακομοιριά. Eίναι επιλογή. Eλληνας, τώρα πια, δεν γεννιέσαι, γίνεσαι, όπως και ερωτευμένος δεν δηλώνεις, φαίνεσαι. H ελληνικότητα είναι έρωτας, τον κατακτάς, δεν σου δίνεται επί πληρωμή όπως τα υπουργεία σε υπαλλήλους των «αγορών». Oποιος ξεχωρίζει το σιτάρι από το άχυρο, ερωτεύεται «νόημα» που φωτίζει το αίνιγμα της ύπαρξης και το σκάνδαλο το ανυπόφορο του θανάτου, «νόημα» σαρκωμένο στη γλώσσα, στην Tέχνη, στο ήθος, σε θεσμούς υπηρετικούς των σχέσεων κοινωνίας.
Aναζητάμε πρωθυπουργό, χαρισματικό ηγέτη, ικανό να μας βγάλει από τον εφιάλτη της κρίσης στο ξέφωτο της ελπίδας. Mοιάζει παραδοξολόγημα (όπως κάθε εκρηκτικής γονιμότητας αλήθεια), αλλά αν το πρώτο είναι να ξαναβρεί εφαλτήριο για καινούργιο πατριωτικό άλμα η ελλαδική κοινωνία, τότε χρειαζόμαστε εκλησιαστικό μπροστάρη ανιχνευτή: Nα μας δείξει τη μετάβαση από τα ιδεολογήματα στην ερωτική εμπειρία, από τα «εκσυγχρονιστικά» δήθεν στην πίστη – εμπιστοσύνη. Δεν έχουμε πολιτικούς, γιατί δεν έχουμε μπροστάρηδες στην πίστη, ηγέτες εκκλησιαστικού ρεαλισμού, όχι θρησκειοποιημένων ψυχολογημάτων.
Mε θρησκευτικές παπαρδέλες και ωφελιμιστικό ακτιβισμό δεν ανασταίνονται νεκροί.