Βασικά σημεία τοποθέτησης του αναπληρωτή Τομεάρχη Οικονομίας της Ν.Δ., βουλευτή Κυκλάδων, κ. Γιάννη Βρούτση, για το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών, που συζητείται στη Βουλή των Ελλήνων:
Οι φορολογικές διατάξεις που ενσωματώνονται στο παρόν πολυνομοσχέδιο, εξακολουθούν – όπως και στους προηγούμενους 14 φορολογικούς νόμους– να είναι πρόχειρες και αποσπασματικές.
Δεν απαντούν στις σημερινές οικονομικές προκλήσεις, καθώς και στην αναγκαιότητα δημιουργίας μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής φορολογικής μεταρρύθμισης.
Είναι χαμηλών προσδοκιών και μειωμένης αποτελεσματικότητας. Είναι ασύνδετες μεταξύ τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις προσπαθούν να «μπαλώσουν» ή ακόμη και να διορθώσουν πρόσφατα ψηφισμένες φορολογικές διατάξεις.
Για τη Ν.Δ., παραμένει η ανάγκη δημιουργίας ενός δίκαιου, αποτελεσματικού, απλού, σταθερού και αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος, που θα συμβάλει ουσιαστικά στην Επανεκκίνηση της οικονομίας.
Ως εκ τούτου, η Ν.Δ. θα συνεχίσει με την ίδια υπεύθυνη και εποικοδομητική πολιτική συμπεριφορά, να αντιμετωπίζει κάθε νομοθετική πρωτοβουλία, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τη δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Υπέρτατη προτεραιότητα για τη Ν.Δ., είναι να σταθούν όρθιοι η Ελλάδα και οι Έλληνες, μέχρι να ξεπεράσουμε τις μεγάλες και πρωτοφανείς σε μέγεθος και ένταση οικονομικές δυσκολίες.
Στόχος μας, είναι να συμβάλλουμε δημιουργικά και να γίνουμε χρήσιμοι με τις προτάσεις μας, κάτι που θα κάνουμε και στο παρόν νομοσχέδιο, ξεπερνώντας μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται να συμφωνήσουμε σε επιβλαβείς, αναποτελεσματικές και πρόχειρες διατάξεις.
Συγκεκριμένα:
1. Θεωρούμε ότι αποτελεί πρόκληση και αποσπασματική αντιμετώπιση η διάταξη που αφορά στη μείωση των προστίμων στις ενδοομιλικές συναλλαγές. Σε μια χρονική συγκυρία, που η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αποτελεί εθνικό στόχο και προτεραιότητα, χάνονται πολύτιμοι και απαραίτητοι πόροι από τα δημόσια έσοδα εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας της προηγούμενης κυβέρνησης. Είναι γνωστό ότι με τη διαδικασία των ενδοομιλικών συναλλαγών, δίνεται η δυνατότητα υπερτιμολογήσεων –μεταξύ επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου – με αποτέλεσμα να μεταφέρονται έσοδα που αποκτώνται στην Ελλάδα σε άλλες χώρες του εξωτερικού, λόγω ευνοϊκότερης φορολογικής αντιμετώπισης. Η κυβέρνηση, είχε στα χέρια της σχετικούς νόμους για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου από το 2008 και 2009. Και δυστυχώς δεν τους αξιοποίησε. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνει δεκτός ο αποσπασματικός και πρόχειρος τρόπος με τον οποίο νομοθετεί ο υπουργός, καθώς προβαίνει μόνο στη μείωση των προστίμων και δεν αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα. Πέρα από αναγκαιότητα εξορθολογισμού των προστίμων, πιο αναγκαία καθίσταται η συνολική διευθέτηση και λύση του προβλήματος που προκύπτει από τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
2. Με ένα γενικό, αόριστο και πρόχειρο τρόπο ο υπουργός εισάγει προς ψήφιση φορολογική διάταξη βάσει της οποίας θεσπίζονται αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των επιχειρήσεων.
