Το σημερινό πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας
από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν έχει κάνει ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις
υποτιμήσεις μέσα σε μια 15ετία.
Όμως και στις τρεις περιπτώσεις το όποιο όφελος στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξανεμίστηκε σε διάστημα από ένα έως δύο χρόνια το πολύ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η πρώτη υποτίμηση έγινε το 1983 και δύο χρόνια αργότερα το 1985 χρειάστηκε να γίνει δεύτερη για να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία.
Ο λόγος που οι υποτιμήσεις απέτυχαν ήταν ότι δεν συνοδεύθηκαν από τις
απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Η ελληνική οικονομία πριν τις
υποτιμήσεις ήταν κρατικοδίαιτη, πληθωριστική, γραφειοκρατική, κλειστή,
εχθρική προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα και μετά τις
υποτιμήσεις παρέμεινε κρατικοδίαιτη, πληθωριστική, γραφειοκρατική,
εχθρική προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Το πολιτικό σύστημα δηλαδή, επέλεγε πάντα την εύκολη λύση της υποτίμησης, η οποία γινόταν δεκτή σχεδόν αγόγγυστα από τον λαό (μάλιστα κάποιοι κέρδιζαν από τις εισαγωγές και το συνάλλαγμα) αντί των διαθρθωτικών μέτρων που είχαν σημαντικό πολιτικό κόστος.
Σήμερα όμως που δεν έχουμε δικό μας νόμισμα οι πολιτικοί δεν μπορούν να καταφύγουν σε υποτίμηση. Αντ΄αυτού η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας επιχειρείται με μείωση των μισθών.
Όλοι αυτοί λοιπόν οι πολιτικοί ηγέτες και οι εργατοπατέρες που σήμερα «δίνουν την μάχη» για τη σωτηρία των μισθών και χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το κόψιμο του κατώτατου μισθού, ή του 13ου και 14ου, είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για τη μείωσή τους.
Διότι με την πολιτική τους, τις πράξεις τους και τη στάση τους εν γένει εμπόδισαν όλα αυτά τα χρόνια τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.
Ακόμα και τώρα, την ύστατη στιγμή, με τη χώρα χρεοκοπημένη δίνουν μάχη να διατηρήσουν τον τεράστιο δημόσιο τομέα, τη γραφειοκρατία που θάβει την επιχειρηματικότητα, τους ζημιογόνους δημόσιους οργανισμούς, τα κλειστά επαγγέλματα, τις αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας κλπ.
Τι και αν ψήφισαν νόμους στη Βουλή, στην πράξη δεν αφήνουν να αλλάξουν ούτε τα ωράρια των φαρμακείων.
Οι μισθολογικές απώλειες λοιπόν είναι το τίμημα της πολιτικής που με συνέπεια υπηρέτησαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα όλα αυτά τα χρόνια με ευθύνη φυσικά των ψηφοφόρων τους.
Όμως, η μείωση των μισθών, όπως και η υποτίμηση του νομίσματος, είναι μία από τις πολλές παραμέτρους που διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Και αν πειράξεις μόνο μία από αυτές αφήνοντας τις υπόλοιπες αμετάβλητες, όπως έχει δείξει και η εμπειρία του παρελθόντος, το αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα θα είναι μηδενικό.
Ετσι, όπως και στην περίπτωση της υποτίμησης, η μείωση των μισθών δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα αν δεν συνοδευτεί από τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να γίνει φιλική προς τις επενδύσεις με την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την ευελιξία στην αγορά εργασίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη μείωση του δημόσιου τομέα κλπ.