Όμως, η ενδεικτική υπόδειξη κριτηρίων με νομοθετική διάταξη και η νομοθετική εξουσιοδότηση για εξειδίκευσή τους με Υπουργική Απόφαση, εγκυμονεί τον κίνδυνο να κριθεί αντισυνταγματική, καθώς προσκρούει στο άρθρο 78, παρ.4 του Συντάγματος.
Αν, λοιπόν, είναι έτοιμος – όπως διαρρέει το υπουργείο – ο περίφημος μαθηματικός τύπος, τότε γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται στην διάταξη ώστε να αποφευχθεί ο πιθανός κίνδυνος αντισυνταγματικότητας; Και αν δεν είναι έτοιμος, προς τι η επίσπευση της συγκεκριμένης διάταξης;
Ουσιαστικά, ο υπουργός -για πολλοστή φορά σε θέματα φορολογικής πολιτικής- ζητά λευκή επιταγή, που όμως δεν μπορούμε να του δώσουμε, καθώς ούτε τις προθέσεις του γνωρίζουμε, ούτε το χρόνο έκδοσης και υλοποίησης της Υπουργικής Απόφασης. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι μέχρι σήμερα, εκκρεμεί η έκδοση δεκάδων υπουργικών αποφάσεων και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που αποτρέπει τη συμβολή μας.
Με τέτοιες αόριστες και γενικές διατάξεις, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να αυξάνονται τα περιθώρια υποκειμενικής ερμηνείας που έχουν σαν συνέπεια τη φορολογική αυθαιρεσία και όχι, ως θα έπρεπε, την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Υπενθυμίζεται, ότι η Ν.Δ. - όπως έχει ήδη καταθέσει δημόσια – στο φορολογικό της πρόγραμμα περιλαμβάνει στο πλαίσιο της φορολογικής της πολιτικής τη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων, που λειτουργούν όμως παράλληλα με το λογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος. Μάλιστα, στην περίπτωση που το φορολογητέο εισόδημα από τον αντικειμενικό τρόπο φορολόγησης είναι μεγαλύτερο από το λογιστικό προσδιορισμό, δίνεται στην ελεγχόμενη επιχείρηση η δυνατότητα αμφισβήτησης του.
Επομένως, καλείται ο υπουργός μέχρι το νομοσχέδιο να έρθει στην ολομέλεια, είτε να αποσύρει την σχετική διάταξη, είτε να την παρουσιάσει με πληρότητα, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση.
3. Με τη διάταξη που αλλάζει τον τρόπο φορολογίας των μερισμάτων Α.Ε., επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά η προχειρότητα με την οποία νομοθετούσε η προηγούμενη κυβέρνηση στο κρίσιμο ζήτημα της φορολογικής πολιτικής.
Με τους νόμους 3842/2010 και 3943/2011, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η φορολόγηση των μερισμάτων να γίνεται με την κλίμακα φυσικών προσώπων. Γεγονός, που ως Ν.Δ. μας έβρισκε εξαρχής αντίθετους, καθώς η δική μας θέση ήταν ότι κάτι τέτοιο καθιστά το σύστημα περισσότερο πολύπλοκο και γραφειοκρατικό.
Η πρότασή μας ήταν και παραμένει, η αυτοτελής φορολόγηση των μερισμάτων με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης στην πηγή. Χρειάστηκαν, όμως, 2,5 χρόνια πειραματισμών, προκειμένου τελικά να υιοθετηθεί.
Προκύπτει, όμως, και άλλο ένα επιπλέον σοβαρό ζήτημα λόγω της διαφορετικής και άνισης φορολογικής μεταχείρισης των μερισμάτων που διανέμουν οι ημεδαπές ΑΕ σε δικαιούχους (φυσικά πρόσωπα) που είναι κάτοικοι Ελλάδος, σε σχέση με τα μερίσματα που διανέμονται σε εταιρεία άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για λόγους, λοιπόν, δίκαιης μεταχείρισης και φορολογικού ανταγωνισμού δημιουργείται η ανάγκη μείωσης των φορολογικών συντελεστών – όπως ήδη έχουμε προτείνει 15 % flat tax - που θα συμβάλει εκτός των άλλων και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.